Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού

Δύο πικραμένοι εραστές σβήνουν από τις μνήμες τους ο ένας τον άλλο. Από τις καρδιές τους όμως;

Από την Πόλυ Λυκούργου
Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού

Δύο εραστές. Εκείνος άβουλος, άτολμος, αθόρυβος. Εκείνη εξωστρεφής, «έξω καρδιά». Ξαπλώνουν στην παγωμένη κοίτη ενός ποταμού και εφευρίσκουν γαλαξίες στο νυχτερινό ουρανό. Γελούν συνωμοτικά. Όλη η σκηνή θυμίζει έντονα την εκκεντρικότητα του Κάουφμαν - όσο μπορεί κανείς να…μπει στο μυαλό του ιδιοσυγκρασιακού σεναριογράφου, να κατανοήσει την «Ανθρώπινη (;) Φύση» του ή να προβεί σε «Adaptation» των σκέψεών του.

«Είμαι τόσο ευτυχισμένος. Θα μπορούσα να πεθάνω» ψιθυρίζει ο Τζόελ κι όλα φορτίζονται από έντονο συναισθηματισμό που έλειπε από παλιότερες ταινίες του δημιουργού. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο σεναριογράφος δε σκαρφίστηκε μια παλαβή σκηνή ενός χιονισμένου τοπίου. Έστησε το σύμβολο για δύο ερωτευμένους που προσπαθούν να «παγώσουν» το χρόνο στη στιγμή της απόλυτης ευτυχίας. Μια ιδέα μεταδόθηκε με το μυαλό και μετά με τη καρδιά, διαγράφοντας έναν πλήρη κύκλο.

Όλα συνθέτουν μια φιλμική παραβολή για τους σύγχρονους καιρούς, όπου όλοι σβήνουμε και όλοι μας σβήνουν

Αυτή ακριβώς η συνθήκη είναι που ανάγει αυτό το «εύρημα» σε «ταινία». Μόνο του το μυαλό θα γεννούσε ένα sci-fi θριλεράκι (στο μέλλον οι άνθρωποι θα μπορούν να σβήνουν τις άσχημες μνήμες τους), με το σουρεαλισμό του Γκοντρί να εικονογραφεί επιδειξιομανώς τη μη γραμμική σκέψη του Κάουφμαν. Μόνη η καρδιά θα υπέκυπτε στις συμβάσεις ανακυκλωμένων ρομαντικών κομεντί. Μαζί, τα δύο ετερώνυμα ενώνονται σε κάτι αναγνωρίσιμα ολόκληρο. Κάτι που βγάζει νόημα. Κάτι που βγάζει πόνο.

Ο Κάρεϊ εξερευνά τη σκοτεινή πλευρά του, η Γουίνσλετ ξετυλίγει το ταλέντο της, εξαιρετικοί δεύτεροι χαρακτήρες ανατρέπουν τις προσδοκίες μας και η οπτική φιέστα του Γκοντρί σιωπά για να αφουγκραστεί τους διαλόγους. Όλα συνθέτουν μια φιλμική παραβολή για τους σύγχρονους καιρούς, όπου όλοι σβήνουμε και όλοι μας σβήνουν. Σαν να μην υπήρξαμε. Σαν να μην του δείξαμε ποτέ γαλαξίες που δεν υπάρχουν και να μη χαμογέλασαν συνωμοτικά. Αιώνια η λιακάδα του άγραφου μυαλού. Αιώνια η αναπηρία της παγωμένης καρδιάς…

Η κριτική της ταινίας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 157 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Ιούνιο του 2004.