«Σκέφτομαι Να Βάλω Τέλος»: Η πιο σκοτεινή κι αινιγματική διαδρομή του Τσάρλι Κάουφμαν

Μια κοπέλα ταξιδεύει με τον νέο της φίλο προκειμένου να γνωρίσει τους δικούς του, παρότι κυριεύεται από την σκέψη πως η σχέση τους δεν έχει μέλλον. Ο τετραπέρατος Τσάρλι Κάουφμαν («Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης», «Anomalisa») διασκευάζει ελεύθερα το πρόσφατο εκδοτικό χιτ του Καναδού Ίαν Ριντ παραδίδοντας ένα καθαρόαιμο φιλμικό mindfuck, υπό τη μορφή ενός σουρεαλιστικού road trip που κολυμπάει στα θολά νερά του υπαρξιακού θρίλερ.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα
«Σκέφτομαι Να Βάλω Τέλος»: Η πιο σκοτεινή κι αινιγματική διαδρομή του Τσάρλι Κάουφμαν

«Η σκέψη είναι πιο κοντά στην αλήθεια από την πράξη, γιατί την σκέψη δεν μπορείς να την υποκριθείς», μας λέει η ηρωίδα (Τζέσι Μπάκλεϊ), μεταφέροντας τα λόγια του φίλου της Τζέικ (Τζέσι Πλίμονς), καθώς τον περιμένει να πάνε να γνωρίσει τους γονείς του (Τόνι Κολέτ και Ντέιβιντ Θιούλις). Η σκέψη της κοπέλας που - μάλλον - την λένε Λούσι, θα γίνει αφηγήτρια και φίλτρο μας καθόλη τη διάρκεια του road trip ως το απόμερο αγρόκτημα και του αλλόκοτου δείπνου που θα παρεμβληθεί. Και βέβαια, καλό είναι να μην περιμένουμε τίποτα συνηθισμένο από μία ταινία που ξεκινά με απόσπασμα από το διάσημο πείραμα του Κουλέσοφ για τη δύναμη του μοντάζ, εν είδει τσεκαρίσματος της ετοιμότητάς μας να αφεθούμε στην ικανότητα του σινεμά να χειραγωγεί την οπτική μας απέναντι στα πράγματα.

Σύντομα το φιλμ θα αρχίζει να δηλώνει τη σφραγίδα του Τσάρλι Κάουφμαν, βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου της λαοφιλούς «Αιώνιας Λιακάδας» και υποψήφιου για τα «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» και «Adaptation», δημιουργού του απόλυτου υπαρξιακού σουρεαλιστικού έπους της περασμένης δεκαετίας που λέγεται «Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» αλλά και της «Anomalisa», ενός από τα πλέον αξιοπρόσεκτα ενήλικης θεματικής animation της πρόσφατης μνήμης. Στο νέο του πόνημα παραγωγής Netflix, ο πάντα ιδιαίτερος Αμερικανός δημιουργός διασκευάζει ελεύθερα το εκδοτικό hit του Καναδού Ίαν Ριντ «I’m Thinking of Ending Things», καθοδηγεί εξαιρετικά ένα ολιγομελές καστ με πρωτεργάτες τους Μπάκλεϊ («Τσερνόμπιλ»), Πλίμονς («Breaking Bad», «Ο Ιρλανδός»), Κολέτ («Η Διαδοχή») και Θιούλις («Γυμνός») και στήνει γύρω τους ένα καθαρόαιμο mindfuck θαμμένο σε μια χιονοθύελλα αναφορών.

Το «Σκέφτομαι να Βάλω Τέλος» αποκτά ενίοτε χροιά μυστηρίου στα όρια του σινεμά τρόμου, δίχως όμως ποτέ να γίνεται τέτοιο

