Μια Λευκή, Λευκή Μέρα

A White, White Day

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2019
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ:Ισλανδία/Δανία/Σουηδία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χλίνουρ Πάλμασον
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Χλίνουρ Πάλμασον
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Ίντα Μεκκίν Χλινσντότιρ, Χίλμιρ Σνάερ Γκούντνασον
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μαρία φον Χάουσβολφ
    ΜΟΥΣΙΚΗ:Έντμουντ Φίνις
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave
    Μια Λευκή, Λευκή Μέρα

Με νωπή ακόμα την πληγή λόγω του θανάτου της, ένας άνδρας αναστατώνεται εκ νέου από την αποκάλυψη ότι η γυναίκα του τον απατούσε, στην κινηματογραφική επιστροφή του ταλαντούχου Ισλανδού εικαστικού Χλίνουρ Πάλμασον. Συμμετοχή στο Διαγωνιστικό των Νυχτών Πρεμιέρας και Βραβείο Ερμηνείας για τον εξαιρετικό Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

«Κάτι μέρες που όλα είναι λευκά και δε φαίνεται να ξεχωρίζει ο ουρανός από τη γη, οι νεκροί μπορούν να μιλήσουν σε εμάς τους ζωντανούς». Με αυτό το ισλανδικό γνωμικό θα μπορούσε να ανοίγει ένα μεταφυσικών διαθέσεων θρίλερ, μόνο που το «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα» δεν είναι τέτοιο. Πρόκειται για μια ιστορία απώλειας, εκδίκησης μα πάνω απ’ όλα αδιαπραγμάτευτης αγάπης η οποία έφερε βραβείο ερμηνείας στον πρωταγωνιστή της Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον («Φανταστικά Ζώα: Τα Εγκλήματα του Γκρίντελβαλντ») στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών. Με τον τελευταίο να κερδίζει στην πορεία και το κοινό των Νυχτών Πρεμιέρας όταν και παρουσίασε το «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα» τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Αθήνα.

Σκηνές όπως αυτή με την πέτρα είναι από μόνες τους υπέροχες μέσα στην απλότητά τους

Η φετινή πρόταση της Ισλανδίας για τα Όσκαρ δίνει συνέχεια στην παράδοση των αξιόλογων δραμάτων που έρχονται τα τελευταία χρόνια από την νησιωτική χώρα (βλ. «Volcano», «Of Horses and Men»), ενώ σηματοδοτεί την επιστροφή του ταλαντούχου εικαστικού και σκηνοθέτη Χλίνουρ Πάλμασον δύο χρόνια μετά το ηχηρό ντεμπούτο του («Winter Brothers»). Επικεντρώνεται στον Ινγκίμουντουρ (Σίγκουρντσον), έναν αστυνομικό από την απομονωμένη ισλανδική ύπαιθρο που βρίσκεται σε άδεια έπειτα από το θάνατο της γυναίκας του σε αυτοκινητιστικό, μια συνθήκη που αντιμετωπίζει αφιερώνοντας χρόνο στην εγγονή του και στο σπίτι που της φτιάχνει. Ωστόσο όταν ανακαλύπτει τυχαία πως η σύζυγός του τον απατούσε, ένας νέος κύκλος έντασης και ερωτημάτων ανοίγει μέσα του.

Με ένα αμάξι που φεύγει στον γκρεμό και κατόπιν ένα σταθερό πλάνο στο οποίο εναλλάσσονται οι εποχές ο Πάλμασον οριοθετεί λιτά το ψυχικό πλαίσιο του ήρωά του, προτού καν μας τον συστήσει ή τον φέρει αντιμέτωπο με την πληγωτική γνώση της απιστίας. Το συνονθύλευμα ανείπωτων σκέψεων που τον περιμένει περνά και μέσα από την οργή, όμως η κατεύθυνση στην οποία καλείται να προσανατολιστεί το κοινό είναι εκείνη της «Λευκής, Λευκής Μέρας» όπου ο Ινγκίμουντουρ θα έρθει τελικά σε ειρήνη με τα αντιφατικά του συναισθήματα και την κρυφή πλευρά της εκλιπούσας που αποτελεί για εκείνον έναν δεύτερο βίαιο αποχωρισμό.

Mια ιστορία απώλειας, εκδίκησης μα πάνω απ’ όλα αδιαπραγμάτευτης αγάπης

Σκηνές όπως αυτή με την πέτρα που ο πρωταγωνιστής απομακρύνει καταμεσής του επαρχιακού δρόμου είναι από μόνες τους υπέροχες μέσα στην απλότητά τους, κυρίως για το πώς λειτουργούν υπογείως σαν καταλύτες εμπλοκής του κοινού με το προσωπικό δράμα του ήρωα. Ο Ισλανδός σκηνοθέτης ωστόσο τις νοηματοδοτεί επιπλέον καθώς τις ενσωματώνει με καίριο μοντάζ σε διαφορετικά σημεία της ταινίας. Έτσι, μια πέτρα που κατρακυλά ανάγεται σε σύμβολο που μιλά για τον φιμωμένο πόνο καλύτερα από τις λέξεις. Λέξεις που έτσι κι αλλιώς ο Ινγκίμουντουρ δεν έχει εύκολες.

Στο χαρακτηριστικά σκανδιναβικό σώμα της «Λευκής, Λευκής Μέρας» χωρούν χιουμοριστικές σφήνες που σκάνε κόντρα στο αλαφροΐσκιωτο αφηγηματικό της στυλ με πρόθεση να εκθέσουν τη τραγελαφική πλευρά του ανδρικού θυμικού ή να παίξουν με τα στερεότυπα της εσωστρεφούς «βόρειας» ιδιοσυγκρασίας. Ταυτόχρονα, δεν λείπουν ευρήματα που λειτουργούν σχηματικά (π.χ. η σκηνή με το τούνελ ως μεταφορά του δύσβατου συναισθηματικού περάσματος του ήρωα), αντισταθμίζονται όμως από σημαντικές αρετές. Σαν την καθοριστική ερμηνεία του Σίγκουρντσον και την ευγλωττία των εικόνων που στήνει ο Πάλμασον. Ή την φωτογραφία της Μαρία φον Χάουσβολφ που σμιλεύει ισορροπημένα πλαίσιο και χαρακτήρες, παρέα με την καθόλου εκβιαστική μουσική επένδυση εγχόρδων του Έντμουντ Φίνις. Και φυσικά μερικούς δευτεραγωνιστές που στην πορεία αποδεικνύονται πολύτιμοι, σαν την πιτσιρίκα Ίντα Μέκιν Χλίνσντοτιρ που παίζει την εγγονή, το ανολοκλήρωτο σπίτι που ενσαρκώνει μια ολοζώντανη εκκρεμότητα, ή το ισλανδικό τοπίο, αυτό το καθηλωτικά ανοιχτό και ευμετάβλητο στις εποχές τοπίο που μαζί με το σπίτι δε θα μπορούσαν να ορθώσουν καλύτερο καθρέφτη απέναντι στην υπερφορτισμένη εσωτερική συνθήκη του ήρωα.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Μια Λευκή, Λευκή Μέρα
  • Μια Λευκή, Λευκή Μέρα