Οι Αντίπαλοι

Challengers

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λούκα Γκουαντανίνο
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Τζάστιν Κουρίτσκες
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζεντάγια, Τζος Ο'Κόνορ, Μάικ Φάιστ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Σαγιόμπου Μόκντιπρομ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τρεντ Ρέζνορ, Άτικους Ρος
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Οι Αντίπαλοι

Τρεις υπέροχοι πρωταγωνιστές, μοντάζ κι ηχητικός σχεδιασμός για Όσκαρ, γενναίες δόσεις από Άτικους Ρος/Τρεντ Ρέζνορ κι ένα γαργαλιστικό μελό με φόντο τα κορτ του επαγγελματικού τένις. Αυτά είναι τα κύρια συστατικά της πιο αβίαστα σέξι και διασκεδαστικής ταινίας του Λούκα Γκουντανίνο μέχρι σήμερα.

Από τον Θοδωρή Καραμανώλη

Το «Challengers» είναι μια απολαυστικά ασόβαρη ταινία. Όλη η έμφαση πάει στο επίρρημα. Και ξέρω, δεν έχουμε δει όλες τις ταινίες του κόσμου, αλλά ειλικρινά μοιάζει πολύ μακρινή η τελευταία φορά που αντικρύσαμε έργο τόσο απενοχοποιημένα φαντεζί σε όλο του το σώμα. Απόδειξη ίσως πως στην εποχή της κονσέρβας το στυλ κι η τεχνική παραμένουν δείκτες σημαίνοντες και ζωτικοί, ζητούμενα που υπερκερνούν τον όποιο κινηματογραφικό εστετισμό. Είναι ο λόγος που συνεχίζουμε να περιμένουμε τον επόμενο Μπαζ Λούρμαν, που μας αρκεί για να καβαλήσουμε τις συμμετρίες ενός Γουές Άντερσον, που μας στριμώχνει στην άκρη του ρινγκ παρέα με τον Τζέικ ΛαΜότα ή στην ντουζιέρα του Μπέιτς Μοτέλ. Ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι θα μπορούσαν να μετακομίσουν για πάντα σε ένα πλάνο, να δραπετεύσουν εσαεί σε ένα τράβελινγκ ή να ξεχάσουν πώς αναπνέουν μέχρι το επόμενο cut.

Μέσα σε κάτι παραπάνω δύο ώρες ολοκληρωτικά αφιερωμένες στους εραστές του εκράν, ο Λούκα Γκουντανίνο καταφέρνει να βολέψει ουκ ολίγες τέτοιες μικρές η μεγαλύτερες στιγμές (με αποκορύφωμα ως έπρεπε την τελευταία του φιλμ). Για να το πετύχει κατακτά ένα δικό του χωροχρόνο, ορμώμενο από λίγα ηλιόλουστα δευτερόλεπτα σε διαστολή. Μέσα από αυτά προλαβαίνουμε να γνωριστούμε μόνο με τα βασικά: δύο τενίστες μονομαχούν υπό το ανήσυχο βλέμμα μιας όμορφης γυναίκας. Αυτό το αφηρημένο αρχικά στιγμιότυπο γίνεται το πρώτο σημείο σε ένα ασταμάτητο σούρτα φέρτα πάνω σε ένα timeline που εξετάζει αποκλειστικά τα ορόσημα ενός ισόπλευρου ερωτικού τριγώνου. Διερευνώντας το εμβαδόν του (όπως και τις πιθανότητες που ξεκλειδώνουν στη μεγάλη οθόνη η διαφημιστική καριέρα του και το μεσσιανικό stardom της Ζεντέγια), ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει εκ πρώτης ένα προσχηματικό αθλητικό μελόδραμα. Μια ιστορία όπου ένα κορίτσι και δύο αγόρια, βλέπουν τις ζωές και τις καριέρες τους να τέμνονται σε μια ανελαστική σύγκρουση, η οποία δεν ξέρεις που θα καταλήξει. Μια ταινία επίσης όπου το τένις που διαφεντεύει τις ζωές των ηρώων, είναι απλά η αφορμή. Η φαιά ουσία της βρίσκεται μάλλον σε έννοιες όπως ο ανταγωνισμός, η φιλοδοξία, ο ακομπλεξάριστος ερωτισμός, η φιλία, το ταλέντο και το πως όλ' αυτά συμπλέκονται.

