Αόρατος Εραστής

Για όσο διάστημα οι αίθουσες παραμείνουν κλειστές, το cinemagazine βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στο πολύτιμο αρχείο του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ. Ξεκινάμε με τις πρώτες κριτικές που δημοσιεύτηκαν ποτέ (τεύχος 9, Δεκέμβριος 1990). Τα συγκεκριμένα κείμενα υπογράφονταν συνολικά από τους Γιώργο Τζιώτζιο, Χρήστο Μήτση, Ρόμπυ Εκσιέλ και Γιώργο Κρασσακόπουλο, ενώ δεν υπήρχε ακόμη η βαθμολογία αστεράκια!

Από το αρχείο του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ
Αόρατος Εραστής

Ο κινηματογράφος απομυζούσε από τα γεννοφάσκια του το φόβο και την άγνοια του ανθρώπου για τη μεταθανάτια ζωή, τους έδινε σάρκα και οστά και τους παρουσίαζε μέσω της σελιλόζης με τη μορφή του φαντάσματος. Από τη μια λοιπόν αντιμετώπιζε το φάντασμα σαν κάτι σατανικό, φιλοδοξώντας να μας ψυχαγωγήσει, να μας τρομάξει ή να εντείνει περισσότερο την άγνοιά μας, και από την άλλη το παρουσίαζε με τη μέση νοοτροπία των θνητών, προσπαθώντας καλοπροαίρετα να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Αν οι πρώτες παραμένουν κλασικές και καλτ ταινίες τρόμου που σπάνια ανανεώνονται από σημαντικές ταινίες του είδους σήμερα, οι τελευταίες (όπως αποδεικνύεται και με το Ghost) συνεχίζουν να κυριεύουν το κοινό με την αισιοδοξία και το ρομαντισμό τους: από τις κλασικές «Πονηρό Πνεύμα» και «A Guy Named Joe» μέχρι τις πιο πρόσφατες «Ο Παράδεισος Μπορεί να Περιμένει», «Φίλα με» κι «Αντίο και Για Πάντα» (ρημέικ του Α Guy Named Joe). 

Ο Σαμ Γουήτ είναι πετυχημένος τραπεζικός υπάλληλος στη Νέα Υόρκη, η σύζυγός τους Μόλλυ καλλιτέχνιδα. Στην επιστροφή από μια βραδινή έξοδο, το ζευγάρι δέχεται την επίθεση ενός κακοποιού, ο οποίος πυροβολεί και σκοτώνει το Σαμ προσπαθώντας να του πάρει το πορτοφόλι. Ο τελευταίος συνειδητοποιεί έντρομος ότι συνεχίζει να κινείται μέσα στον κόσμο σαν φάντασμα, ενώ δεν τον βλέπει κανείς. Προσπαθεί μάταια να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του, για να την ειδοποιήσει πως η δολοφονία του ήταν προμελετημένη από κάποιους και ότι κινδυνεύει και η ίδια. Τυχαία, θα συναντήσει τη μέντιουμ Όντα Μέυ Μπράουν που μπορεί να τον ακούει και θα ζητήσει τη βοήθειά της. 

Μια παραμυθένια όαση στην πορεία του καραβανιού των κινηματογραφόφιλων, σε μια φιλμική έρημο που καταδυναστεύεται από την ωμή βία

Ο Τζέρυ Ζούκερ επιχειρεί εδώ μια πρώτη σκηνοθετική δουλειά χωρίς τον αδερφό του Νταίηβιντ και το φίλο και συνεργάτη Τζιμ Άμπρααμς, με τους οποίους είχε δημιουργήσει τις θαυμάσιες ταινίες του «κακού γούστου»: Μια Απίθανη Πτήση, Άκρως  Τρελό και Απόρρητο και Τρελές Σφαίρες. Εδώ, το χιούμορ ξεφεύγει τελείως από την παρωδία, ισορροπεί πετυχημένα με το αίσθημα και το μελό, συσσωρεύεται σε έξυπνους διαλόγους και καταστάσεις και κορυφώνεται με την καταλυτική παρουσία της Γούπι Γκόλντμπεργκ στο ρόλο της μέντιουμ.  