Η πραγματικότητα όσων πρόκειται να δούμε θα παραμείνει υπό αίρεση, σαν ένα πολύ ζωντανό όνειρο ή σαν διαδοχικές φαντασιώσεις ενδεχόμενων μονοπατιών μιας ζωής που δεν ακολουθήθηκαν ποτέ. Ως μόνο δεδομένο θα πρέπει να πάρουμε την επίμονη φράση που τιτλοφορεί την ταινία και όσα πηγάζουν από αυτή: «Σκέφτομαι να Βάλω Τέλος». Σκέψη που θα ακουστεί πρώτη φορά στο πλαίσιο μιας γενικευμένης δυσφορίας της ηρωίδας, όχι μακριά από εκείνη που ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας περιγράφει στο αυτοβιογραφικό «A Supposedly Fun Thing I'll Never Do Again» για το οποίο το ζευγάρι θα συζητήσει ευκαιριακά. Όταν την επαναλάβει, θα σιγουρευτούμε πως η δυσφορία της Λούσι διοχετεύεται στον Τζέικ, με τον οποίο βγαίνουν εδώ και περίπου ενάμιση μήνα (μάλλον). Όμως την αμφιθυμία της για το αν πρέπει να χωρίσουν όσο είναι νωρίς από τη στιγμή που δε βλέπει μέλλον στη σχέση θα μείνει ανείπωτη, μια εσωτερική πάλη κλειδωμένη στο μυαλό της. Στο μεταξύ υπάρχει ένα ταξίδι μπροστά, το πρώτο τους και μάλιστα συμβολικά φορτισμένο λόγω της επικείμενης γνωριμίας.

Παρατηρώντας το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, βγάζει μάτι μια σκαλωμένη επικοινωνία για την οποία δυσκολευόμαστε να αποφασίσουμε αν θυμίζει άβολο πρώτο ραντεβού ή σχέση που έχει από καιρό σβήσει. Τη μία στιγμή μιλούν σαν να περιμένουν να μιλήσει ο άλλος πρώτα ή σαν να φοβούνται τη λάθος ατάκα, την επόμενη εκφράζονται με μια αίσθηση παραίτησης μπροστά στην όποια κοινή προοπτική. Εκείνη είναι συνήθως απόμακρη, εκείνος προσπαθεί να δείξει τον ενθουσιασμό του για το επόμενο βήμα αλλά δεν ξέρει πώς. Η χημεία την περισσότερη ώρα αγνοείται και η Μπάκλεϊ με τον Πλίμονς συντονίζονται τέλεια ώστε να υπογραμμιστεί αυτό. Και έπειτα είναι το άλλο: η Λούσι και ο Τζέικ που γνωρίζουμε διανύουν (θεωρητικά) τη δεκαετία των τριάντα, όμως η εικόνα που τους φιλοτεχνεί ο Κάουφμαν με τη καταλυτική συνδρομή του ταλαντούχου διευθυντή φωτογραφίας Λούκας Ζαλ (υποψήφιος για Όσκαρ με την «Ida» και τον «Ψυχρό Πόλεμο»), μας δείχνει ένα ζευγάρι πρόωρα γερασμένων ανθρώπων. Αν αυτό αποτελεί κάποιου είδους παράδοξο, σίγουρα δεν είναι το μόνο.

Παράλληλα, μία σειρά από άλλα μικρά παράδοξα θα αρχίσουν διακριτικά να συσσωρεύονται. Όπως οι ολοκαίνουργιες κούνιες μπροστά από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στη μέση του πουθενά. Ή την σαν σε όνειρο κωλυσιεργία του ζευγαριού να μπει στο πατρικό του Τζέικ, την οποία διαδέχεται η ακόμα πιο χαρακτηριστική καθυστέρηση των οικοδεσποτών να κάνουν την εμφάνισή τους σε ένα σπίτι που ώρες-ώρες φαντάζει έτσι κι αλλιώς απογυμνωμένο από ανθρώπινη παρουσία, σαν ένα κουτί αναμνήσεων μιας περασμένης ζωής. Ή τις φωνές που ακούγονται στιγμιαία και αναπάντεχα με αποδέκτρια την Λούσι. Ή τις διαφορετικές παραλλαγές του ονόματος της τελευταίας, η οποία τη μία μας συστήνεται ως ζωγράφος, την άλλη ποιήτρια, έπειτα φοιτήτρια κβαντικής φυσικής κι αργότερα γεροντολόγος. Για να μην αμελήσουμε τη εφιαλτική σχετικότητα που αποκτά ο χρόνος στην ταινία, ένας χρόνος μπερδεμένος, υφασμένος θαρρείς να αντανακλά κάθε υπαρξιακή αγωνία - της ηρωίδας και πιθανότατα δική μας - για τη ζωή, τη δέσμευση, τις χαμένες ή λάθος επιλογές, τις σχέσεις, την οικογένεια, το γήρας, το θάνατο.

