Μικρά Όμορφα Άλογα

All the Pretty Horses

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2020
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα, Βέλγιο, Γερμανία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ / ΣΕΝΑΡΙΟ: Μιχάλης Κωνσταντάτος
    ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Δημήτρης Λάλος, Γιώτα Αργυροπούλου, Κατερίνα Διδασκάλου, Δημήτρης Καταλειφός, Βίκυ Παπαδοπούλου
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιάννης Φώτου
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Liesa Van der Aa
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entertainment
    Μικρά Όμορφα Άλογα

Έπειτα από μια μακρά διαδρομή σε διαδικτυακά διεθνή φεστιβάλ (Σαγκάη, Σαράγεβο, Θεσσαλονίκη κλπ) και μια online απόπειρα διανομής εξαιτίας της πανδημίας, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Μιχάλη Κωνσταντάτου («Luton») βρίσκει μετά από αρκετές αναβολές το δρόμο για τη σκοτεινή αίθουσα.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Ο Πέτρος (Δημήτρης Λάλος), η Αλίκη (Γιώτα Αργυροπούλου) και ο μικρός τους γιος έχουν εγκατασταθεί προσωρινά στην επαρχία ως μέρος ενός σχεδίου που θα τους επιτρέψει να γυρίσουν άμεσα στην Αθήνα και τις ανέσεις που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω. Όμως το σχέδιο οικονομικής επανάκαμψης κάπου φαίνεται να σκαλώνει, μαζί και η σχέση του ζευγαριού, την ώρα που η οικογένεια μοιάζει να οικειοποιείται ένα άδειο πολυτελές σπίτι, τις εργασίες συντήρησης του οποίου έχει αναλάβει ο Πέτρος.

Παιδί της κρίσης που προηγήθηκε αλλά και μέρος ενός υφολογικού συνεχούς που το ελληνικό σινεμά έχτισε από τα τέλη των 00s, το νέο φιλμ του Μιχάλη Κωνσταντάτου περιστρέφεται - όπως ο ίδιος σημειώνει - γύρω από το ερώτημα τι άνθρωποι γινόμαστε όταν καλούμαστε να αλλάξουμε. Με αυτό σαν προβληματική, τα «Μικρά Όμορφα Άλογα» εστιάζουν στα ίδια μας τα ψέματα που μας παγιδεύουν, καθώς επίσης στη βία της αλλαγής και τις βίαιες ενορμήσεις που η αλλαγή αυτή ξυπνά μέσα μας. Μία συνθήκη που δεν αφήνει εκτός την παράμετρο των σχέσεων, οι οποίες σπανίως περνάνε ακέραιες από τη στενωπό των μεγάλων αλλαγών.

Ένα υπαρξιακό δράμα με νύξεις ψυχολογικού θρίλερ γεμάτες από μία υποσχετική βίας η οποία σπανίως εκλύεται σε όλη της την ένταση

Τα «Μικρά Όμορφα Άλογα» είναι ένα υπαρξιακό δράμα με νύξεις ψυχολογικού θρίλερ γεμάτες από μία υποσχετική βίας που σπανίως εκλύεται σε όλη της την ένταση και την οποία έχουμε συναντήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε διάφορες ελληνικές ταινίες από τον «Κυνόδοντα» και μετά, όπως είναι ενδεικτικά το «Chevalier», «Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» και το «Suntan». Μιλάμε, για μια υποσχετική που ξέχωρα από το όποιο σασπένς δημιουργεί, καταλήγει να ορίζει σε μεγάλο βαθμό το πίσω κείμενο και τον τόνο της αφήγησης, εν προκειμένω με μεγαλύτερη εγκράτεια από το πώς αυτή εμφανιζόταν στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κωνσταντάτου («Luton», 2013). Η βία που ελλοχεύει εδώ, κατά βάση έμφυλη και κατ’ επέκταση ταξική, μπορεί π.χ. να κλείνει το μάτι μέσα από το παιχνίδι του Πέτρου με τον σκύλο στην αυλή, να ξαφνιάζει στην πετυχημένα αιφνιδιαστική σκηνή μέσα στην πισίνα όπου την ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι την κόβεις με το μαχαίρι, ή να μεταδίδει καθαρό ηλεκτρισμό όταν η ιδιοκτήτρια της πολυτελούς μονοκατοικίας απευθύνεται στην Αλίκη σαν να πρόκειται για την οικιακή βοηθό της. Παράλληλα, υπάρχει και η βία που μπολιάζει το υπόβαθρο της ιστορίας. Είναι η βία της φτωχοποίησης, την οποία οι δύο πρωταγωνιστές έχουν υποστεί πριν καν πέσουν οι τίτλοι αρχής.

