Ταινία της Εβδομάδας: Απογειωθήκαμε στους αιθέρες με το «Τop Gun: Maverick»

Αναλογική και ευκρινής δράση σε ένα υπερθέαμα που σε γραπώνει από τον γιακά, κάνει τις παλάμες σου να ιδρώσουν και είναι φτιαγμένο για να βιωθεί στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη.

Από τον Γιάννη Βασιλείου
Ταινία της Εβδομάδας: Απογειωθήκαμε στους αιθέρες με το «Τop Gun: Maverick»

«Αν συνεχίσεις να το κάνεις αυτό, ξέρεις τι θα σου συμβεί στο τέλος, έτσι;», λέει ο στριφνός αξιωματικός του Εντ Χάρις στον Μάβερικ του Τομ Κρουζ, όταν o τελευταίος έχει προβεί αυτοβούλως σε ακόμα ένα από τα ριψοκίνδυνα ανδραγαθήματα του. «Ξέρω, αλλά όχι σήμερα», απαντά ο Κρουζ, συνοδεύοντας την απάντηση με το γνώριμο βλέμμα του που, όπως λέει και σε άλλο σημείο της ταινίας, είναι το μόνο που έχει. Το concept του προλόγου του «Top Gun:Maverick» έχει ως εξής. Ο Μάβερικ εργάζεται σε μια βάση όπου γίνονται δοκιμές σε πολεμικά αεροσκάφη με στόχο να πιάσουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ταχύτητας. Επειδή δεν έχουν προσεγγίσει αυτό το όριο μέχρι στιγμής, η Κεντρική Διοίκηση αποφασίζει να κλείσει άμεσα το τμήμα. Ε, οπότε ο Μάβερικ ανεβαίνει στο αεροσκάφος άμεσα και επιχειρεί να πιάσει τον στόχο, αλλιώς, όπως αναφέρει και ο ίδιος, όλοι γύρω του θα μείνουν χωρίς δουλειά.

Σαφής ο παραλληλισμός με την επαγγελματική ιδιοσυγκρασία του ίδιου του Κρουζ, ενός σταρ-παραγωγού, ο οποίος εδώ και χρόνια μοιάζει να μάχεται μόνος του ώστε να κρατήσει ζωντανή την εμπειρία της αίθουσας, ενός ανθρώπου που πασχίζει να διατηρήσει ψηλά την σημαία του αναλογικού σινεμά δράσης, να επαναφέρει το δέος για όσα βλέπουμε στην οθόνη, την απορία «μα πώς στο διάολο το γύρισαν αυτό;» στα χείλη μας, μια απορία που έχουμε σταματήσει να εκφράζουμε, επειδή γνωρίζουμε ότι το CGI μπορεί να καταφέρει σχεδόν τα πάντα. Ο τρόπος του για να το πετύχει αυτό είναι το προσωπικό ρίσκο. Με κάθε νέα του ταινία ο Αμερικανός σταρ βάζει στον εαυτό του ακόμα πιο επικίνδυνες αποστολές, εξακολουθεί να θέτει σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα για να περάσουμε καλά εμείς στην αίθουσα – τούτο εστί το σώμα του- αλλά και για να μην «μείνουν χωρίς δουλειά» οι άνθρωποι της βιομηχανίας που αγαπά. Η στιχομυθία ανάμεσα σε αυτόν και τον Εντ Χάρις που παραθέσαμε στην αρχή,  έχει διττή σημασία. Αφενός αναφέρεται σε ένα πιθανό ατύχημα στα γυρίσματα, που όλοι έχουμε ανησυχήσει ότι μπορεί να συμβεί, κι αφετέρου στον καλλιτεχνικό του «θάνατο». Αν συνεχίσει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, αν αψηφά τις κυρίαρχες στάσεις της σημερινής μπλοκμπάστερ παραγωγής, κάποια στιγμή θα το φάει το κεφάλι του. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα φοράει και πάλι τα γυαλιά του Μάβερικ, καβαλάει τη μηχανή του, κάνει νοητές κόντρες με το αεροσκάφος στο βάθος και συνεχίζει σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 1986, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά σε ένα F-14.

