Ένας Υπέροχος Γείτονας

A Beautiful Day in the Neighborhood

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2019
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Κίνα, ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάριελ Χέλερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μίκα Φίτσερμαν-Μπλου, Νόα Χάρπστερ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τομ Χανκς, Μάθιου Ρις, Κρις Κούπερ, Σουζαν Κελέτσι Γουάτσον
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Τζόντι Λι Λάιπς
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Νέιτ Χέλερ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood
    Ένας Υπέροχος Γείτονας

H βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά ιστορία της σχέσης του θρυλικού Φρεντ Ρότζερς με τον δημοσιογράφο του Esquire Τομ Τζούνοντ, σε μια ταινία θεραπευτικού δράματος που σε επαναφέρει στα σημαντικά και εγκαθιστά την Μάριελ Χέλερ του «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;» στην πρώτη γραμμή των χολιγουντιανών δημιουργών σήμερα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ο Φρεντ Ρότζερς είναι κάτι σαν τον δικό μας Νίκο Πιλάβιο, τον τηλεοπτικό «Παραμυθά», που η γενιά (και οι…γονείς της) που μεγάλωνε στην δεκαετία του ‘80, δεν θα ξεχάσει ποτέ. Μόνο που ο Φρεντ Ρότζερς, ιδιωματικά γλυκομίλητος, πράος, ανθρώπινων ρυθμών, έμεινε στην τηλεόραση για περισσότερα από 32 χρόνια και σχεδόν 900 εκπομπές. Μέσα από την εκπομπή του, την «Γειτονιά του Κυρίου Ρότζερς», με τον παροιμιώδη μελίρρυτο, στοχαστικό τρόπο του, με την σιγουριά του βαθιά καλλιεργημένου ανθρώπου, που είχε αντλήσει από τις θεολογικές σπουδές του αλλά και την μαθητεία του πάνω στην παιδοψυχολογία, ο Φρεντ Ρότζερς γαλούχησε σχεδόν δύο γενιές Αμερικανών. Γενιές που δεν είναι στα πράγματα, η Αμερική θα ήταν μια καλύτερη χώρα τότε, αλλά γενιές που δεν θα μπορέσουν κι εκείνες να τον ξεχάσουν ποτέ.

Ο Τομ Χανκς, η προφανής επιλογή για τον ρόλο του πιο αγαπητού τηλε-ανθρώπου, πραγματοποιεί ένα επίτευγμα. Μνημείο αυτού η ριζική αλλαγή του τρόπου της εκφοράς του λόγου και η σχεδόν αγνώριστη χροιά που καταργεί περίπου ότι ξέραμε για το ηχόχρωμα Χανκς. Αλλά και σωματικά, και φυσιογνωμικά, και βιορυθμικά, ο Χανκς καταλαμβάνεται από τον Φρεντ Ρότζερς, που επιστρέφει για μια ακόμα φορά, 16 χρόνια από τον θάνατό του, να πει μια ακόμα σημαίνουσα ιστορία.

«Θέλεις να γίνεις ο γείτονάς μου;», ρωτά. Και μετά, μέσα από βιωματική έγνοια, αντίληψη και πίστη στη δύναμη της προσευχής, ασύνηθη αφιέρωση στον καθένα ξεχωριστά, ο «κατειλημμένος» Χανκς παρουσιάζει, μέσα από την δομή των εκπομπών του Φρεντ Ρότζερς, την ιστορία ενός δημοσιογράφου γεμάτου θυμό για τον πατέρα του, γεμάτου οδύνη για την μακαρίτισσα μάνα του. Ο Τομ Τζούνοντ, Λόιντ Βόγκελ στο έργο μιας και ο δημοσιογράφος θεώρησε πως η ταινία μιλά για πολλά περισσότερα από τον ίδιο, είναι ένας από εμάς. Κατά πόσον κάποιος μπορεί να σπάσει τον τοίχο μιας δραματουργίας και να εισχωρήσει στο μεδούλι της ιστορίας είναι άλλη υπόθεση.

