Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι

Εγκαταλείποντας τις μεσοδυτικές πολιτείες, οι αδελφοί Κοέν ταξιδεύουν ως το Λος Άντζελες, όπου συναντούν τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, το μπόουλινγκ, το φιλμ νουάρ και τον πιο cool κινηματογραφικό τους ήρωα. Η ανθρώπινη βλακεία βρίσκεται όμως ακόμα εδώ, το ίδιο και η ανατρεπτική ευφυία των πιο βιρτουόζων Αμερικανών δημιουργών.

Από τον Χρήστο Μήτση
Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι

Στα τέλη της δεκαετίας του '30, ο Φίλιπ Μάρλοου περιπλανιέται στις σκοτεινές γωνιές μιας πόλης που ποτέ δεν κοιμάται, διαπιστώνοντας με κυνισμό ότι δεν είναι ένας ακόμα θετικός ήρωας, αλλά ένας άνθρωπος «πενήντα τοις εκατό έντιμος σ' έναν κόσμο ογδόντα τοις εκατό διεφθαρμένο». Εξήντα χρόνια αργότερα, τα κινηματογραφικά του εγγόνια κάνουν τις δικές τους διαπιστώσεις: Σε μια πόλη όπου μέσα στη νύχτα μερικοί άγνωστοι μπορούν, χωρίς αιτία, να μπουν στο σπίτι σου, να σου βουτήξουν το κεφάλι μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας και να κατουρήσουν στο χαλί σου, σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Τι απ' όλα όμως; Οι αδελφοί Κοέν, το Λος Άντζελες ή τα μυαλά του Τζεφ Λεμπόφσκι;

Με το κεφάλι του θολό από τους καπνούς της μαριχουάνας, μοναδική του έννοια το μπόουλινγκ και επαγγελματική καριέρα στο καθισιό, ο Τζεφ Λεμπόφσκι ή Ντιούντ (η cool έκφραση για τον «κομψό μάγκα») όπως θέλει να τον αποκαλούν, ζει σ΄ έναν δικό του κόσμο -πιο κοντά στη δεκαετία του '70 παρά σ' αυτή του 2000- όσο μακρύτερα γίνεται από κάθε τυπικότητα και υποχρέωση. Αλλά όπως στις κορίνες του μπόουλινγκ, οι οποίες εκεί που κάθονται ήσυχα-ήσυχα, μια τεράστια μπάλα τις χτυπά με δύναμη και τους χαλά την ισορροπία, έτσι και στη ζωή του Ντιούντ, αυτό που ο ίδιος προσπαθεί να απωθήσει (το κανονικό του όνομα) γίνεται αφορμή για μια παρεξήγηση η οποία θα του αναστατώσει τη νωχελική καθημερινότητα. Αποτέλεσμα; Ως Τζεφ Λεμπόφσκι, πλέον, πηγαίνει στον «μεγάλο» συνονόματό του, υπαίτιο για την καταστροφή του χαλιού του από τους μυστηριώδεις αγνώστους, ζητώντας του, πολύ φυσιολογικά, να αποζημιωθεί.

Οι Κοέν περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τον «κανιβαλισμό» στην κοφτερή σάτιρα κι από τη φάρσα στην εφιαλτική πραγματικότητα.

Μια παρεξήγηση βρίσκεται πάντα στην αρχή, αλλά και στο κέντρο, κάθε ταινίας των αδελφών Κοέν, καταλυτική αφορμή για την ανάφλεξη της πλοκής, την εξέλιξη της οποίας αναλαμβάνει στο εξής η «βλακεία» των χαρακτήρων, η μαγική ικανότητά τους, δηλαδή να σαμποτάρουν διαρκώς οι ίδιοι τα σχέδιά τους. Ένα επαγγελματικό χρέος («Φάργκο»), ένα σενάριο («Μπάρτον Φινκ»), μια υιοθεσία («Αριζόνα Τζούνιορ»), μια θέση εργασίας («Ο Κύριος Χούλα Χουπ») ή ένα κατουρημένο χαλί, μια αθώα αφορμή δηλαδή, η οποία εξελίσσεται σ' ένα ανεξέλεγκτο, επικίνδυνο παιχνίδι και σ' έναν φαύλο κύκλο αίματος. Στο κέντρο του ένας συνηθισμένος, ανύποπτος άνθρωπος, γύρω του ένας κόσμος γεμάτος μυστικά και ψέματα και ως απαραίτητο σημείο αναφοράς ένα κινηματογραφικό είδος (θρίλερ, κωμωδία, γκανγκστερική ταινία) το οποίο οι Κοέν αποδιαρθρώνουν και ανασυνθέτουν μ' ένα μοναδικό τρόπο.

