Star Wars, Επεισόδιο 1: Η Αόρατη Απειλή

Είκοσι δύο χρόνια αφότου άφησε τη σφραγίδα του σε δύο ολόκληρες γενιές θεατών, ο Τζορτζ Λούκας επιστρέφει για να επαναλάβει το ίδιο. Αυτή τη φορά, όμως, η Δύναμη δεν είναι μαζί του.

Από τον Λουκά Κατσίκα
Star Wars, Επεισόδιο 1: Η Αόρατη Απειλή

Το 1977 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για τους θεατές που ήθελαν να μη μεγαλώσουν ποτέ. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ πραγματοποιούσε το ύστατο ταξίδι στ΄ αστέρια, παρέα με τους μικροσκοπικούς εξωγήινους του «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου». Την ίδια στιγμή, ο Τζορτζ Λούκας περίμενε να δικαιωθεί ένα μακροχρόνιο και μοναχικό του όραμα. Ο «Πόλεμος των Άστρων» ξεκινούσε ως ένα εκ πρώτης όψεως παιδιάστικο b movie φαντασίας με κακούς αυτοκράτορες, κυνηγημένες πριγκίπισσες, αξιαγάπητα ρομπότ και θαρραλέους ήρωες, όλοι τοποθετημένοι «σ' ένα γαλαξία πολύ, πολύ μακριά».

Μετά από την προβολή του ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν το σινεμά ως θέαμα και συλλογική εμπειρία άλλαξε για πάντα. Κανείς από αυτούς που έτυχε να παρακολουθήσουν εκείνη τη χρονιά το φιλμ σε μεγάλη οθόνη δεν θα ξεχάσει ποτέ το θέαμα που αντίκρισε όταν τα φώτα της αίθουσας έσβησαν. Αυτό, όμως, συνέβη μια φορά κι έναν καιρό.

Το «Επεισόδιο 1» μοιάζει με μια φανταχτερή και φροντισμένη στην εντέλεια σινεμασκόπ εποποιία, αποστειρωμένη από συναισθήματα και συγκινήσεις

Είκοσι δύο χρόνια μετά τι μας συνδέει με εκείνες τις μέρες, εκτός ίσως από την αφορμή μιας νέας τριλογίας στην κλασική πια κινηματογραφική σειρά; Ελάχιστα πράγματα, για να είμαστε ειλικρινείς. Οι καιροί είναι ξεκάθαρα κυνικοί, δεν ευνοούν μικρούς ονειροπόλους, αλλά ενήλικες καιροσκόπους. Η τεχνολογία των εφέ και του θεάματος έχει προχωρήσει έτη φωτός μπροστά. Ο Σπίλμπεργκ διάλεξε, μερικά χρόνια πριν, να στείλει σε προσωρινή νάρκη τον παραμυθά μέσα του και να σοβαρέψει. Κι ο Λούκας; Αυτός, από την αρχή της περασμένης δεκαετίας κιόλας, ανακάλυψε πόσο κερδοφόρα είναι η επιχείρηση με σουβενίρ από τις ταινίες του, παράτησε τη σκηνοθεσία και ασχολήθηκε με τη...βιομηχανία.

Στην καινούργια ταινία μένουν μονάχα τα παλιά ονόματα και οι ιστορίες τους για να μας θυμίζουν πώς κάποτε ήμασταν κι εμείς συμπαραστάτες μιας μυθολογίας, την οποία ελάχιστα αναγνωρίζουμε πια. Παρακολουθώντας κάποιος το φιλμ εύχεται η αλματώδης πρόοδος των εφέ να είχε κατασκευάσει μια χρονομηχανή ικανή να μας ταξιδέψει στο παρελθόν, όχι της τριλογίας, αλλά το δικό μας. Πίσω στο 1977 και σ' εκείνη τη μαγική στιγμή που τα φώτα χαμήλωσαν κι εμείς ξάφνου βρεθήκαμε χαμένοι στο αχανές διάστημα.

Η μαγεία όμως δεν κατοικεί πια εδώ. Το «Επεισόδιο 1» μοιάζει με μια φανταχτερή και φροντισμένη στην εντέλεια σινεμασκόπ εποποιία, αποστειρωμένη από συναισθήματα και συγκινήσεις. Ο δημιουργός του κατάφερε να φτιάξει ένα φιλμ με τη λογική ενός μνημείου αφιερωμένου στο πόσο μπροστά έχει φτάσει η τεχνολογία της κινηματογραφικής ψευδαίσθησης στο τέλος του αιώνα. Το μόνο που μπορεί, εντούτοις, να κάνει κανείς με ένα μνημείο είναι να σταθεί, να το περιεργαστεί και μετά να προσπεράσει.

Ο Λούκας δυσκολεύεται πια να θυμηθεί τον καιρό που εντρυφούσε στην αθώα ψυχή των παραμυθιών μετρώντας τα αστέρια με εικόνες και όχι με ψυχρούς υπολογισμούς. Και τώρα, μας παίρνει από τα χέρια εκείνο το συγκινητικό παιδικό βλέμμα που είχαμε ως τώρα καταφέρει να κρατήσουμε δικό μας, αφήνοντας να το επεξεργαστεί κι αυτό η ακούραστη μηχανή δολαρίων του. Αυτή που μετατρέπει το εφηβικό δέος σε κουκλάκια και σουβενίρ. Είθε η Δύναμη να τον λυπηθεί...

Η κριτική δημοσιεύτηκε στο τεύχος 106 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Νοέμβριο του 1999.