Θα Χυθεί Αίμα

Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους η καινούρια ταινία του Πολ Τόμας Αντερσον μοιάζει να μην χωράει πουθενά. Ούτε σε περιγραφές, ούτε σε γνωστά κινηματογραφικά είδη, ούτε στις διαστάσεις της κινηματογραφικής οθόνης, παρά λίγο και σε καμία κριτική.

Θα Χυθεί Αίμα

Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους η καινούρια ταινία του Πολ Τόμας Αντερσον μοιάζει να μην χωράει πουθενά. Ούτε σε περιγραφές, ούτε σε γνωστά κινηματογραφικά είδη, ούτε στις διαστάσεις της κινηματογραφικής οθόνης, παρά λίγο και σε καμία κριτική. Δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι είναι ένα αριστούργημα, πολύ δύσκολα θα μπορούσες να την απορρίψεις συλλήβδην, σε κάθε περίπτωση δεν σου δίνει την παραμικρή δυνατότητα να την αγνοήσεις. Και με έναν περίεργο τρόπο, μοιάζει σαν να υπήρχε από πάντα, κλασική και (μετά) μοντέρνα την ίδια ακριβώς στιγμή, με αναφορές που φτάνουν μέχρι το μυθικό Χόλιγουντ της δεκαετίας του 40 και του 50 και ταυτόχρονα εκεί όπου το σινεμά δεν έχει τολμήσει να φτάσει ακόμη.

 

Τελικά, μία ταινία ΜΕΓΑΛΗ, με κάθε πιθανή έννοια του όρου. Ακόμη και με αυτήν που καθιστά το "μέγεθος" της ως το σημαντικότερο προσόν της και ταυτόχρονα ένα απροσπέλαστο εμπόδιο τόσο για τον δημιουργό της και τον αναλόγων διαστάσεων πρωταγωνιστή της όσο και για τον θεατή. Το "Θα Χυθεί Αίμα" ξεκινάει με μία σειρά από αποκαλυπτικές εικόνες ενός έρημου τοπίου. Στο κέντρο της ένας άνθρωπος αναδύεται μέσα από τα σπλάχνα της Γης έχοντας μόλις ανακαλύψει τα πρώτα ψήγματα πετρελαίου. Για περισσότερο από 20 λεπτά, δεν θα υπάρξει ο παραμικρός διάλογος, ούτε μία λέξη. Μόνο τα ηλεκτρονικά κρεσέντα της μουσικής του Τζον Γκρίνγουντ (κιθαρίστα του βρετανικού γκρουπ Radiohead) που συμβάλλουν καθοριστικά στην διαχέουσα αίσθηση πως αυτό που παρακολουθείς θα μπορούσε να είναι η αρχή του κόσμου. Ετσι όπως κάποτε την σημάδεψαν ανεπανόρθωτα οι πρώτες σκηνές του 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

 

Για τις υπόλοιπες δύο ώρες, ό,τι διαδραματίζεται επί της οθόνης θυμίζει μόνο τον θόρυβο και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μία πρωτοφανής σε μέγεθος και εκκωφαντική έκρηξη. Που ξεκινάει και δεν τελειώνει στην bigger than life ερμηνεία του Ντάνιελ Ντέι Λίουις, εδώ στον ρόλο που τον ανάγει πλέον σε ένα άνευ προηγουμένου ερμηνευτικό εργαλείο που θα μπορούσε στο πέρασμα του να παρασύρει κάθε τι που κινείται. Μαζί με την ταχεία αναρρίχηση του Ντάνιελ Πλέινβιου που ως μεταλλαγμένος Πολίτης Κέιν πατάει επί πτωμάτων προκειμένου να κάνει την αυτοκρατορία του πιο ισχυρή, ο Αντερσον διασχίζει το αχανές τοπίο του κλασικού αμερικάνικου σινεμά όπως το δίδαξε ο Τζον Φορντ, του οικογενειακού μελοδράματος (στην πιο υπερβολική εκδοχή του), της δαιμονοποίησης του καπιταλισμού από την εκκλησία, της ίδιας της Ιστορίας της Αμερικής.

 

Λογικο, λοιπόν, ότι, ανάμεσα σε τόσες εστίες που έχει πυροδοτήσει, ο Αντερσον προσπαθεί μάταια να βρει μάταια λίγο χώρο για να σχηματίσει επιτέλους τα όρια του γιγαντιαίου καμβά που διάλεξε για να σκιαγραφήσει το πορτέτο του ήρωα του. Καταλήγοντας να παραδοθεί άνευ όρων σε αμήχανες σεναριακές λύσεις και σε ένα γκροτέσκο και έκρυθμο φινάλε που στην πραγματικότητα φέρνει και τον Αντερσον - όπως και τον Πλέινβιου - στην αναπόφευκτη θέση του θύματος της ίδιας του της υπερμεγέθους φιλοδοξίας. Πράγμα αν όχι πάντοτε καλό, τουλάχιστον παρήγορο για ένα Αμερικάνικο σινεμά που τελευταία καίγεται κάτω από την ασφάλεια της μετριοπάθειας του.

 

Μανώλης Κρανάκης 

Καμιά Πατρίδα Για Τους ΜελλοθάνατουςΜαίκλ Κλείτον

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