Πλην του «Top Gun» , το 1986 ο Τομ Κρουζ πρωταγωνιστούσε και σε μια δεύτερη ταινία, το σκορσεζικό «Χρώμα του Χρήματος», πλάι σε ένα άλλο κινηματογραφικό είδωλο που κάποτε εκπροσωπούσε την ενέργεια της νιότης, τον Πολ Νιούμαν. Η ταινία αποτελούσε sequel του «Hustler» του Ρόμπερτ Ρόσεν, με τον Νιούμαν να πιάνει και πάλι την στέκα του άσου του μπιλιάρδου Fast Eddie και να επιστρέφει σε ρόλο μέντορα του ανυπόμονου Τομ Κρουζ, αλλά και για να αποδείξει ταυτόχρονα στους άλλους και στον εαυτό του ότι ο χρόνος δεν τον κατέβαλε, ότι αυτά τα χέρια μπορούν να κάνουν ακόμα μαγικά που οι λάτρεις του εννιάμπαλου δεν έχουν ξαναδεί ποτέ.

Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε η σειρά του Τομ Κρουζ να βρεθεί σε ανάλογη θέση μέντορα κι ανθρώπου που αρνείται να πιστέψει στην φθορά, την οποία οι άλλοι βλέπουν σε εκείνον , αναθέτοντάς του χρέη εκπαιδευτή και όχι μέλους της αποστολής εξολόθρευσης μιας αποθήκης με ουράνιο ενός απροσδιόριστου κράτους εκτός ΝΑΤΟ, η ύπαρξη της οποίας αντίκειται στις διεθνείς συμφωνίες. Βέβαια, η σχέση του Μάβερικ απέναντι στον Ρούστερ του Μάιλς Τέλερ δεν είναι ανταγωνιστική, όπως στο «Χρώμα του Χρήματος», αλλά περισσότερο πατρική -  η καλή προαίρεση της action εικόνας του Κρουζ είναι ένα στοιχείο που ο πρωταγωνιστής δεν θέλει να τσαλακώσει ακόμα και όχι, το «Collateral» δεν μετρά, εκεί ο Αμερικανός σταρ ενεργεί περισσότερο με τη λογική καρατερίστα.

Με κάθε νέα του ταινία ο Αμερικανός σταρ βάζει στον εαυτό του ολοένα και πιο επικίνδυνες αποστολές

Με όχημα αυτή τη νέα θέση του χαρακτήρα, αλλά και την σχέση του με τον γιο του αγαπημένου του φίλου, του Γκους, η ιστορία του Μάβερικ συνεχίζεται με παλιά και νέα πρόσωπα, χωρίς να αποτελεί κάτι ανάμεσα reboot και sequel, κατά την δημοφιλή πρακτική των τελευταίων ετών. Η λαγνεία απέναντι στην στολή, ο σεβασμός στον κώδικα των ένστολων και ο ενδιάθετος μιλιταρισμός του πρωτότυπου έχουν μειωθεί. Το «Top Gun:Maverick» δεν θα λειτουργήσει σαν προωθητική καμπάνια για το Ναυτικό, όπως έγραφε η κριτική της εποχής για την ταινία του Τόνι Σκοτ. Πλην μιας χαρακτηριστικής σκηνής σε παραλία δε, που τοποθετείται περισσότερο σαν αναφορά στο πρωτότυπο, ούτε η λαγνεία προς το ανδρικό σώμα υπάρχει. Η ομοερωτική ανάγνωση του «Top Gun», στην οποία συνέβαλε καταλυτικά ο Ταραντίνο, περισσότερο από την σχέση ανάμεσα στους ένστολους, στα μάτια μου εδράζεται στον τρόπο που κινηματογραφείται το ανδρικό σώμα, αλλά με μια υποσημείωση. Στο σινεμά δράσης των ‘80s, αλλά και στη γενικότερη κουλτούρα τους που, φυσικά, επηρεάζεται από το σινεμά,  κυριαρχεί η εξωπραγματική γράμμωση και η (υποχρεωτική) επίδειξή της. Οπότε ο ομοερωτισμός του πρωτότυπου φιλμ είναι (μάλλον) ακούσιος.