Το «Σκέφτομαι να Βάλω Τέλος» αποκτά ενίοτε χροιά μυστηρίου στα όρια του σινεμά τρόμου δίχως όμως ποτέ να γίνεται τέτοιο, παρόλα τα δάνεια που καταδεικνύουν το φλερτ με το είδος. Τέτοια είναι η εγκλωβιστική συνθήκη στην οποία τοποθετείται ο κεντρικός χαρακτήρας που η ερμηνεία της Μπάκλεϊ απογειώνει, το αινιγματικό υπόγειο με το πάντα φροϋδικό επίχρισμα, η στάση του νεαρού ζευγαριού στο vintage παγωτατζίδικο στη μέση του χιονισμένου πουθενά που μοιάζει να βγήκε από πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ και ιστορία του Στίβεν Κινγκ ταυτόχρονα, ή η επίσης εκτός προγράμματος παράκαμψη για το σχολείο του Τζέικ το οποίο μέσα στη μανία της ολονύχτιας χιονοθύελλας που το δέρνει ίσως και να παραπέμπει λίγο στο ξενοδοχείο Overlook της «Λάμψης». Σε αυτά ας προστεθεί η παρουσία της Τόνι Κολέτ στο ρόλο της μητέρας, έναν ρόλο που κλείνει - συγκυριακά έστω - το μάτι στη «Διαδοχή», ενώ δε θα πρέπει να παραλείψουμε την ασταθή ατμόσφαιρα στο πατρικό του Τζέικ που ανά στιγμές θυμίζει «Mother!», δίχως το φιλμ του Κάουφμαν να έχει ωστόσο σχέση με την σημειολογική εξτραβαγκάντζα του Αρονόφσκι.

Σε όποιο βαθμό κι αν ελλοχεύει μια αίσθηση απειλής, είναι σημαντικό να τονιστεί πως ο Κάουφμαν την ενεργοποιεί σε ένα διαφορετικό επίπεδο αναμέτρησης με το ανοίκειο, αναμφίβολα συγγενές με τις προηγούμενες δουλειές του. Αν το θέμα μας εδώ αφορά στο πάγιο ερώτημα του έρωτα, είναι σαν η «Αιώνια Λιακάδα» να χάθηκε για πάντα στις πιο αντι-ρομαντικές ατραπούς του μυαλού. Αν κοιτάμε προς το βάσανο της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου, θα συναντήσουμε μια «Anomalisa» εκθετικά επαυξημένου πεσιμισμού. Αν πάλι προσανατολιστούμε σε ευρύτερες πτυχές του ανθρώπινου δράματος και αναζήτησης νοήματος τις οποίες εξερεύνησε διεξοδικά η «Συνεκδοχή», το «Σκέφτομαι Να Βάλω Τέλος» στήνει ένα λιγότερο γαργαντουικό αλλά εξίσου μαύρο δράμα, ικανό να κυκλώσει την απομόνωση της ηρωίδας σε ένα και μόνο εκπληκτικό κάδρο, τη στιγμή που την καρφιτσώνει σε μια φλοράλ ταπετσαρία τοίχου, μαγικά και αυτόματα απομονωμένη από τους τρεις ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόταν το τραπέζι ένα δευτερόλεπτο πριν.