Η σύγχρονη ζωή έχει πάρει την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που «δίδασκε» ο Ρότζερς στο αμερικάνικο PBS. Είναι υλιστική, είναι ραγδαία, είναι «επαγγελματική», αμοραλιστική, είναι και ευθέως ανήθικη. Δεν διέπεται από την παραμικρή έγνοια για το πλησίον. Μεσολαβούν πάμπολλα, ζωηρά, αποπροσανατολιστικά, ματαιόδοξα, που τρέφουν τον ναρκισσισμό ενώ σκελετώνουν την ανθρωπιά. Οι άνθρωποι βιάζονται, χωρίς ιδιαίτερο λόγο απαραίτητα. Οι προθεσμίες, η «δουλειά», τα λογιών καθήκοντα, συγκρούονται με (πραγματικότατα) προβλήματα, οικονομικά, οικολογικά, υγειονομικά. Η κεκτημένη ταχύτητα, με το λούστρο της πρακτικής ευφυΐας και την απατηλή λάμψη της σοσιομιντιακής αυτοπροσωπογραφίας, δεν συνάδει με τον αργό, εσωστρεφή και αποφασιστικά (συν)ανθρωποκεντρικό κόσμο του Ρότζερς. Αυτού του παράξενου «αγίου», που βρέθηκε στην τηλεοπτική κοσμοχαλασιά σαν κοσμοδιδάσκαλος της μικρής οθόνης να πλάσει μια-δυο γενιές προσχολικής ηλικίας πάνω στα πιο σπουδαία ζητήματα: Αγαπάς τον διπλανό σου; Αγαπάς τον εαυτό σου;

Η Χέλερ παίρνει τολμηρές αποφάσεις. Η δομή του επεισοδίου, η αισθητική της μινιατούρας στην αρχή και το πέρασμα στο πραγματικό κόσμο, η απόσταση του φακού από το πρόσωπο, ο χειρισμός του χρόνου ακόμα και στις πιο αργές ταχύτητες της «απραξίας» - η σκηνή του «ενός λεπτού» είναι υποδειγματική, το αργό γκρο στο πρόσωπο του Χανκς στοιχειωμένο. Καδράρισμα, μοντάζ και ντεκουπάζ όλα τους με μια ακαδημαϊκή ευγένεια αλλά και σπαρμένες ευγενώς αδίστακτες στίξεις ρεαλισμού, που ταράζουν την παρακολουθητική μακαριότητα. Της βγαίνουν όλα. Στο σινεμά της αναπνέει, ίσως μόλις αλλά αναπνέει, μια σχεδόν εξωφρενικά «άλλη» Αμερική. Η εναγώνια αναζήτηση μιας επανεκκίνησης καθιστά το έργο κραυγή βοήθειας.

Αναπόφευκτα θα σκοντάψει, πρόσκαιρα ελπίζεις, σε εύλογες κατηγορίες βαθιά πολιτικού χαρακτήρα. Από την μαρξιστική μεριά αυτό είναι ένα αντιδραστικό σινεμά, που παρακάμπτει τον οικονομικό παράγοντα, που εθελοτυφλεί στην λευκή προνομιακότητα, που χρησιμοποιεί την νοσταλγία, την χριστιανική αναφορά και τον συντηρητισμό για να απαντήσει σε ερωτήματα που δεν έθεσε κανείς. Είναι αλήθεια πως για την κρατούσα νοοτροπία η στροφή σε μια ψυχαναλυτική, «θρησκευόμενη», διαπροσωπική παρατήρηση (και αυτό-παρατήρηση) είναι εχθρός – άξιος λοιδορίας ίσως.  Προς Θεού (…), ίσως έτσι ξεχάσουμε «να μεγαλώσουμε ώστε να γίνουμε καλοί καταναλωτές», που λέει και ο Ρότζερς σε κάποια φάση, σχεδόν ανάρμοστα για την τότε (και δη αμερικανική) τηλεόραση.

Το πρόβλημα της ταινίας είναι η περιφρόνησή της προς αυτές τις φωνές της αντίδρασης, η αδυναμία (ή αδιαφορία) της να αναμετρηθεί με τις εντάσεις που προκαλούν τα λεγόμενά της. Αντιπροσωπεύει έναν καιρό ιδεαλιστικό με τον τρόπο του, αλλοτινό. Αλλά είναι ριγμένη στην αρένα μιας ολότελα υλιστικής, ατομικιστικής εποχής. Όπως ο βασικός της ήρωας πιστεύει φαίνεται, μες την ψυχή της, πως οι άνθρωποι θέλουν να σωθούν, να συμπονέσουν, να συγχωρέσουν – να και η προηγούμενη δουλειά της σκηνοθέτιδας. Μακάρι να έχει δίκιο.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ένας Υπέροχος Γείτονας
  • Ένας Υπέροχος Γείτονας