Βασίλισσα Μαργκό

Πώς μεταφέρει κανείς την Ιστορία στην μεγάλη οθόνη; Πώς δείχνει την ιστορία μιας καθολικής (της Βασίλισσας Μαργκό) που ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με έναν προτεστάντη (τον Ανρί Ντε Ναβάρ) για πολιτικούς καθαρά λόγους, σε μια Γαλλία που σπαραζόταν από τις θρησκευτικές διαμάχες;

Από τον Θάνο Φουργιώτη
Βασίλισσα Μαργκό

Ο (θεατρογενής) σκηνοθέτης Πατρίς Σερό δίνει τη δική του εκδοχή. Προσφέροντας στην Ιζαμπέλ Ατζανί ένα συγκλονιστικό ρόλο, αλλά όχι και μία συγκλονιστική ταινία. 

Η Ιστορία είναι άγριο πράγμα. Η κινηματογράφησή της επίσης. Κινδυνεύεις από τη μια στιγμή στην άλλη όχι να βρεθείς εκτός θέματος, αλλά να αγγίξεις όλα τα επιμέρους και να χάσεις την ουσία. Κινδυνεύεις να διηγηθείς την ιστορία της Ιστορίας χωρίς ψυχή, μένοντας ένα βήμα πριν από εκείνο το σημείο που θα επέτρεπε στην ταινία να είναι το αριστούργημα.

Ζητάω πολλά; Ίσως. Αλλά όταν έχεις να κάνεις με μια ταινία που προετοιμαζόταν έξι συναπτά έτη, με ένα προϋπολογισμό πάνω από 100 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα, με πρωταγωνιστές μερικά από τα πιο τρανταχτά ονόματα του γαλλικού σινεμά και με ένα σκηνοθέτη του βεληνεκούς του Πατρίς Σερό, σίγουρα περιμένεις πολύ περισσότερα από τα γενικώς αποδεκτά… και αναμενόμενα.

Έχω πέσει θύμα της «θεοποίησης» της συγκεκριμένης ταινίας πριν καλά καλά βγει στις αίθουσες; Ίσως. Όμως τόσο το μυθιστόρημα του Δουμά, όσο και η ταινία –σαν ιστορία- έχουν όλα τα προσόντα για να αρέσουν. Για φανταστείτε: η ιστορία μιας γυναίκας, της Μαργκερίτ Ντε Βαλουά, που είναι μόνη εναντίον όλων. Το πορτρέτο μιας γυναίκας που δε διστάζει να προχωρήσει πέρα από τα όρια: αυτά που καθορίζουν το Κράτος, ο θρησκευτικός φανατισμός, τα συμφέροντα. Και παράλληλα, η εικονογραφημένη ανατομία μιας εποχής που μας κληροδότησε την πλέον, ίσως, άγρια νύχτα της ιστορίας του κόσμου: τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.

Το πορτρέτο μιας γυναίκας που δε διστάζει να προχωρήσει πέρα από τα όρια

Εκείνη τη νύχτα, η Μαργκερίτ Ντε Βαλουά, η Βασίλισσα Μαργκό, που μια μέρα πριν παντρεύτηκε όχι από έρωτα, αλλά για να εξυπηρετηθούν οι ίντριγκες του παλατιού, τον προτεστάντη Ανρί Ντε Ναβάρ, προστατεύει τους κυνηγημένους προτεστάντες που η οικογένειά της έχει δώσει εντολή να εξαλειφθούν μέχρις ενός. Εκείνη τη νύχτα, η Βασίλισσα Μαργκό αντιστέκεται στο θάνατο, που ήταν, είναι και παραμένει ο κύριος πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας. Δε θα καταφέρει βεβαίως να αποτρέψει το θάνατο του εραστή της, του προτεστάντη Λα Μολ, που «ψώνισε» σ’ ένα σοκάκι την πρώτη νύχτα του γάμου της. Μ’ άλλα λόγια, η Μαργκό αντιστέκεται στο θάνατο, αλλά δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο πεπρωμένο της.

Αυτή την πορεία προς το πεπρωμένο, ο Σερό διάλεξε –και σωστά- να μας τη δείξει μέσα από τις διαδικασίες που τη γέννησαν. Ιστορική αναπαράσταση, λοιπόν, κοστούμια και κομπάρσοι, οι ανεξερεύνητες σκοτεινές γωνιές του παλατιού, συνωμοσίες και μισές αλήθειες, πολλά κεντρικά πρόσωπα, πολλά κοντινά πλάνα, η κάμερα να χαϊδεύει το πρόσωπο της Ατζανί και να καταγράφει όλες της τις εκφράσεις… αλλά, χωρίς να μπούμε στις αδυναμίες του σεναρίου, η αίσθηση παραμένει κοινή: όλα όσα βλέπουμε μοιάζουν πιο πολύ με κινηματογραφημένο θέατρο παρά με κινηματογράφο. Ο θεατής εκπλήσσεται από αυτά που βλέπει, αλλά δύσκολα συμμετέχει. 

Αν είχα δει τη «Βασίλισσα Μαργκό» στο θέατρο σίγουρα θα είχα γοητευθεί από την κίνηση, από το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, από τις εντάσεις που πολλαπλασιάζονται και δεν ξέρεις πού θα σε βγάλουν, από τις κάποιες καλές ερμηνείες, από την πλουσιοπάροχη παραγωγή, από τις «παγωμένες» εικόνες της νύχτας της σφαγής. Ανάμεσα όμως στο θεατή και τη θεατρική σκηνή θα είχε υπάρξει εκείνη η απαραίτητη απόσταση, που θα μου επέτρεπε να νιώσω και να γοητευθώ…

Τώρα, στην οθόνη του κινηματογράφου, που όλα τα επιμέρους ξεδιπλώνονται αδιάκοπα μπροστά στα μάτια μου, η απόσταση αυτή (πείτε την απόσταση ασφαλείας…) δεν υπάρχει. Οι απανωτές εντάσεις στην εξέλιξη της ιστορίας δε συνδυάζονται για να εξυπηρετήσουν την πλοκή, τα κοντινά πλάνα είναι πάρα πολλά για να πιστέψεις την αλήθεια τους και όλες οι εναλλαγές στις οποίες υποβάλλομαι είναι τόσο πολλές που δε δίνουν ένα ρυθμό στην ταινία, αλλά μια πολυρρυθμία που, σε τελευταία ανάλυση, δεν την εξυπηρετεί.

Κατά τα άλλα, η «Βασίλισσα Μαργκό», όπως κι αν την χαρακτηρίσει κανείς («ιστορικό θρίλερ»; «ιστορία μιας οικογενειακής μαφίας»; «ψυχολογικό δράμα») είναι μια σαφώς ενδιαφέρουσα ταινία, διδακτική και επιτυχώς σχεδιασμένη, που δικαιολογεί επαρκώς τις δυόμισι και βάλε ώρες που διαρκεί και που – το επαναλαμβάνω- θα αρέσει. Κι ας μην είναι το αριστούργημα που θα θέλαμε.

Η κριτική της ταινίας «Βασίλισσα Μαργκό» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 53 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Ιανουάριος 1995).