«Andy Warhol’s Flesh for Frankenstein»: Μια από τις πιο εξωφρενικές ταινίες των 70s σε επετειακή 3D προβολή από το Midnight Express

Όχι απλά σπάνια, όχι μόνο επετειακή και αποκατεστημένη αλλά και ένδοξα τρισδιάστατη προβολή επιφυλάσσει το Midnight Express, την ερχόμενη Παρασκευή 21 Απριλίου, σε μια από τις θρυλικές, διαχρονικά cult μεταμεσονύκτιες απολαύσεις του σινεμά της δεκαετίας του '70. Για την ταινία, και την πολυαναμενόμενη προβολή της, γράφει (και μας ανοίγει ακόμη περισσότερο την όρεξη) ο κριτικός κινηματογράφου και ιθύνων νους του Midnight Express, Άκης Καπράνος.

«Andy Warhol’s Flesh for Frankenstein»: Μια από τις πιο εξωφρενικές ταινίες των 70s σε επετειακή 3D προβολή από το Midnight Express

Με την κινηματογραφική τριλογία «Σάρκα» / «Σκουπίδια» / «Κάψα», ο Άντι Γουόρχολ έκανε ξεκάθαρες τις προθέσεις του για μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, μετουσιώνοντας πλέον στο mainstream (;) στερέωμα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των πρώτων, πειραματικών ταινιών του, αυτή τη φορά δουλεύοντας μαζί με τον σκηνοθέτη Πολ Μόρισεϊ. Ο τελευταίος έγραψε, μόνταρε και σκηνοθέτησε τα φιλμ, πλήρως συντονισμένος στην ίδια, ιδιαίτερη συχνότητα στην οποία «έπαιζε» όλο το παρεάκι του Factory (που τότε συμπεριελάμβανε τη Nico, τους Velvet Underground αλλά και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ – με τους Rolling Stones να πηγαινοέρχονται). Πρωταγωνιστής και στα τρία, πάντα σε ρόλο λούμπεν ήρωα που προσπαθεί να επιβιώσει όπως μπορεί στη Νέα Υόρκη, ο Τζο Νταλεσάντρο – ζόρικα μεγαλωμένος, με πολλά προβλήματα με το νόμο, που έβγαζε τα προς το ζην ως γυμνό μοντέλο από τα 16 του. Ο Γουόρχολ τον γνώρισε όταν γύριζε το πειραματικό «Four Stars», διάρκειας 25 ωρών.

Στις πιο οξυδερκείς κριτικές της εποχής για τη «Σάρκα» συγκαταλέγονται αυτές των Ρότζερ Ίμπερτ της Chicago Sun -Times και Βίνσεντ Κάνμπι των New York Times. Για τον πρώτο, πρόκειται για μια ταινία που «γνωρίζει απόλυτα την ίδια της τη γελοιότητά καθώς το χιούμορ εδώ προκύπτει από την πλήρη ασυναρτησία των ερμηνειών, των καταστάσεων, της ταινίας και εντέλει του κοινού της». Ο δε Κάνμπι τόνισε πως «το "Trash", όπως και οι άνθρωποι μέσα σε αυτό, παρωδεί συνεχώς τον εαυτό του, τόσο που οδηγεί το σινεμά σε ένα είδος αδιεξόδου». Μάλιστα, ο Βασίλης Ραφαηλίδης έδειξε να συμφωνεί: «Είναι ένας ποπ αντικινηματογράφος στην πιο καθαρή του μορφή».

Η εμπορική επιτυχία των ταινιών λοιπόν (γυρισμένες το 1968, 1970 και 1972 αντίστοιχα) κάνει διάσημους τους συντελεστές της – και ο Πολ Μόρισεϊ δέχεται από τον παραγωγό Κάρλο Πόντι μια απίθανη πρόταση: Το γύρισμα μιας ταινίας βασισμένης στο μύθο του Φρανκενστάιν, σε 3D. Ενθουσιασμένος, ο σκηνοθέτης πείθει τον παραγωγό να διπλασιάσει τον προϋπολογισμό ούτως ώστε να γυριστούν, στους ίδιους χώρους και με το ίδιο συνεργείο, δυο ταινίες: Μία για τον Φρανκενστάιν και μία για τον Δράκουλα. Δεν έχει όμως ακόμα πρωταγωνιστή – ο Τζο Νταλεσάντρο, που φυσικά συμπεριλαμβάνεται αμέσως στο καστ, είναι πολύ όμορφος αλλά και πολύ απαίδευτος για να σηκώσει στις πλάτες του έναν τέτοιο ρόλο.

Όμως, στο αεροπλάνο της επιστροφής από την Ιταλία, ο Μόρισεϊ πέφτει πάνω στον Γερμανό ηθοποιό Ούντο Κίερ που πρωταγωνιστούσε τότε σε διάφορα soft-core ρομάντζα ελληνικής παραγωγής. Ναι, καλά διαβάσατε, μιλάμε για τις ταινίες «Οι Ερωτομανείς» (με Μπέττυ Αρβανίτη και Ανέστη Βλάχο) και «Πρόκλησις» (με Άννα Φόνσου, Έλενα Ναθαναήλ και Ελένη Ανουσάκη), σκηνοθετημένες back-to-back από τον Όμηρο Ευστρατιάδη το 1971. Ο Κίερ λοιπόν αρπάζει αμέσως την ευκαιρία, δηλαδή το ρόλο του Φρανκενστάιν, και η καριέρα του σώζεται μια για πάντα. Μάλιστα, θα αναλάβει και τον ρόλο του Δράκουλα όταν ο Τζόνι Χάλιντεϊ (προσωπική επιλογή του Πόντι) εγκαταλείπει το project μετά τις πρώτες πρόβες. Εντέλει, μονάχα ο Φρανκενστάιν θα γυριστεί σε 3D καθώς ο Μόρισεϊ αντιμετώπιζε από τότε προβλήματα με την όραση του, ενώ συχνά έδειχνε να αγνοεί επιδεικτικά τις συστάσεις των τεχνικών σύμβουλων του φορμά.

