Γεννημένοι Δολοφόνοι

Ένα ζευγάρι μανιακών δολοφόνων θερίζει τους δρόμους της Αμερικής και αφήνει πίσω του καμιά 60αριά πτώματα σε διάφορες στάσεις. Όχι, δεν πρόκειται για μια τριπαρισμένη βερσιόν του «Μπόνι και Κλάιντ». Πρόκειτα για το πιο χυδαίο και πιο αποκρουστικό έγκλημα που έχει διαπράξει μέχρι σήμερα ο Όλιβερ Στόουν πίσω από την κάμερα. Μια ακραία ταινία που δημιουργεί ακραία συναισθήματα. Αγάπη ή μίσος. Όχι και τα δυο.

Από την Αθηνά Σωτηροπούλου
Γεννημένοι Δολοφόνοι

Ο Μίκι και η Μάλορι Νοξ. Τρελαμένο ζευγάρι από τα βάθη του αμερικανικού Νότου (γνωστό το στόρι). Απόβλητες ψυχές που χρίζονται δολοφόνοι ipso facto, δεν έχουν ενοχές και τα μακελειά τους είναι νιχιλιστικά. Σαν το λεξιλόγιό τους (ποιο λεξιλόγιο; ), τα ρούχα τους, ακόμα και τα πηδήματά τους σε λιγδιασμένα μοτέλ. (Ποια πηδήματα; )

Οι νεολαίοι στα καθημερινά τους όνειρα μαζί με τον Κερτ Κομπέιν, τη Σάρον Στόουν, και τον Μπίβις εντ Μπάντχεντ, βλέπουν τους φόνους του ζεύγους σε stop-motion, ενώ οι ίδιοι οι ερωτευμένοι φονιάδες μετατρέπονται σε pop-ήρωες μέσα από ένα reality show-καθρέφτη των 90’s, με έναν τηλεπαρουσιαστή καθίκι. Σαν καρικατούρα. Τινάζουν διάφορα μυαλά στον αέρα, γιατί δήθεν έχουν δαίμονες. Εδώ γελάμε. Οι δαίμονες υπάρχουν στις ψυχές, άντε και στα καρτούν. Δεν μπορεί κανείς να τους εντοπίσει ούτε καν σαν μικροβιολογικό δείγμα μέσα στα ξερατά του Στόουν. Και όσο ο ίδιος ο Στόουν προσπαθεί να πείσει -μέσα από δεκάδες μπροσούρες και δηλώσεις του- κριτικούς και κοινό πως έκανε μια ταινία-αντανάκλαση της σούπερ βίας στην Αμερική, τόσο πιο πολύ αποδεικνύει ότι είναι γεννημένος ηδονοβλεψίας και μάλιστα επικίνδυνος.

Χρησιμοποιώντας την άσκοπη βία και την αυτοκρατορία της μέσα από τα media, σαν όχημα για την δική του δημαγωγική δράση, σκηνοθέτησε, μαγείρεψε έναν ξινισμένο πουρέ

Ναι, εξωραΐζει τη βία και ναι, το ζεύγος της ταινίας του είναι ακόμα πιο φρικιαστικό και από τα ξεκοιλιάσματα της ομάδας Μάνσον -πίσω στα 60’s- διότι εδώ πρόκειται για μια ταινία και όχι για ντοκιμαντέρ γυρισμένο στο κελί του Σατανά Τσαρλς. Σε σκοτεινούς καιρούς σαν κι αυτούς, το μάτι αρχίζει να βλέπει, και αυτό που βλέπει μέσα στους «Γεννημένους Δολοφόνους» είναι μόνο κακό: Η αποθέωση του εγκλήματος μέσα από ένα bad trip: Ένα bad trip γυρισμένο στον υπόνομο του Όλιβερ, που ξεκίνησε από μια ιστορία του Κουέντιν Ταραντίνο -άλλος άρρωστος- και έφτασε στην οθόνη μέσα από τις ψυχώσεις του Στόουν, που ξεπερνούν ακόμα και τις πιο ακραίες κλινικές περιπτώσεις. Τα παραλέμε; Όχι, ο ίδιος ο Στόουν το παράκανε αυτή τη φορά.

Χρησιμοποιώντας την άσκοπη βία και την αυτοκρατορία της μέσα από τα media, σαν όχημα για την δική του δημαγωγική δράση, σκηνοθέτησε, μαγείρεψε έναν ξινισμένο πουρέ. Ένα πιάτο νιανιά (που λέγαμε μικρά) γεμάτο από κακή-κάκιστη sitcom, ψυχεδέλεια του κώλου και τσιτάτα του Καστανέντα για αρχάριους διαβασμένα ανάποδα - αν ο Κάρλος Καστανέντα ονειρευτεί την ταινία είναι ικανός να πετάξει τον Στόουν στην κόλαση του Γκραν Κάνιον -και τι έκανε; Μας τον πέταξε στη μούρη -τον πουρέ- αφού μας τύφλωσε την ίδια στιγμή με ένα δίωρο παραλήρημα τεχνικής επιδειξιομανίας. Ασπρόμαυρο γύρισμα με βιντεοκάμερα σε ντοκιμαντερίστικο στιλ, καρτουνίστικες σεκάνς σούπερ-βίας με ούλτρα-ήρωες δολοφόνους, ασπρόμαυρο footage από αρχεία, ευρυγώνιοι φακοί, πράσινα και κίτρινα φίλτρα, κάμερα στο χέρι, κάμερα στο πάτωμα, blue-screen τεχνικές και οτιδήποτε άλλο έχει εφευρεθεί μέχρι σήμερα στην ιστορία της κινούμενης εικόνας. Και όλα αυτά γιατί; Για ένα ζευγάρι που υπάρχει μόνο μέσα από τυφλούς φόνους. Επειδή ο μπαμπάς της Μάλορι πού και πού την πήδαγε στα σκοτεινά ή μήπως επειδή η βία είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην αμερικανική παράδοση και ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Αμερικής ως έθνος; Αυτές είναι οι μπούρδες που φτύνει ο ίδιος ο Στόουν στις συνεντεύξεις του -μαζί με τη δήλωση «είμαι βουδιστής» -και κανείς δεν τον πιστεύει.

Ο Οκτάβιο Παζ έγραψε -και πολλοί συμφώνησαν- πως ο πολιτισμός του θεάματος είναι βίαιος και οι θεατές δεν έχουν μνήμη. Ο Στόουν παπαγαλίζοντας -γιατί αυτή την διαδικασία μάθησης χρησιμοποιεί ανέκαθεν - τους διάφορους αναλυτές της βίας, μετατράπηκε ο ίδιος σε θέαμα και δη, σε serial killer. Σκότωσε ανελέητα τη μνήμη του θεατή και την τάση της ψυχής -της οποιασδήποτε ψυχής, ακόμα και αυτής του κινηματογραφικού ήρωα- για ανύψωση. Τι κρίμα που δε ζει πια ο Βίνσεντ Πράις. Μόνο αυτός θα μπορούσε να χαρίσει στον Στόουν έναν λίαν μαρτυρικό θάνατο, όπως του αξίζει.

Η κριτική της ταινίας «Γεννημένοι Δολοφόνοι» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 51 του Περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ (Νοέμβριος 1994).