Όπου π.χ. καμπυλώνεται ο χρόνος, η εσωστρεφής πρωταγωνίστρια βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα εφιαλτικό καθρέφτισμα με τα αμείλικτα φαντάσματα των λάθος επιλογών της, ή τέλος πάντων εκείνου που φαντάζει ως το απόλυτο φοβικό αντικείμενο των millennials: το τέρας του χαμένου χρόνου, το οποίο διαφεντεύει τον ωκεανό με όλα ανεξάντλητα ενδεχόμενα που ποτέ εκείνοι δε θα πάρουν. Πίσω από το επίμονο δίλημμα της Λούσι αν πρέπει να χωρίσει και κάτω από την αναπόδραστη μελαγχολία της ιστορίας της, ίσως φωλιάζει η παραλυτική φοβία του νέου ανθρώπου μην τυχόν ξυπνήσει μια μέρα τυλιγμένος από το βαθύ γήρας δίχως να το έχει πολυκαταλάβει. Σε αυτό το τελευταίο κουμπώνουν άψογα οι θρηνιτικές νότες από το ποίημα «Intimations of Immortality from Recollections of Early Childhood» του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ, για να παραθέσουμε ακόμα μία από τις ουκ ολίγες λογοτεχνικές αναφορές του φιλμ.

Ο Κάουφμαν παραδίδει μια ταινία που λειτουργεί ως το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής μας, μια κολεξιόν φόβων, αγωνιών και επανακαθορισμών στο διηνεκές, μια ιστορία φαντασμάτων του μυαλού

Όσο βυθιζόμαστε στο βαλτώδες σύμπαν της Λούσι, τόσο περισσότερο επιβεβαιώνεται η υποψία πως μέσα από το αδιέξοδο μιας σχέσης που δεν ξέρουμε αν καλά καλά ξεκίνησε, ο Κάουφμαν παραδίδει μια ταινία που λειτουργεί ως το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής μας, μια κολεξιόν φόβων, αγωνιών και επανακαθορισμών στο διηνεκές, μια ιστορία φαντασμάτων του μυαλού που ξεκινά από το δίλημμα της δέσμευσης για να καταλήξει στις αναρίθμητες επιλογές και τον αναντίστοιχα περιορισμένο χρόνο πριν την έλευση της αναπόφευκτης φθοράς. Και στο ενδιάμεσο αυτής της ούτως ή άλλως ανοιχτής σε παρακαμπτηρίους διαδρομής που αντανακλά το μέγα ζήτημα ανάληψης της ταυτότητας, τρυπώνει ευκαιριακά το αίτημα του αναθεωρητισμού, όπως φαίνεται από την αντίδραση που πυροδοτεί η αναφορά του Τζέικ στο «Baby It’s Cold Outside» (ένα τραγούδι που στον καιρό του #metoo επαναπροσδιορίζεται ως rape song), αλλά και τη σφοδρότητα με την οποία η Λούσι κατακρεουργεί το «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» του Κασσαβέτη μαζί με την ερμηνεία της Ρόουλαντς.

Στο ολοένα και πιο δεκτικό σε ερμηνείες φιλμικό αίνιγμα που απλώνει μπροστά μας, ο Κάουφμαν δεν διστάζει να πυροδοτήσει ένα φινάλε οριακό, ή μάλλον οριακά απαλλαγμένο από όσα έχουν προηγηθεί, το οποίο περισσότερο θα εντείνει τα ερωτήματα παρά θα τα απαντήσει. Όπως περίπου θα συνέβαινε σε ένα περιβάλλον ονείρου όπου τίποτα δεν είναι παγιωμένο, ούτε καν το θέμα ή ο πρωταγωνιστής. Εκεί λοιπόν, οι δύο ήρωες - ή κάποιες εκδοχές τους τέλος πάντων - μοιράζονται έναν τελευταίο χορό στους διαδρόμους ενός παρελθόντος είτε δικού τους, είτε δανεικού, προτού παραδοθούν σε ένα κοινό που τους έχει πλήρως αφομιώσει. Ενδεχομένως να πρόκειται για μια κατακλείδα πονηρά απρόσιτη σε τυχόν κριτική εξαιτίας της φιλοσοφίζουσας φύσης της, η οποία παρεμπιπτόντως συνάδει με τον κρυπτικό χαρακτήρα του βιβλίου στο οποίο βασίζεται. Ακόμα κι έτσι όμως, υπάρχει ένας χαμαλαιοντικός μανδύας τόλμης, ειλικρίνειας και ευρηματικότητας εδώ που περιβάλλει την ταινία, η χρηστικότητα του οποίου όσο κι αν μπορεί επί μέρους να ελεγχθεί, δύσκολα αφαιρείται.

Βαθμολογία ★★★ 1/2