Η Τελετή

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, στη βίλα των Λελιέβρ, η Σοφί (η υπηρέτρια) και η φίλη της Ζαν (η ταχυδρόμος του χωριού), ξεκληρίζουν τα τέσσερα μέλη της οικογένειας με ένα κυνηγετικό όπλο. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για σαδιστική αποκάλυψη του φινάλε, μιας και η ταινία δεν έχει σκοπό να φοβίσει στο τέλος. Το κάνει από την αρχή.

Από τον Γιώργο Τζιώτζιο
Η Τελετή

Από τη χρυσή γενιά της Nouvelle Vague, ο Κλοντ Σαμπρόλ διαθέτει την πιο παραγωγική (45 ταινίες!), την πιο ποικίλη, την πιο αντιφατική και την πιο αταξινόμητη καριέρα. Δεν κατασκεύασε το δικό του μικροσύστημα παραγωγής (όπως ο Τριφό ή ο Ρομέρ), δεν κυλίστηκε στη λάσπη της πολιτικής στράτευσης (σαν τον Γκοντάρ), δεν ανακατεύτηκε με τα πίτουρα της αισθητικής πρωτοπορίας (όπως ο Ριβέτ) και δεν έπαψε να εκπλήσσει κάθε φορά που όλοι τον θεωρούσαν «τελειωμένο».

Ανάμεσα σε κάθε ευχάριστο ξάφνιασμα, μεσολαβούσαν πάντα μερικές «παραπανίσιες» ταινίες, κι όταν κανείς δε ήλπιζε τίποτα, ο Σαμπρόλ δήλωνε «παρών» με μια σπουδαία ταινία. Συμπτωματικά (;) στο κέντρο κάθε επιτυχημένης ταινίας του υπάρχει πάντα ένα σπίτι (μεγάλο, κατά προτίμηση) και μερικές έμμονες ιδέες. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, για παράδειγμα (μόνο ο Ρενέ και ο Κιούμπρικ έφτασαν τόσο βαθιά), και πιο ειδικά, αυτός της αστικής τάξης, κάτι που τον προσεγγίζει σ' έναν άλλον «αναρχικό της αγοράς», τον Λουί Μπουνιουέλ.

Ο Σαμπρόλ (όπως κι ο Μπουνιουέλ) σκηνοθετεί με μια φαινομενική ουδετερότητα, που κρύβει όλη τη δύναμη του σινεμά του. Καθόλου επιδειξιομανής, είναι ένας auteur παλιού στιλ, απ' αυτούς, που ενσωματωμένοι στο «εμπόριο», κάνουν πάντα ό,τι καλύτερο μπορούν και η «Τελετή» είναι μια από τις καλύτερες στιγμές της 40χρονης καριέρας του.

Ο Σαμπρόλ κάνει τη σκηνοθεσία «θέμα» της ταινίας και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τόσο τεταμένη που το παραμικρό τσίμπημα μιας καρφίτσας αρκεί για να σε τινάξει από την πολυθρόνα σου

Είπαμε πως ο άνθρωπος μας χτυπάει εκεί που δεν τον περιμένεις και η πρώτη σκηνή της «Τελετής» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θα μπορούσε να είναι ραντεβού μ' έναν εκβιαστή ή μ' έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, δεν είναι όμως παρά...η πρόσληψη μιας υπηρέτριας. Ο Σαμπρόλ κινηματογραφεί τη σκηνή σαν να πρόκειται για την...πάλη των τάξεων: Η κ.Λελιέβρ έχει έρθει πρώτη, έχει διαλέξει τη θέση της και περιμένει την είσοδο της μέλλουσας υπηρέτριάς της. Όλα τα χαρτιά είναι με το μέρος της: το βλέμμα, ο χώρος, η εξουσία... Έτσι νομίζει τουλάχιστον, γιατί η Σοφί, η υπηρέτρια, είναι ήδη από ώρα κρυμμένη έξω από το καφέ και την παρατηρεί. Αλλά και στο διάλογο που ακολουθεί, η μία από τις δυο μοιάζει πιο ανήσυχη και δεν είναι αυτή που θα' πρεπε.