Εκείνο που υπάρχει και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό,  είναι οι αερομαχίες. Ο Τζόζεφ Κοζίνσκι, ένας ταλαντούχος εικονοκλάστης που ακόμα δεν έχει πάρει στα χέρια του το κατάλληλο σενάριο, είναι ένας σκηνοθέτης που γνωρίζει που βρίσκεται η γραμμή του ορίζοντα, κατά το γνωστό φορντικό ρητό, και μας δείχνει σε κάθε ευκαιρία ότι το γνωρίζει. Όχι ότι δεν το γνώριζε ο συγχωρεμένος ο Τόνι Σκοτ δηλαδή, αλλά έτσι όπως μόνταρε τα πλάνα του ακόμα και να ήθελες, δεν προλάβαινες να δεις την γραμμή του ορίζοντα. Πέρα από την τεχνολογική πρόοδο, που βοηθά σε ακόμα ρεαλιστικότερη απόδοση μιας αερομαχίας, κινούμενη στα όρια του simulation, στα πλάνα του Κοζίνσκι διαφαίνεται η απεραντοσύνη των αιθέρων, γίνεται η αντίστιξη ανάμεσα στον άνθρωπο στο πιλοτήριο και στον ουρανό, το θέαμα αποκτά μια σινεμασκόπ αίσθηση διαφορετική από την βιντεοκλιπίστικη χάρη του πρωτότυπου. Είναι, επίσης, πιο ευκρινής η δράση, ενορχηστρωμένη με μια σχεδόν μπαλετική ακρίβεια που αυξάνει κατακόρυφα τον βαθμό «απορροφητικότητάς» της. Για να το πω πιο απλά, ακόμα κι αν δεν σου καίγεται καρφί για τα είδη αεροσκαφών και τα παραρτήματά τους , όπως εμένα, το θέαμα στην οθόνη θα σε γραπώσει από τον γιακά, το σασπένς των σχετικών σκηνών θα κάνει τις παλάμες σου να ιδρώσουν και η εξέλιξή τους θα σε πιάσει στον ύπνο – να πιστωθεί αυτό στους τρεις σεναριογράφους του έργου. Και είναι ένα θέαμα που μοιάζει ως επί το πλείστον αναλογικό, τα ψηφιακά εφέ του είναι τα καλύτερα του είδους, εκείνα τα ανεπαίσθητα που ενισχύουν αποτελεσματικά την δράση, χωρίς να την καταπνίγουν.

Αν διαφέρει και σε κάτι ακόμα το «Top Gun:Maverick» από το «Τop Gun» είναι ότι το δεύτερο αποτελεί μια χαρακτηριστική ταινία δράσης της εποχής του. Αν έπρεπε να δείξεις σε κάποιον πέντε ταινίες για να καταλάβει πως έμοιαζε το εμπορικό σινεμά των ‘80s, η μία από αυτές θα ήταν σίγουρα το «Top Gun». Το «Top Gun:Maverick», από την άλλη, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα στην σημερινή εποχή, είναι εκείνη η ευπρόσδεκτη, χειροποίητη, εφευρετική εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον γενικό, δυσάρεστο κανόνα. Είναι ένα φιλμ το οποίο, αντί να μεταφέρει τη λογική της μικρής οθόνης στη μεγάλη, αναδεικνύει τα προτερήματα της τελευταίας, προσφέροντας θέαμα προορισμένο να βιωθεί εκεί. Θέαμα που θα παραμένει ζωντανό, όσο ο Τομ Κρουζ θα συνεχίσει να τρέχει εκεί έξω σαν θεματοφύλακας κινηματογραφικών αξιών μιας άλλης εποχής, αλλά και σαν σύμβολο αιώνιας νιότης, που μας υπενθυμίζει ότι, παρά τις δυσκολίες που φέρνει ο χρόνος, μπορούμε κι εμείς όπως κι εκείνος, φτάνει να μην τα παρατήσουμε. Και γι’ αυτό του οφείλουμε ευγνωμοσύνη.