Βασίλης Αλεξάκης (1943-2021): Η κινηματογραφική ποίηση των λέξεων

Έφυγε ένας συγγραφέας που έζησε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Γαλλία, έγραψε και στις δύο γλώσσες, αναγνωρίστηκε διεθνώς και άφησε χάραγμα σε εκλεκτές πτυχές του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Βασίλης Αλεξάκης (1943-2021): Η κινηματογραφική ποίηση των λέξεων

Είναι σαφές ότι άνθρωποι σαν τον Βασίλη Αλεξάκη σπανίζουν. Όχι επειδή το «στερνό αντίο» το επιτάσσει, όχι γιατί έφυγε «ένας μεγάλος Έλληνας». Επειδή το έργο του συνδυάστηκε με μια στάση κι επειδή η δράση του περιείχε κάτι το πολυσχιδές και συνάμα ηθικό. Για παράδειγμα ενώ είχε φύγει για την Γαλλία, όπου σπούδασε δημοσιογραφία στην Λιλ, επέστρεψε στα μέσα του ταραχώδους ελληνικού ‘60 για να εκτελέσει το στρατιωτικό του καθήκον και έφυγε ξανά, βέβαια, με την έλευση των Συνταγματαρχών. Όπως και ο Νίκος Περάκης, που υπηρέτησε στην ΥΕΝΕΔ, έτσι και αυτός, που βρέθηκε στην Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, διάνθισαν αυτοβιογραφικά τη «Λούφα και Παραλλαγή» (1984), μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές (και καλλιτεχνικότατες) επιτυχίες του ελληνικού σινεμά.

Την ίδια χρονιά (1984), το βιβλίο του «Τάλγκο», μεταφέρεται στο σινεμά από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, υπό τον τίτλο «Ξαφνικός Έρωτας». Το ρομαντικό δράμα, προικισμένο από μια μεγάλη Λιβανού και έναν στέρεο Θεοδωρακόπουλο, κλείνουν την πιο μεγάλη χρονιά του Αλεξάκη στο σινεμά, καθώς και αυτό είναι μεγάλη εμπορική και φεστιβαλική επιτυχία σε διεθνές περιβάλλον.

Η σχέση όμως του συγγραφέα με τον ΝΕΚ δεν σταμάτησε εδώ. Η σχέση του κυμάνθηκε ανάμεσα στους δύο «Γιώργους» του τότε σινεμά μας, τον Τσεμπερόπουλο και τον Πανουσόπουλο, κατά εύλογη ομολογία τους δύο που θα μπορούσαν να συλλάβουν με ευκρίνεια την ρομαντική, πικρή, αισθαντική ματιά, ελευθερωμένοι από αγκυλώσεις άλλου τύπου της τότε ελληνικής κινηματογραφίας. Ο Αλεξάκης έγραψε το σενάριο, μαζί με τους Σωτήρη Κακίση και τον ίδιο τον Πανουσόπουλο, για το «Μ’ Αγαπάς;», σε μια ταινία προβλημάτων και περιορισμένης πια εμπορικής απήχησης, παρά μια διανομή που περιείχε από τον Ανδρέα Μπάρκουλη, ξανά τους Λιβανού-Θεοδωρακόπουλο και υποστηρικτικούς ρόλους για τους Βάνα Μπάρμπα, Θοδωρή Αθερίδη και Σοφία Αλιμπέρτη.

Αντίθετα, μεγάλη επιτυχία θα ήταν η μεταφορά του μυθιστορήματος της Γιοβάννας, «Άντε Γεια» (1991), όπου ο Αλεξάκης γράφει ξανά το σενάριο μαζί με τον Τσεμπερόπουλο, υπάρχει γερό κουαρτέτο στους ρόλους (Παπανίκα, Άλκης Κούρκουλος, Δημητράτος, Τρύπη), κλασική μουσική του Σπανουδάκη και τραγούδι του Πάριου, 150.000 εισιτήρια, νούμερο ήδη τότε διαστρικό για ελληνικό σινεμά.

Το ’95, η τελευταία του σεναριογραφική δουλειά, διπλά πολύκροτη, η «Ελεύθερη Κατάδυση». Καραμπέτη, Χριστοδουλίδου και Συσσοβίτης (κινηματογραφικό ντεμπούτο) βάζουν φωτιά στην οθόνη, ο Πανουσόπουλος είναι στο στιλιζαρισμένο φόρτε του, η ταινία όμως, εξωκινηματογραφικά, σημαδεύτηκε από ένα σκάνδαλο περί της πατρότητας του σεναρίου. Χατζιδάκις στη μουσική και το ασύνηθες του ερωτικού θρίλερ (που είναι πράγματι ερωτικό, όμως), έφτιαχναν μια ταινία, παρά τα προβλήματα πάντα, ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας για τα ελληνικά πράγματα.

«Οι Αθηναίοι», ενδιάμεσα το 1990, θα ήταν η μοναδική απόπειρα μεγάλου μήκους για τον συγγραφέα (βραβείο στο Φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Σαρμούς), ενώ έχει στο ενεργητικό του και δύο μικρού μήκους, το «Είμαι Κουρασμένος» (1982) και το «Αβραάμ Γέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε Ιακώβ, Ιακώβ εγέννησε…» (1967).

Εργάστηκε επί χρόνια στην έγκριτη Le Monde, ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου, αλλά και σκιτσογράφος! Πολυβραβευμένος συγγραφικά, έφτασε την ανώτατη τιμή του Βραβείου Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007 για το «μ.Χ.», ενώ το έργο του έχει μεταφραστεί πολλάκις.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα, πολύμορφα σημαίνουσα η απώλειά του.

Δείτε εδώ τον συγγραφέα σε μια ταινία του Ροβήρου Μανθούλη.