Ο Σαμπρόλ ακολουθεί την χιτσκοκική λογική των διαφορετικών ταχυτήτων, όπου άλλα λένε οι διάλογοι και άλλα υπαινίσσεται η σκηνοθεσία και την επεκτείνει ακόμη περισσότερο στη δεύτερη συνάντηση των δύο γυναικών. Η κ. Λελιέβρ καταφθάνει στο σταθμό για να παραλάβει τη Σοφί, μόνο που το τρένο έρχεται και ξαναφεύγει χωρίς ίχνος της τελευταίας. Όταν η σαστισμένη μαντάμ δεν ξέρει πια τι να υποθέσει, βλέπει τη Σοφί με τη βαλίτσα της σε μια άλλη αποβάθρα. Μα, τι γίνεται εδώ πέρα και ποιος επιτέλους κάνει κουμάντο;

Το πιο αξιοσημείωτο είναι πως ολόκληρη η οικογένεια Λελιέβρ είναι σχεδόν...αξιολάτρευτη. Το μόνο που μπορεί κανείς να της προσάψει είναι η οικονομική της ευμάρεια, όμως αυτό δεν είναι ο...μαρξισμός; Μ' αυτή την έννοια, η μπουρζουαζία είναι ένας εύκολος στόχος, μπορείς πάντα να εντοπίσεις τη θέση της. Η οικογένεια κάθεται στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού είτε η τηλεόραση είναι ανοιχτή είτε όχι (η τηλεόραση είναι πανταχού παρούσα, παίζοντας τον ρόλο της...λάμπας, δε χρησιμεύει όμως σαν μέσο πρόκλησης της βίας -δεν είναι μια ταινία του Όλιβερ Στόουν- αλλά, αντίθετα, σαν μέσο αποχαύνωσης. Η διαφορά; Η Αγία Οικογένεια βλέπει όπερα, ενώ η Σοφί κάνει ζάπινγκ).

Πέρα από την αφήγηση, πέρα από τους χαρακτήρες, πέρα ακόμα κι από το καλό και το κακό, ο Σαμπρόλ ενδιαφέρεται εδώ για την «καθαρότητα» της διαδικασίας που οδηγεί στο έγκλημα και το «μυστήριο» της απόλαυσης που προξενεί, κάνοντας τη σκηνοθεσία «θέμα» της ταινίας και δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τόσο τεταμένη που το παραμικρό τσίμπημα μιας καρφίτσας αρκεί για να σε τινάξει από την πολυθρόνα σου (απόδειξη πως δε χρειάζεται ν' ανοίγεις κεφάλια με...σφυροδρέπανα -δεν είναι άλλωστε μια ταινία του Όλιβερ Στόουν).

Σαν Μεγάλος Τελετάρχης, ο Σαμπρόλ δείχνει ολόκληρο το ντεκόρ του μόνο στη δραματική κορύφωση μιας σκηνή και, το κυριότερο, αρκείται στον ίλιγγο των συναισθημάτων, χωρίς να προσπαθεί να εξηγήσει το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αντίθετα με το «Δόλωμα» του Ταβερνιέ, που φοβόταν τόσο του ήρωές του ώστε να θέλει να τους καταστρέψει, ο Σαμπρόλ αποφεύγει κάθε ηθικολογία ή κοινωνιολογική ανάλυση. Όπως άλλωστε λέει ο ίδιος: «Αληθινό έγκλημα είναι το δεύτερο έγκλημα, το πρώτο είναι απλά η βαλβίδα που εκσφενδονίζεται». Γι' αυτό δεν ξέρουμε με σιγουριά αν οι δύο κοπέλες είναι αληθινοί δολοφόνοι. Δεν είναι βέβαιοι ότι προϋπήρξε ένα άλλο». Και, κυρίως, δεν είμαστε σε μια ταινία του Όλιβερ Στόουν.

Η κριτική της ταινίας είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 66 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Μάρτιο του 1996.