Στο «Μεγάλο Λεμπόφσκι» σειρά έχει το φιλμ νουάρ και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ καθώς η ταινία, από τον τίτλο της ήδη, μας παραπέμπει κατευθείαν στο «Μεγάλο Ύπνο»- ο εργοδότης με το αναπηρικό καροτσάκι, οι δυο αδερφές -εδώ η σύζυγος και η κόρη- η εξαφάνιση της μικρής, ο σεβασμός και, φυσικά, η εισβολή του ήρωα σ' έναν κόσμο τακτοποιημένης απληστίας και πολυτελούς διαφθοράς. Ο Ντιούντ, βέβαια, έχει τόση σχέση με τον Φ. Μάρλοου όσο η Μάρτζι Γκούντερσον (η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στο «Φάργκο») με τον Σέρλοκ Χολμς, αλλά μην ξεχνάτε οτι βρισκόμαστε στο L.A. των 90s και, κυρίως σε μια ταινία των αδελφών Κοέν. Πολλά έχουν αλλάξει σ' αυτή την πόλη (κι άλλα τόσα έχουν μείνει ίδια), ενώ συνεχίζουμε να έχουμε μπροστά μας έναν ήρωα του «παλιού καιρού», έναν άνθρωπο ο οποίος δεν ανήκει στο σύμπαν που τον περιβάλλει, μια φιγούρα εντελώς διαφορετική από την ομοιομορφία των χολιγουντιανών ηρώων και τις αρτηριοσκληρωτικές επιταγές του politically correct.

Με οδηγό τον απρόβλεπτο Ντιούντ λοιπόν, συνεπιβάτες ένα τσούρμο sui generis χαρακτήρων, όχημα έναν αναρχικό «απογειωμένο» σκηνοθετικό οίστρο και το ρεζερβουάρ γεμάτο τρυφερό σαδισμό, ο «Μεγάλος Λεμπόφσκι» μας ταξιδεύει σ' ένα ξεκαρδιστικό νεο-νουάρ, εκεί όπου η αφήγηση off, οι μοιραίες γυναίκες, ο μοναχικός ντετέκτιβ και μια υπόθεση ρουτίνας που αποδεικνύεται περίπλοκη παγίδα ανταμώνουν μ' ένα μουσικό γκρουπ Γερμανών μηδενιστών, τον Ιησού, ένα κομμένο δάχτυλο, μια μαρμότα με άγριες διαθέσεις, μια αβάν-γκαρντ, κολπική καλλιτέχνιδα και τον...Σαντάμ Χουσεϊν.

Μέσα σ' ένα ονειρικό κλίμα (ο Φελίνι συναντά τον Μπάσμπι Μπέρκλεϊ), παίζοντας με τους κινηματογραφικούς κανόνες και δυναμιτίζοντας με κομψό κυνισμό οτιδήποτε συμβατικό εύκολο και προβλέψιμο, οι Κοέν περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τον «κανιβαλισμό» στην κοφτερή σάτιρα κι από τη φάρσα στην εφιαλτική πραγματικότητα, ζωγραφίζοντας αυτόν το θαυμαστό, μοντέρνο κόσμο με τα πιο κωμικοτραγικά, αληθινά του χρώματα.

Ο μιλιταρισμός, η χωρίς όρια ανταγωνιστικότητα, η ματαιοδοξία, η διαφθορά και η ξενοφοβία, ανακατωμένα με την ανθρώπινη ηλιθιότητα, μπορεί να μοιάζουν απίστευτα διασκεδαστικά, όσο κι αν ξύσεις την πολύχρωμη επιφάνεια, όμως, αυτά παραμένουν εκεί, συστατικά μόνιμα κολλημένα στον τοίχο πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το αμερικάνικο όνειρο.

Η κριτική δημοσιεύτηκε στο τεύχος 95 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Νοέμβριο του 1998.