Δεν είσαι ποτέ σίγουρος για το πως πρέπει να αντιδράσεις απέναντι στα όσα βλέπεις, κάτι που μεγεθύνει το shock value

Στο μεταξύ, για να πιστωθεί στην Ιταλία μια ταινία (και να τσιμπήσει τις αντίστοιχες φοροαπαλλαγές) πρέπει απαραιτήτως να φέρει την υπογραφή ενός Ιταλού σκηνοθέτη, και ο παμπόνηρος Πόντι πείθει τον Τονίνο Γκουέρα (περισσότερο γνωστό για τις συνεργασίες του με τους Μικελάντζελο Αντονιόνι και Θόδωρο Αγγελόπουλο – πόσο ετερόκλητος αυτός ο συγκερασμός των ονομάτων!) να «ρίξει μια ματιά» στα σενάρια, ενώ αγκαζάρει και τον Ιταλό σκηνοθέτη Αντόνιο Μαργκερίτι, ειδικευμένο στο σινεμά τρόμου, να φιλμάρει δυο – τρεις σκηνές ειδικών εφέ (αν σας θυμίζει κάτι το όνομα, θυμηθείτε το «Άδωξοι Μπάσταρδη» του Κουέντιν Ταραντίνο). Τα λεφτά είναι καλά, οι άνθρωποι δέχονται μετά χαράς, και με τα ονόματά τους στα credits οι ταινίες κερδίζουν την υπηκοότητα, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της Ιταλικής κινηματογραφικής κοινότητας που κάνουν λόγο για μέγα σκάνδαλο. Και ο Άντι Γουόρχολ; Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του συνεργείου ήταν παρών μονάχα λίγες μέρες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων (που κράτησαν έξι εβδομάδες συνολικά), ενώ παρενέβη ελάχιστα κατά τη διάρκεια του μοντάζ. «Γυρίζω ταινίες για να πηγαίνω στα πάρτι», έλεγε χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα, δύσκολα το περιγράφει κανείς. Γιατί από τη μια, οι ταινίες αυτές φέρουν όλα τα γνωρίσματα μιας φροντισμένης παραγωγής. Γυρισμένες σε σινεμασκόπ, υπέροχα φωτογραφημένες από τον Λουίτζι Κιουβελιέρ (που μετέπειτα θα γυρίσει το «Profondo Rosso» του Ντάριο Αρτζέντο) και με ένα ευαίσθητο μουσικό score από τον Κλαούντιο Γκίζι, συνεργάτη του Ρόμαν Πολάνσκι (ο οποίος κάνει και ένα cameo στον «Δράκουλα»), κουβαλούν ταυτόχρονα τα ανατρεπτικά γνωρίσματα του δημιουργού τους: Το σενάριο, γεμάτο υστερικές, ενίοτε ξεκαρδιστικές ατάκες, ερμηνευμένες με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, υπονομεύει ασταμάτητα τη σοβαρότητα του όλου στησίματος και μοιάζει να έχει προκύψει επί τόπου (η περιβόητη σκηνή νεκροφιλίας στον Φρανκενστάιν γράφτηκε και γυρίστηκε on-the-spot), ενώ τα ειδικά splatter εφέ του Κάρλο Ραμπάλντι (που λίγα χρόνια μετά θα σμιλέψει τον «Ε.Τ.» για λογαριασμό του Στίβεν Σπίλμπεργκ) αγγίζουν περήφανα και μεγαλόπρεπα τα όρια της εμετικής αποστροφής, με λογής φύσεως αποκεφαλισμούς, ακρωτηριασμούς και γραφικά ξεντεριάσματα. Στη δε περίπτωση του Φρανκενστάιν, ο Μόρισεϊ έδειξε την απέχθεια του για το 3D, χρησιμοποιώντας το κυρίως για να εκσφενδονίσει ανθρώπινα μέλη προς το κοινό (συχνό φαινόμενο στο φιλμ). Δεν είσαι ποτέ σίγουρος για το πως πρέπει να αντιδράσεις απέναντι σε όλο αυτό, κάτι που, τελικά, μεγεθύνει το shock value σε δυσθεώρητα ύψη.

Μέχρι σήμερα, μονάχα λίγοι τυχεροί είχαν δει σε ελληνική αίθουσα το «Σάρκα για τον Φρανκενστάιν» στη 3D του εκδοχή, σε μια προβολή κατά τη διάρκεια του 36ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1995. Το Midnight Express, για να τιμήσει τα 50 χρόνια της ταινίας, και σε συνεργασία με το American Genre Film Archive, την παρουσιάζει σε αποκατεστημένη κόπια για μια μοναδική προβολή, αποκλειστικά για όσους θέλουν να αναμετρηθούν με έναν κινηματογράφο ουσιαστικά ανατρεπτικό: Καμία ταινία εκεί έξω δεν μοιάζει σαν αυτή – και όποιος νομίζει πως υπερβάλουμε, well, εδώ είμαστε. Πάντως αν σας ξεπεράσει αυτό που βλέπετε, κανένα πρόβλημα: Μπορείτε να ουρλιάξετε ελεύθερα.

«Andy Warhol’s Flesh for Frankenstein 3D»
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΣΙΝΕΑΚ (Στάση Μετρό Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά)
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ 23:30
Προλογίζει ο Άκης Καπράνος