Ας Περιμένουν οι Γυναίκες

Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος, δηλαδή ο Ζουγανέλης, ο Μπουλάς και ο Μπακιρτζής (όχι απαραιτήτως κατ’ αντιστοιχία) διασχίζουν τη Βόρεια Ελλάδα και διαπραγματεύονται τα καλά, τα κακά και τα άσχημα του γυναικείου πληθυσμού και της… ελληνικής πραγματικότητας.

Από τον Γιάννη Ζουμπουλάκη
Ας Περιμένουν οι Γυναίκες

Ο Σταύρος Τσιώλης είναι ο τελευταίος ρομαντικός κινηματογραφιστής της Ελλάδας. Δυο μόλις χρόνια πριν μας αποχαιρετήσει η χιλιετία, δεν διστάζει για ακόμα μία φορά να κάνει ένα οδοιπορικό στην πατρίδα μας. Η κάμερά του αναζητά με απόγνωση ίχνη της πολιτιστικής μας παράδοσης, απομεινάρια χρωμάτων και τοπίων που δηλώνουν σιωπηλά τις ρίζες μας.

Αναζήτηση η οποία γίνεται όχι με τη λαογραφική προσέγγιση των επιμορφωτικών, στεγνών ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης, αλλά με την ειρωνική πικραμένη ματιά ενός όχι και τόσο τρελού Δον Κιχώτη, ο οποίος βλέπει την ομορφιά του τόπου του να σπαράζει, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, ο ίδιος δεν κλαίει. Ασπίδα του, πάντα, το χιούμορ.

Λαϊκό και όχι λαϊκίστικο, απλό και όχι απλοϊκό παραμύθι, πλούσιο από ανέκδοτα και, πάνω απ’ όλα, καλή καρδιά

Αφήνοντας για λίγο την αγαπημένη του «πρωταγωνίστρια», την Πελοπόννησο του «Έρωτα στη Χουρμαδιά», του «Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε» και του «Χαμένου Θησαυρού του Χουρσίτ Πασά», «ανεβαίνει» στη Μακεδονία και κάνει μια στάση στη λίμνη Βόλβη. Εκεί όπου τρεις μπατζανάκηδες αφήνουν τις γυναίκες τους να περιμένουν στη… Θάσο! Ας περιμένουν, λοιπόν, οι γυναίκες, μας λέει ο Τσιώλης και αυτό που καταλαβαίνουμε ότι θα πρέπει να περιμένουν είναι να ξεσπάσει η μπόρα που έχουν προκαλέσει κάποιες άλλες… γυναίκες.

Ο κεραυνός του έρωτα χτυπά τον Γιάννη Ζουγανέλη και ο Αργύρης Μπακιρτζής θα πρέπει να παραμείνει μαζί του μέχρι το πέρας της ανάρρωσης! Στη λίμνη Βόλβη όλ’ αυτά. Ο Μπακιρτζής με τη βοήθεια της κινητής τηλεφωνίας βρίσκεται σε επικοινωνία διαρκείας με τον τρίτο μπατζανάκη της παρέας, τον Σάκη Μπουλά, που μάλλον ανησυχεί για την αργοπορία τους και ο οποίος τελικά θα κάνει αναπάντεχα την εμφάνισή του, ταράζοντας ακόμη περισσότερο τα νερά.

Ο Τσιώλης παρατηρεί με πικρό χαμόγελο τη Βόρεια Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Κάνει «ελεύθερο παιχνίδι», παρεκκλίνει, επιτρέπει στον Ζουγανέλη να αυτοσχεδιάσει και, αδιαφορώντας κάπως για τη δραματουργική αιτιότητα, αφήνεται στην κρυφή γοητεία της αμεσότητας. Λες και το τρίο Στούτζες βρίσκεται για διακοπές στη Μακεδονία.

Καταστάσεις, πρόσωπα και διάλογοι ηχούν με μια σπάνια (για ελληνική κωμωδία) αυθεντικότητα, μέσα στο μικρόκοσμο ενός σύγχρονου μύθου ο οποίος παραπαίει μεν, αλλά στέκεται. Το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» είναι ένα λαϊκό και όχι λαϊκίστικο, απλό και όχι απλοϊκό παραμύθι, πλούσιο από ανέκδοτα του «ατάκα κι επί τόπου» (επί παραδείγματι ο ορισμός του «μπέναλντι» σε μια λογομαχία ανάμεσα σε Ζουγανέλη και Μπουλά), σπαρταριστά γκαγκ και, πάνω απ’ όλα, καλή καρδιά.

Η κριτική δημοσιεύτηκε στο τεύχος 96 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Δεκέμβριο του 1998.