Μία Καρδιά το Χειμώνα

Δύο άντρες κατασκευαστές – επιδιορθωτές βιολιών έλκονται από την ίδια γυναίκα στο σύγχρονο Παρίσι ή μάλλον ο άντρας γοητεύει την αγαπημένη του φίλου του ή, ακόμα καλύτερα, εδώ ο Κλοντ Σοτέ αφουγκράζεται ξανά τα «πράγματα της ζωής». Μέσα από τις σιωπές και τις σονάτες του Ραβέλ, ο Γάλλος σκηνοθέτης καταθέτει μια ταινία γοητευτική, κυριευμένη από εσωτερικές εντάσεις και χαμένες ψευδαισθήσεις.

Από την Αθηνά Σωτηροπούλου
Μία Καρδιά το Χειμώνα

«Κατά βάθος νομίζω ότι έκανα αυτή την ταινία για να ζητήσω συγγνώμη από ανθρώπους που δεν αγάπησα», δήλωσε στα 69 χρόνια του ο Κλοντ Σοτέ, μιλώντας για το «Μία Καρδιά το Χειμώνα» και διαλύοντας για άλλη μία φορά τις φήμες που κυκλοφορούν: Ο κινηματογράφος δεν είναι εύκολη υπόθεση, θέλει πείσμα και προσήλωση στις εσωτερικές φωνούλες, απαιτεί χάρη και αρμονία. Ο Σοτέ κάνει ταινίες γύρω στα τριάντα χρόνια και πάντα κοιτάει τους ήρωές του κατευθείαν στα μάτια. Το σινεμά του είναι ζεστό, γεμάτο πειστικούς χαρακτήρες, τους οποίους ο Σοτέ αγαπάει βαθύτατα και είναι βέβαια συνένοχός τους. Πάντα.

Οι άνθρωποι του Σοτέ αντιμετωπίζουν ισχυρά συναισθηματικά προβλήματα, μπλέκοντας στις παγίδες της ψυχής τους και της κοινωνικής τους τάξης και δεν μπορούν να το σκάσουν εύκολα: Ένας άντρας ανάμεσα σε δύο γυναίκες στα «Πράγματα της Ζωής», μία παντρεμένη γυναίκα που έρχεται αντιμέτωπη με τον πρώην εραστή της στο «Σεζάρ και Ροζαλί», δύο άντρες που αγαπούν –ή δεν αγαπούν- την ίδια γυναίκα στο «Μία Καρδιά το Χειμώνα». Ταινίες – παραλλαγές στο ίδιο θέμα, που ασχολούνται με τα ανθρώπινα πάθη. Το «Μία Καρδιά το Χειμώνα» φαντάζει παλιομοδίτικο, έχοντας σαν – μακρινή έστω- επιρροή την «Πριγκίπισσα Μαίρη», το βιβλίο του Λερμόντοφ, που ασχολείται με μια ερωτική ιστορία στον Καύκασο του 1820.

«Κατά βάθος νομίζω ότι έκανα αυτή την ταινία για να ζητήσω συγγνώμη από ανθρώπους που δεν αγάπησα». Κλοντ Σοτέ

Ο Σοτέ επανατοποθέτησε τα πράγματα στο Παρίσι του 1992, λίγα τετράγωνα πιο πέρα από το Hi tech κέντρο Μπομπούρ, ίσως στην παλιά γειτονιά του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, ποιος ξέρει. Ο Μαξίμ (Αντρέ Ντισολιέ) και ο Στεφάν (Ντανιέλ Οτέιγ) είναι «τεχνίτες με αυτί». Κατασκευάζουν και επιδιορθώνουν βιολιά σε ένα εργαστήρι πλημμυρισμένο από χορδές, δοξάρια, ευγενικούς ήχους και μυρωδιά βερνικιού. Είναι πάνω από 20 χρόνια συνέταιροι, αλλά δεν είναι φίλοι. Ο Μαξίμ κάνει δημόσιες σχέσεις για το μαγαζί –φέρνει τα «άρρωστα» βιολιά- και ο Στεφάν είναι ο «χειρουργός». Αυτός που ξέρει τα πάντα για τα βιολιά και τις μικρές «κραυγές» τους.

Η γυναίκα είναι η Καμίλ (Εμμανουέλ Μπεάρ). Πανέμορφη, παίζει εξαίσιο βιολί και κάποια στιγμή μένει μαζί με τον Μαξίμ. Ο Στεφάν αναστατώνεται με την «εισβολή» της ζωής στον αποστειρωμένο και αρμονικό του κόσμο και αρχίζει το παιχνίδι: Πιστεύοντας ότι οι ανθρώπινες σχέσεις οφείλονται στην τύχη και όχι στον έρωτα, παγιδεύει την Καμίλ σε ένα πάθος γι’ αυτόν που την κυνηγάει ακόμα και στο στούντιο ηχογράφησης, ακόμα και στις μουσικές της πρόβες. «Τα έκανα θάλασσα στις σονάτες του Ραβέλ», λέει η Καμίλ προσηλωμένη στον Στεφάν που παρακολουθεί τις πρόβες.

Η Καμίλ πέφτει θύμα της κυνικής γοητείας, μόνο που αυτός δεν πιστεύει στα πάθη. «Δε σας αγαπώ», της λέει τη στιγμή που εκείνη βρίσκεται μπροστά του, «ήθελα απλώς να δω κατά πόσο μπορώ να ανατρέψω τα πράγματα». Και ως είθισται στις μικρές καθημερινές τραγωδίες, ο έρωτας έρχεται για τον Στεφάν μετά από εκείνα τα power games της ανδρικής ψυχής. Αλλά είναι αργά. Μένει οδυνηρά μόνος του, μαζί με τις πικρές του άμυνες. Τυπικός εύθραυστος μπουρζουάς, κρυμμένος στο μικρόκοσμο των βιολιών του και στις φούγκες, πιστός ήρωας του Κλοντ Σοτέ, ο οποίος καταγράφει τα πάντα.

Ξεσκεπάζοντας σιγά σιγά τις μάσκες όλων των αντρών που πέρασαν από τις ταινίες του, έτσι και εδώ κινηματογραφεί μια ιστορία με τον πλέον απλό τρόπο, αποφεύγοντας κάθε είδος «εφέ», όπως γκρο πλάνα, βασισμένος σε ένα σενάριο πυκνό και καθαρό και σε ερμηνείες τόσο μοναδικές, που συγκινούν απόλυτα μέσα στη γύμνια τους. Η «κατασκευή» της ταινίας θυμίζει τη δομή μιας σονάτας του Λιστ, ας πούμε, που σε παραλύει από το πρώτο λεπτό που θα την ακούσεις και μετά μένεις μόνος σου, ψάχνοντας τις μέρες που έχασες.

Το «Μία Καρδιά το Χειμώνα» δεν εμπνέεται από την επικαιρότητα – είναι ξεπερασμένη θα μπορούσαν να πουν κάποιοι wild ones, εμπνέεται από την «τονικότητα» της καρδιάς. Από την απουσία της ομορφιάς και την οδυνηρή της επανεμφάνιση, γι’ αυτό έχει και το προνόμιο να σε «καίει» όταν τη βλέπεις, αναμένοντας την άνοιξη.

Η κριτική της ταινίας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 44 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, το Μάρτιο του 1993