Μάτια Ερμητικά Κλειστά

Η δέκατη τρίτη και τελευταία ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ ξετυλίγεται σε ονειρικά επεισόδια, σαν επίμονη ψυχοκινηματογραφική μέθοδος και υπνωτίζει από την πρώτη στιγμή στον καθρέφτη («How do I look?») μέχρι την τελευταία έξη («Fuck!»).

Από τον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο
Μάτια Ερμητικά Κλειστά

Η αγαπημένη συμμετρία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ δίνει βροντερό παρόν στο τελικό του αριστούργημα. Τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» «εσωκλείονται» σε, ερωτικού περιεχομένου, λόγο και εικόνα χωρίς όμως το σεξ να χαρακτηρίζει την ταινία (όπως, έξυπνα και απατηλά, υπαινίχθηκε το «γυμνό» τρέιλερ). Ο γιατρός Μπιλ Χάρφορντ και η γκαλερίστα –και πιθανώς, ζωγράφος-  σύζυγός του, Άλις, δηλαδή ο Κρουζ και η Κίντμαν, δέχονται σεξουαλικές προτάσεις στο πάρτι του ισχυρού τους φίλου, Βίκτορ Ζίγκλερ (Σίντνεϊ Πόλακ).

Τίποτα εξωσυζυγικό δε συμβαίνει, όμως πίσω στο σπίτι τους, η Άλις εξομολογείται στον Μπιλ (με τη βοήθεια ενός «τσιγάρου») μια έντονη φαντασίωσή της με… θέμα την ίδια και έναν αξιωματικό. Ο Μπιλ φουντώνει, η πίστη του κλονίζεται και μέσα από μερικά τυχαία – και άλλα, διόλου τυχαία – γεγονότα, αρχίζει ο εφιάλτης του. Σε δύο βραδινές περιπλανήσεις οι πειρασμοί της σάρκας θα δοκιμάσουν τις αξίες του και, πολύ σύντομα, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με μυστηριώδεις διώκτες. 

Τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» μοιάζουν με το «2001» ως προς την πορεία ενός Οδυσσέα σε έναν ωκεανό, ξένων προς αυτόν, καταστάσεων, αλλά και με τη «Λέσχη της Απάτης» του Ντέιβιντ Μάμετ, ως προς τον επιτηδευμένο, αντι-ρεαλιστικό διάλογο. Αν και η δράση της πρωτότυπης πηγής (το «Traumnovelle» του Άρθουρ Σνίτσλερ) μεταφέρθηκε από τη Βιέννη του 1900 στη Νέα Υόρκη του 2000, οι ψυχαναλυτικές επιδράσεις του Φρόιντ στον Σνίτσλερ όχι μόνο παραμένουν ορατές, αλλά αποτελούν και το κλειδί του έργου.

 Τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» είναι μια ταινία – βουτιά προς το θάνατο

Το μεγάλο στοίχημα της ταινίας επικεντρώνεται στο πώς θα τη «διάβασε» ο θεατής: Πόσα από αυτά που βλέπουμε είναι ένα όνειρο; Μήπως πρόκειται για φαντασιώσεις του ενός, όπως αυτές μπλέκονται στις σκέψεις του άλλου; Αν από την άλλη, δεν είμαστε – εμείς, οι θεατές – μάρτυρες ενός μακρόσυρτου, βασανιστικού ονείρου, τότε πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του Μπιλ σε κόσμους απειλητικούς, απ’ τους οποιους σώζεται με τη θαυματουργή παρέμβαση ενός κουδουνίσματος;  

Ένας συνδυασμός ονείρων σε πολύπλοκη διαστρωμάτωση και η περίτεχνη εμβάθυνση σε μια απρόοπτη και αποκαλυπτική πλοκή, μετατρέπονται στα χέρια του Κιούμπρικ σε μία εμπνευσμένη, εξαιρετικά δουλεμένη Οδύσσεια σχέσεων και συναισθημάτων, όπου η κρεβατοκάμαρα αποτελεί το τελευταίο σύνορο του ελεγχόμενου, πολιτισμένου Δυτικού Ανθρώπου. Ο κορυφαίος δημιουργός εικονοποίησε το όραμά του χωρίς φορμαλιστικά κόλπα, αφήνοντάς μας μια απευθείας πρόσβαση στον κόσμο της συναισθηματικής δέσμευσης και της πρακτικής αποδόμησής της.

Εικαστικά συμπαγέστατη, στιλιζαρισμένη περιπέτεια ψυχής

Το σεξ είναι μόνο η αρχή. Τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» είναι μια ταινία – βουτιά προς το θάνατο αλλά, παραδόξως, ο Κιούμπρικ, δείχνει συμπόνια και αρκετή αισιοδοξία απέναντι στους ήρωές του, καλυμμένη κάτω από ένα ευπρόσδεκτο πέπλο ειρωνείας και «διανοουμενίστικου» χιούμορ. Προς το τέλος του φιλμ, το πολυσυζητημένο όργιο (που φυσικά δεν επικυρώνει τις φήμες περί πορνογραφήματος) αποτελεί μια χορογραφημένη ερμηνεία του «Φιντέλιο» του Μπετόβεν (Πίστη μέσα σε παρτούζα!) με την προσθήκη μιας ιδιότυπης, λυτρωτικής ανθρωποθυσίας για χάρη του «αμαρτωλού» γιατρού. Ο Κιούμπρικ ανακεφαλαίωσε τις πάμπολλες θεματικές του σ’ αυτή την εικαστικά συμπαγέστατη, στιλιζαρισμένη περιπέτεια ψυχής, «ταπεινώνοντας» το υπερ-ζεύγος σε ρόλους που δεν είχαν οι ίδιοι ονειρευτεί.

Στον αντίποδα των προσεκτικών ερμηνειών των Κρουζ – Κίντμαν, βρίσκεται η νατουραλιστική προσέγγιση του Ζιγκλερ από τον Πόλακ (το κακό φαίνεται φυσικό) και μια μεγάλη, θεατρική performance από τη Μαρί Ρίτσαρντσον (σε μια συναισθηματικά σοκαριστική σκηνή). Σίγουρα κάποιοι θα επισημάνουν τις αντιθετικές ερμηνείες και ίσως τον «παραπανίσιο» Φρόιντ σ’ αυτό τον τελευταίο αποχαιρετισμό του μυθικού σκηνοθέτη, αλλά αυτές είναι μάλλον αστείες αντιρρήσεις σε ένα μέγιστο έργο, το οποίο φαντάζει ως αδιάσειστο στοιχείο ότι μια απώλεια μπορεί να κάνει τη διαφορά στη βιομηχανία των μεγάλων σαγονιών και του γρήγορου αστείου.  

Η κριτική της ταινίας «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 105 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Οκτώβριος 1999).