Δίχως να βλέπουμε τι έχει προηγηθεί, μαθαίνουμε πως ο Πέτρος είναι επενδυτής και η Αλίκη αναισθησιολόγος, όμως έως ότου μπορέσουν να επιστρέψουν στον τομέα τους, αναγκάζονται να υπαναχωρήσουν από την ποιότητα ζωής που είχαν και να κάνουν δουλειές που κάποτε θα απέρριπταν. Το σπίτι που έχουν νοικιάσει είναι κλάσεις κατώτερο από αυτό που ο Πέτρος έχει αναλάβει να συντηρεί και, εκμεταλλευόμενοι τη συχνή απουσία της πλούσιας ιδιοκτήτριας, συμπεριφέρονται σα να τους ανήκει, δίκην μιας ασυναίσθητης πρόβας επαναφοράς στη ζωή που ήξεραν ή θα ήθελαν να έχουν. Ένα ψέμα, ωστόσο, που σύντομα θα αρχίσουν να πουλάνε και σε τρίτους, με συνέπεια να βυθίζονται όλο και περισσότερο σε μια ζωή δανεική που στο τέλος τους επιφυλάσσει μονάχα ματαίωση. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η α λα «Παράσιτα» συνθήκη κατάληψης μιας ξένης ιδιοκτησίας είναι ένα εύρημα που ο Κωνσταντάτος είχε συμπεριλάβει στο σενάριο πριν την πολυβραβευμένη ταινία του Μπονγκ Τζουν-χο.

Ο Κωνσταντάτος σκηνοθετεί με απλότητα, ακρίβεια και ικανή αίσθηση ρυθμού

Προκειμένου να αποτυπώσει την ιστορία που έχει κατά νου, ο Κωνσταντάτος σκηνοθετεί με απλότητα, ακρίβεια και ικανή αίσθηση ρυθμού, πριμοδοτώντας τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές έναντι οποιουδήποτε άλλου (αρχετυπικού) χαρακτήρα θα εμφανιστεί πλάι τους. Ταυτόχρονα, φροντίζει συχνά να τους λούζει με άφθονο φυσικό φως, χτίζοντας έτσι μια διαρκή δόση ειρωνείας για όσα οι ήρωές του επιμένουν να κρύβουν ακόμα και κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο. Επίσης, βρίσκει τον τρόπο να μεταγγίσει ένταση σχεδόν σε κάθε του πλάνο, είτε επιλέγει ένα πιο ευέλικτο καδράρισμα είτε ένα στατικό. Ενδεικτική ως προς το τελευταίο η σκηνή όπου ο Πέτρος δίνει συνέντευξη για δουλειά μέσω skype, ενώ εμείς τον βλέπουμε μεν από την ίδια γωνία με τον συνεντευξιαστή, αλλά αρκετά πιο μακριά ώστε να φαίνεται το πόδι του που τρέμει κάτω από το γραφείο.

Όλα, ωστόσο, τα παραπάνω θα είχαν μείνει ημιτελή δίχως τον Δημήτρη Λάλο και τη Γιώτα Αργυροπούλου, οι οποίοι αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά υποδυόμενοι ένα ζευγάρι που δοκιμάζει τα όριά του όντας εγκλωβισμένο σε μια αντιφατική κατάσταση: από τη μία η δρομολογημένη - υποτίθεται - επιστροφή στην πόλη, από την άλλη η δανεική πολυτέλεια του ξένου σπιτιού που οικειοποιούνται. Το παραμύθι όμως που λένε στους εαυτούς τους είναι ισχυρό και ας διαρκεί λίγο. Όπως αυτό με τα «Μικρά Όμορφα Άλογα» που η Αλίκη λέει στον γιο της πριν τον βάλει για ύπνο.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Μικρά Όμορφα Άλογα
  • Μικρά Όμορφα Άλογα