Billy Elliot, Γεννημένος Χορευτής

«You make me feel like dancing, I want to dance the night away…»

Από την Πόλυ Λυκούργου
Billy Elliot, Γεννημένος Χορευτής

Με φόντο μία παλιομοδίτικη ταπετσαρία και τους T-REX στη διαπασών να υποστηρίζουν ότι «I was dancing right out of the womb» γνωρίζουμε το μικρό Μπίλι. Πικάντικο χαμόγελο, πιτσιλωτό δέρμα και λαμπερή ματιά – ένα χαρούμενο κοκκινομούρικο πιτσιρίκι που χοροπηδάει στο παιδικό του δωμάτιο ευτυχισμένο, ευκίνητο, ελεύθερο. Ένας λιλιπούτειος και χαριτωμένα άγαρμπος Τζιν Κέλι που συνδυάζει τις κινήσεις της αυτοσχέδιας χορογραφίας του με την προετοιμασία του πρωινού της γιαγιάς.

Μόνο που εκείνη δεν είναι στο δωμάτιό της. Καθώς ο Μπίλι βγαίνει πανικόβλητος στους δρόμους, προσπερνάει τρέχοντας τα όμοια γκρίζα σπίτια και αγκαλιάζει στοργικά την κυρτή φιγούρα της χαμένης γυναίκας οδηγώντας την πίσω, η μουσική σταματάει. Απότομα. Με το συριστικό ήχο της βελόνας που χωρίζεται απρόσεχτα από την επιφάνεια του βινυλίου. Η πραγματικότητα εισβάλλει στη φαντασίωση, η ελευθερία και η παιδικότητα χάνονται και τα βήματα γίνονται σταθερά, πειθαρχημένα. Σχεδόν ενήλικα.

Μία ταινία που προσπερνάει ξυστά, στις μύτες των χορευτικών της ποδιών, τις μελό κακοτοπιές και τις προβλέψιμα γλυκερές καθάρσεις

Το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της βόρειας Αγγλίας του 1984 ταιριάζει με το βαρύ συννεφιασμένο ουρανό της. Η απεργία των ανθρακωρύχων συνεχίζεται, αλλά το ενωμένο μέτωπο και ηθικό της εργατικής τάξης λιώνει σταδιακά κάτω από τη σιδερένια πρωθυπουργική γροθιά. Η βιομηχανική επαρχία οδηγείται στην οικονομική εξαθλίωση και οι κάτοικοί της στην απελπισία. Μόνο όπλο στην αδιαλλαξία της Θάτσερ και το αδιέξοδο της ζωής τους, η «αντρική» τους τιμή. Να μη λυγίσουν, να μην τρομάξουν, να μην προδώσουν.

Στην πρώτη γραμμή του πεισμωμένου αγώνα, πετώντας αβγά και επίθετα στους απεργοσπάστες, ο πρόσφατα χήρος πατέρας του Μπίλι και ο μεγάλος του αδελφός. Τραχείς, πραγματιστές, πικραμένοι – πατροπαράδοτα αρσενικά που πίνουν τον καφέ τους με σφιγμένα χείλια και λύνουν τις διαφορές τους με γροθιές. Από το υστέρημά τους πληρώνουν τα μαθήματα μποξ του 11χρονου μικρού, ο οποίος καλείται να συνεχίσει την παράδοση που σμίλεψε όλους τους άντρες της οικογένειας.

Όταν όμως η πόρτα του γυμναστηρίου ανοίγει και μία ντουζίνα από λευκοντυμένα κορίτσια βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής να διορθώνουν τα «πλιέ» τους κάτω από τις οδηγίες μιας βαριεστημένης καθηγήτριας, ο Μπίλι βρίσκει το δικό του δρόμο προς την ενηλικίωση. Τη δική του έξοδο κινδύνου. Μόνο που πρέπει να σταθεί στη μέση αυτής της κοινωνίας, στη μέση αυτής της κουζίνας, και να δηλώσει ότι θέλει να ανταλλάξει τα γάντια του παππού με ένα ζευγάρι πουέντ. Και αυτό δε θα είναι τόσο εύκολο.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος στο σινεμά, θεατρικός σκηνοθέτης Στίβεν Ντάλντρι κάνει το ντεμπούτο του με ένα φιλμ αναμφισβήτητα στερεότυπο, μελετημένα συγκινητικό και απροκάλυπτα feel good. Αλλά το κάνει τέλεια. «Χορογραφώντας» το δράμα με το χιούμορ, το γλυκό με το πικρό, το παιδικό όνειρο με τον ηττημένο κόσμο των μεγάλων, εξισορροπεί ιδανικά μία ταινία που προσπερνάει ξυστά, στις μύτες των χορευτικών της ποδιών, τις μελό κακοτοπιές και τις προβλέψιμα γλυκερές καθάρσεις.

Λιτός διάλογος μας υποψιάζει για τις ιστορίες των χαρακτήρων – του αμόρφωτου πατριάρχη που κρατάει την οικογένεια ενωμένη κάτω από την ανοιχτή του παλάμη ή μέσα στην άγαρμπα σφιχτή αγκαλιά του και της μικροαστής δασκάλας που αντάλλαξε τα όνειρά της με ένα σπίτι στα προάστια. Δυνατή εικόνα μας προσγειώνει στο κέντρο του κάδρου και στο περιθώριο της οικονομικής θατσερικής πολιτικής.

Όλα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο Τζέιμι Μπελ. Ο πιτσιρίκος με τα φορτισμένα βλέμματα, τα ηλεκτρισμένα βήματα και το εύθραυστο ταμπεραμέντο που πείθει για την πηγαία αισιοδοξία του ήρωά του, τις ειλικρινείς προθέσεις του μικρόκοσμού του και την αυθεντική συγκίνηση του να γίνεσαι άντρας με τους όρους σου.

Όταν παγώνει το τελευταίο κάδρο και τρέχουν οι τίτλοι τέλους παρέα με κάποια ανυπόταχτα δάκρυα, κανείς δεν έχει όρεξη να αναλύσει το πώς το αγγλικό κοινωνικό σινεμά του Λόουτς έδωσε τη θέση του σε άντρες ή πιτσιρίκια με τα όλα τους. Μία εντελώς διαφορετική και σημαντικότερη ερώτηση πλανιέται στη σκοτεινή αίθουσα: «Χορεύουμε;»

Η κριτική δημοσιεύτηκε στο τεύχος 120 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Φεβρουάριο του 2001.