Καυτή Σάρκα

Κάτω από έναν απρόσκλητο χειμωνιάτικο ήλιιο, το νήμα που συνδέει τις ζωές πέντε ανθρώπων σπάει και η σάρκα, ζωντανή, συναντά την ψυχή που της ανήκει. Μάρτυρας ή φταίχτης, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, μπλέκει με την ανθρώπινη φύση του θανάτου, των συμπτώσεων, της μοίρας και της ενοχής και συνθέτει την πιο ώριμη ταινία του.

Από την Ιωάννα Παπαγεωργίου
Καυτή Σάρκα

Στους έρημους νυχτερινούς δρόμους της Μαδρίτης, στο άδειο λεωφορείο με τον βιαστικό οδηγό, ένα παιδί γεννιέται στον κόσμο, αγνοώντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας και τη δικτατορία του Φράνκο. Το όνομά του είναι Βίκτορ, η μητέρα του είναι πόρνη και η ανυπομονησία του να γεννηθεί, του εξασφαλίζει δωρεαν μετακίνηση με το λεωφορείο για όλη του τη ζωή!

Έχουν περάσει 10, ίσως 15 λεπτά, και το «μερακλίδικο» κινηματογραφικό σύμπαν του Πέδρο Αλμοδόβαρ έχει ήδη ξεδιπλωθεί, απλώνει την αγκαλιά του και σε περιβάλλει. Τα γέλια (της χαράς) και τα κλάματα (του πόνου) που συνοδεύουν την άφιξη ενός νεογέννητου, ο κωμικοτραγικός πανικός του απροετοίμαστου οδηγού και της κατ’ ανάγκην μαμής, η μελαγχολία και ο φόβος που αποπνέουν οι σιωπηλοί, άδειοι δρόμοι αναδεικνύονται σε ένα συμπαγές σύνολο από την κάμερα που παρακολουθεί, άλλοτε διακριτικά (έξω από το λεωφορείο), άλλοτε αδιάκριτα (μέσα στο λεωφορείο), αλλά πάντα με καλοπροαίρετη περιέργεια. Ο Πέδρο συνοψίζει τη σκηνοθετική του ιδιοσυγκρασία σε μια αξέχαστη εναρκτήρια σκηνή ανθολογίας, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί από μόνη της μια ταινία. Είναι, όμως, μόνο η αρχή και το γκάζι είναι πατημένο…

20 χρόνια αργότερα, ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα, στην είσοδο ενός σπιτιού, τρία όπλα και τρείς άντρες συναντιούνται. Ο νεαρός φιλόδοξος Ντέιβιντ και ο κουρασμένος, πεσιμιστής Σάντσο είναι αστυνομικοί. Βρέθηκαν εδώ συμπτωματικά και προσπαθούν να καθησυχάσουν τον 20χρονο πλέον, ανώριμο και παρορμητικό Βίκτορ, που διεκδικεί τη γυναίκα των ονείρων του. Η τελευταία, η Έλενα, ναρκομανής και κακομαθημένη, αντιδρά και η κατάσταση περιπλέκεται επικίνδυνα. Ένας κατά λάθος πυροβολισμός στέλνει τον Βίκτορ στη φυλακή και τον Ντέιβιντ στην αναπηρική καρέκλα. Παρεμπιπτόντως, στην τηλεόραση (που συνοδεύει συνεχώς τα δρώμενα στη συγκεκριμένη σκηνή) παίζει μια ταινία του Μπουνιουέλ: ένας άντρας σέρνει μια κούκλα βιτρίνας στο πάτωμα κι ένα από τα πόδια της ξεκολλάει και πέφτει. Ένας πυροβολισμός κάνει την εικόνα ακόμα πιο σουρεαλιστική κι ενοχλητική. Από’ δω και πέρα τίποτα δεν είναι τυχαίο, ακόμα κι αν είναι συμπτωματικό.

Επιδεικνύοντας εξαιρετική σκηνοθετική ωριμότητα, ο Αλμοδόβαρ αποκρυπτογραφεί τους κώδικές της ψυχής των ηρώων του

Ο Αλμοδόβαρ, χωρίς να χάσει το χιούμορ του, φρενάρει την κωμική του τάση και παρακολουθεί τους ήρωες του ανήσυχος και με μια ανεπαίσθητη πικρία. Δεν είναι τυχαίο οτι η ταινία του είναι ακόμα νυχτερινή: το σκοτάδι μπορεί να κρύβει πολλά μυστικά και παγίδες. Παγίδες όπως τις συμπτώσεις που έρχονται απροειδοποίητα και, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες μας, αλλάζουν το χάρτη της ζωής μας, διαμορφώνουν τις σχέσεις μας και μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη μοίρα μας. Η κάμερα συμπάσχει με τους ήρωες, επιτρέποντας τους φευγαλέα υποκειμενικά πλάνα, σε κάποια από τα οποία αργότερα επιστρέφει για να συνειδητοποιήσει την αλήθεια και τα συναισθήματα πίσω από τα γεγονότα.

