Μανόλια

Τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Όλτμαν ξεγυμνωμένα στα εξ ων συνετέθησαν και ανασυγκροτημένα σε μία ταινία που έχει την προκλητική, ειρωνική, αλλά και πάντα τρυφερή σφραγίδα του Πολ Τόμας Άντερσον.

Από την Λήδα Γαλανού
Μανόλια

Εννέα άνθρωποι, η κοιλάδα του Σαν Φερνάντο, ένα εικοσιτετράωρο στη ζωή της θλίψης, του ανεκπλήρωτου, του αγώνα για συγχώρεση. Η μανόλια είναι ένα λουλούδι με πέταλα σκληρά σαν κέρινα αλλά φύση ευάλωτη: ζει μονάχα για μία μέρα. Οι ήρωες της ταινίας ζουν λίγο περισσότερο, αλλά ο χρόνος και πάλι δεν είναι αρκετός για να υπάρξουν ως κάτι αληθινά ουσιαστικό, κάτι παραπάνω από το πρόσκαιρο.

Ψηφιδωτό, σπονδυλωτή, επεισόδια, κυκλική πορεία, κομματιαστή, διασπαρμένη, λέξεις που έρχονται στο μυαλό όταν διαβάζει κανείς την περίληψη της ταινίας και που αποδεικνύονται, όλες, άστοχες με τη θέασή της. Μικρές ιστορίες μικρών ανθρώπων σε μία μεγάλη πόλη και με αναγωγή σε σκέψεις κια προβληματισμούς συλλογικούς. Αυτό μοιάζει λίγο περισσότερο με την αλήθεια. Ο Πολ Τόμας Άντερσον, τέσσερα χρόνια μετά την καταχρηστική οικογένεια του «Hard Eight» και δυο μετά την πορνογραφική οικογένεια του «Ξέφρενες Νύχτες», καταπιάνεται ξανά με μια οικογένεια εν τη γενέσει - για την ακρίβεια, εν τη διασπάσει - ανθρώπους που συνδέονται μεταξύ τους, όχι τόσο με τους δεσμούς αίματος, όσο με τις κοινές ανάγκες, την απελπισμένη επιθυμία να βρουν κάθαρση και να ανατρέψουν τη λανθασμένη πορεία που έχει τραβήξει η ζωή τους.

O Άντερσον αντιπροτείνει το παιχνίδι του κινηματογράφου, την απόλαυση του μοντάζ, τη νεανική, αλαζονική αλλά και θαυμαστή επίδειξη του πόσο ικανός σκηνοθέτης είναi

Ο Άντερσον χρησιμοποιεί ένα πολύ απλό τέχνασμα στην ταινία του (αν και στο απλό βρίσκεται συνήθως η μεγαλύτερη σοφία). Δύο ανεξάρτητες ομάδες ανθρώπων βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις ή, εν πάση περιπτώσει, αντιμετωπίζουν με τον ίδιο περίπου τρόπο ανάλογες ανασφάλειες και αποτυχίες, σα να κινούνται σε παράλληλα σύμπαντα, σαν η δυστυχία ή η ανικανότητα του ενός να αντανακλάται στον άλλο. Ό,τι συμβαίνει σ’ εμένα συμβαίνει και στον άλλον αντικριστά, η πορεία μας διατρέχει τους κύκλους του μοιραίου, όσο εγώ δεν μπορώ να προβλέψω τη σύμπτωση που καθορίζει τη ζωή μου, άλλο τόσο δεν μπορεί και ο διπλανός μου.

Φυσικά, την ίδια ιδέα είχε εκθέσει πριν εφτά χρόνια ο Ρόμπερτ Όλτμαν στα «Στιγμιότυπα», ταινία που μπορεί να υπερκαλύπτει πολλούς ως κυνικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη φύση και τη μοίρα. Οι δύο ταινίες, όμως, δεν παύουν να έχουν κάποιες ειδοποούς διαφορές. Αφενός, στη συγκρατημένη, αφαιρετική, υπόγεια γλώσσα του Όλτμαν, ο Άντερσον αντιπροτείνει το παιχνίδι του κινηματογράφου, την απόλαυση του μοντάζ, τη νεανική, αλαζονική αλλά και θαυμαστή επίδειξη του πόσο ικανός σκηνοθέτης είναι. Αφετέρου, εκεί όπου ο Όλτμαν μειδιά με το μισανθρωπισμό του και καταχερίζει συμφορές σε όλους σχεδόν τους ήρωές του, ο Άντερσον κοιτάζει τους δικούς του με κατανόηση και στοργή, δέχεται το τρωτό της φύσης τους, τα λάθη τους, και τους καθαίρει παρ’ όλα αυτά, έστω και επίπονα σε ορισμένες περιπτώσεις.

Oι ερμηνευτές του «Μανόλια» ξεπερνούν ο ένας τον άλλον

Επιπλέον, το «Μανόλια» εκτείνεται μεν σε μεγάλη χρονική διάρκεια (τρεις γεμάτες ώρες), μ’ έναν ειρμό και μία συγκρότηση όμως που σου δίνει την εντύπωση ότι ούτε ένα λεπτό δεν περιττεύει. Αριστοτεχνικές πινελιές, η ειρωνεία της μεταλλαγμένης σεκάνς μιούζικαλ όταν όλοι οι αποσυντιθέμενοι ήρωες τραγουδούν το «Save Me», η εκρηκτική, σουρεαλιστική σκηνή της παρέμβασης της Φύσης, ή του Θεού, ο υπερβατικός έλεγχος εκ των ουρανών στις αμαρτίες των ανθρώπων, δίνουν ανάσες μοναδικότητας σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί φλύαρο.

Αναπόσπαστο στοιχείο της επιτυχίας της ταινίας η διανομή των ρόλων, με ηθοποιούς που λειτουργούν πια ως σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, σαν τον Τζον Σ. Ράιλι και τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, να συνδυάζονται με μεγαθήρια από τον Τζέισον Ρόμπαρτς ως τον πραγματικά μαγνητικό Τομ Κρουζ. Άλλωστε μια ταινία που παρακολουθεί κάδρα εν εξελίξει ανθρώπων που παραπαίουν στο ρεύμα των γεγονότων και των συναισθημάτων τους, θα έπρεπε να στηρίζεται σε ερμηνείες απολύτως ειλικρινείς και συγκροτημένες για να ελκύσει το κοινό και οι ερμηνευτές του «Μανόλια» ξεπερνούν ο ένας τον άλλον.

Μια ταινία με ουσία και ομορφιά λοιπόν το «Μανόλια», ένα φιλμ που ευτυχώς, δεν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, όταν μιλά για τα σοβαρότερα θέματα, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, μετά από μια διατριβή στον Σκορσέζε και μια διατριβή στον Όλτμαν, περιμένουμε να δούμε από τον Πολ Τόμας Άντερσον και μια ταινία από την ψυχή του.

Η κριτική της ταινίας «Μανόλια» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 110 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Μάρτιος 2000).