Ο Πάτρικ Σουέηζ στο ρόλο του φαντάσματος αποδεικνύει για πρώτη φορά ίσως (μετά την ενδιαφέρουσα ερμηνεία του στην τηλεοπτική μίνι σειρά «Βόρειοι και Νότιοι») πως το πρόσωπό του καταφέρνει και προσαρμόζεται σ’ όλες τις ανθρώπινες (ή μη!) καταστάσεις. Αντίθετα, η χήρα Ντέμυ Μουρ περιορίζεται – εξίσου πετυχημένα, όμως- στο κλάμα και τη μελαγχολία σ’ όλη τη διάρκεια του έργου.  

Η ταινία είναι φαινομενικά ηθοπλαστική: Στο μεταθανάτιο κόσμο, οι καλοί συνεχίζουν να δρουν ανάμεσα στους ανθρώπους, μπορούν κάποτε να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους, να επεμβαίνουν σε διάφορες καταστάσεις κάνοντας καλές πράξεις και να παρασημοφορούνται έτσι από ένα διάχυτο φως. Οι κακοί, με το που αντιλαμβάνονται πως έχουν πεθάνει, δέχονται την εισβολή μικρών σκοτεινών πνευμάτων και αυτομάτως μεταφέρονται (προφανώς) στην κόλαση. Υπάρχει όμως και ένα μήνυμα πέρα απ’ αυτό. Ο φόβος του θανάτου οδηγεί την κάθε πράξη του ανθρώπου. Η περίπτωση του Σαμ Γουήτ είναι μια πιθανή εκδοχή της ανθρώπινης μοίρας, που ενδεχομένως θα περιορίσει το φόβο αυτό. Θα γκρεμίσει το φράγμα της άγνοιας μεταξύ της ζωής και του θανάτου, θα μεταδώσει κάποιον οπτιμισμό στα μάτια του κόσμου. Και όλα αυτά, με τη διαβεβαίωση ότι ο Σαμ Γουήτ δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, ο τέλειος θνητός.  

Στην ταινία υπάρχει εξήγηση για όλα, τίποτα δεν είναι τυχαίο στο πώς αντιμετωπίζεται ένα φάντασμα. Πατάει γερά στο πάτωμα, περπατάει, κάθεται αναπαυτικά σε καρέκλες, πράγματα που είναι δεδομένα από τη ζωή του. Ωστόσο, αδυνατεί να κάνει μία εσκεμμένη κίνηση να κουνήσει ένα αντικείμενο ή ν’ αγγίξει κάποιον, λόγου χάρη. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να είναι συγκεντρωμένος, να έχει πλήρη αυτοπεποίθηση. Κάτι που θα μάθει από ένα άλλο φάντασμα, που θα συναντήσει στην πορεία του στον υπόγειο σιδηρόδρομο (το οποίο ερμηνεύει εκπληκτικά ο αποκρουστικός Βίνσεντ Σκιαβέλι, γνωστός από τη Φωλιά του Κουκου). Το σενάριο υπογράφει ο Μπρους Τζόελ Ρούμπιν, που έχει γράψει και την επόμενη ταινία του Άντριαν Λην, Jacob’s Ladder, με τον Τιμ Ρόμπινς στο ρόλο ενός βετεράνου του Βιετνάμ που καταδιώκεται από παραισθήσεις του πολέμου. Η μουσική είναι του Μωρίς Ζαρ (με ενορχηστρώσεις του «Unchained Melody»), ενώ τα ειδικά εφφέ της Industrial Light & Magic είναι χάρμα οφθαλμών, χωρίς ωστόσο να ξεπερνούν σε καμιά περίπτωση την έξυπνη πλοκή απλώς, την ενθαρρύνουν αφηγηματικά.  

Στο σύνολό του, το «Ghost» (που κακώς μεταφράστηκε σαν Αόρατος Εραστής) είναι μια παραμυθένια όαση στην πορεία του καραβανιού των κινηματογραφόφιλων, σε μια φιλμική έρημο που καταδυναστεύεται από την ωμή βία και την παράλογη βαρβαρότητα.