Ο Βίκτορ θα παραμείνει στη φυλακή έξι χρόνια. Διάστημα μέσα στο οποίο η Έλενα αποτοξινώνεται (αλλά εθίζεται στις φιλανθρωπίες!) και παντρεύεται τον παραπληγικό Ντέιβιντ, που είναι πλέον…πρωταθλητής στο μπάσκετ για άτομα με ειδικές ανάγκες. Όταν ο νεαρός παλιός τους γνώριμος αποφυλακιστεί, η ζωή τους θα αλλάξει και πάλι για πάντα. Ένα άπλετο, εκτυφλωτικό φως λούζει τώρα τη χειμωνιάτικη Μαδρίτη και απαιτεί τη λύτρωση. Σκιά δεν υπάρχει και κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι ενοχές, οι τύχεις και ο πόνος που κρατούν γερά δεμένους τον Βίκτορ, την Έλενα και τον Ντέιβιντ, είναι γαντζωμένα στα πρόσωπά τους και «υπονομεύουν» τη συμπεριφορά τους. Και οι τρείς αναζητούν τη συγχώρεση. Τα λόγια τους γίνονται επώδυνα ειλικρινά («Θα συνεχίσω να εκμεταλλεύομαι την ενοχή του», λέει ο Ντέιβιντ στη γυναίκα του), ελαφρώνοντας ελάχιστα το βαρύ ψυχικό τους φορτίο μέχρι να βρουν το κουράγιο να στηρίξουν τις σχέσεις τους όχι στο «πρέπει» αλλά στο «θέλω». Η σκηνοθεσία τώρα δεν τους χαρίζει παρά ελάχιστα λεπτά νυχτερινής ανακούφισης. Ίσα-ίσα για να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, ώστε να αντέξουν το ζεστό, διεισδυτικό και ανυπόνομο φως της ημέρας. Ακόμα και οι ερωτικές τους στιγμές δεν δικαιούνται το σκοτάδι, αφήνοντας τους ευάλωτους στα ένστικτα και τις παρορμήσεις τους. Όταν η Έλενα και ο Βίκτορ κάνουν έρωτα, εκείνη κρατά σφικτά στην αγκαλιά της τα πόδια του και τα φιλάει τρυφερά. Ίσως γιατί, στην ερωτική ζωή με τον σύζυγό της, έχει στερηθεί τα πόδια…

Επιδεικνύοντας εξαιρετική σκηνοθετική ωριμότητα, ο Αλμοδόβαρ αποκρυπτογραφεί τους κώδικές της ψυχής των ηρώων του, καλύπτοντας τις αποστάσεις από το παρελθόν στο παρόν χωρίς να αφήσει κενά. Η κάμερά του μετρημένη, αλλά και με ιδιοφυή ξεσπάσματα, κατευθύνει το βλέμμα στο μεδούλι των ανθρώπων που ακολουθεί. Ανθρώπους οικείους και γήινους, σύνθετους και όχι μονοδιάστατους, τους οποίους ο Πέδρο αγαπά με όλα τους τα ελαττώματα. Γι’ αυτό και (χωρίς ποτέ να χάνει την ευαισθησία του) δεν φοβάται να γίνει αυστηρός μαζί τους και, όταν πρέπει, να τους επικρίνει με καλοζυγισμένες δόσεις σαρκασμού και καθόλου αθώου χιούμορ. Συνθέτει έτσι ένα στέρεο, ζωντανό κράμα δράματος και κωμωδίας, που δανείζεται στοιχεία από το αστυνομικό θρίλερ, τη ρομαντική κομεντί, το γουέστερν (ο Βίκτορ επιστρέφει σαν καουμπόι για να υπερασπίσει τη χαμένη του τιμή), τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες και τα road-movies, για να αφηγηθεί με πληρότητα και πολλές εκπλήξεις την πορεία πέντε ανθρώπων, αλλά και (μέσα από αυτούς) μιας ολόκληρης χώρας, από το σκοτάδι στο φως.

Στους νυχτερινούς δρόμους της Μαδρίτης, στο ταξί που έχει κολλήσει στην κίνηση, ένα παιδί βιάζεται να γεννηθεί στον κόσμο. Οι γονείς του είναι ήρεμοι, γελαστοί κι αγκαλιασμένοι. Ο ταξιτζής, επίσης, δεν μοιάζει να ανησυχεί ιδιαίτερα. Συμβαίνουν αυτά, μοιάζει να σκέφτεται. Μια καινούργια πορεία αρχίζει. Η κάμερα κοντοστέκεται για λίγο κι ύστερα απομακρύνεται μέσα στο πλήθος…

Η κριτική της ταινίας «Καυτή Σάρκα» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 88 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Μάρτιος 1998).