Φρέσκο, σέξι κι ανυπολόγιστα φαν: Στους «Αντίπαλους» του Λούκα Γκουντανίνο το στυλ είναι η ουσία 

 

Η πραγματική ουσία όμως παραμένει το στυλ. Ο Γκουντανίνο προσφέρει κλεφτές ματιές σε έναν κόσμο απολύτως πειστικό αλλά περιορισμένο απ' την προσχηματική αφέλεια του. Ξέρει ακριβώς πως να κινηθεί με την κάμερα του στο τερέν, σε αθλητικές εγκαταστάσεις, σε λόμπι και αυλές ακριβών ξενοδοχείων, ακόμη και στα πίσω καθίσματα ενός αμαρτωλού SUV. Επεκτείνει το πεδίο των παθών και της αντιπαράθεσης των ηρώων από τα κορτ μέχρι τα ημίγυμνα κορμιά τους. Ακολουθώντας πάνω τους γραμμώσεις και καμπύλες (που κανονικά δεν θα 'πρεπε να υπάρχουν) φτάνει σε τρία φρέσκα πρόσωπα που κάτω απ' το φακό του λες πως αρκούν για να ανανεώσουν ολόκληρο το χολιγουντιανό στερέωμα. Ανιχνεύει ρομποτικά πάνω τους αντιδράσεις, εκμαιεύει τις ατάκες που θωρακίζουν το είναι τους, χτίζει αριστοτεχνικά την τελική αντιπαράθεσή τους. Και μόλις το τρίγωνο ολοκληρωθεί, σερβίρει με όλη του τη δύναμη.

«Οι Αντίπαλοι» είναι ασυζητητί μια απ' τις πιο σέξι ταινίες του πάντοτε, αρετή που συμπληρώνεται από ιδιαίτερο φυσικό και τεχνητό κάλλος. Ευλογημένη επίσης απ' το γεγονός ότι την σκηνοθετεί κάποιος που ξέρει ακριβώς πως να διαχειριστεί την περιρρέουσα ομορφιά και πως να την αμπαλάρει με χάρη. Τόση ώστε να μη διαχωριστεί ο τεχνίτης απ' τον καλλιτέχνη. Στο τελευταίο και πρακτικά βωβό μέρος της ταινίας, ο θεατής φεύγει απ' το κάθισμά του για να γίνει το μπαλάκι που ταξιδεύει από βογγητό σε βογγητό και παράλληλα μάρτυρας στην κορύφωση μιας τουλάχιστον ευρηματικής κινηματογράφησης. Πρόκειται για ένα ιλλιγγιώδες οπτικοακουστικό τρικ που κλιμακώνει την ούτως ή άλλως ζηλευτή σκηνοθετική ρευστότητα. Ένα ιδιοφυές ράλι που αν το απομονώσουμε αξίζει μια θέση στο ανθολόγιο με τα απολύτως κλασικά του σινεμά. Παραμένει βέβαια τρικ, αλλά ποσώς μας πειράζει καθώς μετά κι απ' αυτό το «style over substance» έχασε αρκετό απ' το νόημά του. Επαναλαμβάνουμε εδώ το στυλ είναι η ουσία, ένα είδος σινεμά για το σινεμά που στο δεδομένο κλίμα της ελεεινής στουντιακής παντοκρατορίας, αποδεικνύεται παραπάνω κι από απαραίτητο.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Οι Αντίπαλοι
  • Οι Αντίπαλοι