Άιφελ

Eiffel

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρτέν Μπουρμπουλόν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Καρολίν Μπονρά, Τομά Μπιντγκέν, Ναταλί Καρτέρ, Μαρτέν Μπροσολέ, Μαρτέν Μπουρμπουλόν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ρομέν Ντουρί, Έμα Μάκι, Πιερ Ντελαντονσάν, Αρμάν Μπουλανζέ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ματία Μπουκάρ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Αλεξάντρ Ντεπλά
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Rosebud21
    Άιφελ

Ρομαντικοποιημένη εκδοχή της ανέγερσης του Πύργου του Άιφελ, που περιγράφει ταυτόχρονα και μια υποθετική ερωτική ιστορία του επώνυμου πολιτικού μηχανικού. Τυπικά καλοφτιαγμένο δείγμα γαλλικής κινηματογραφικής ευρωστίας, που δεν καταφέρνει να ξεκολλήσει από την έλλειψη μεγάλης πνοής που το διέπει.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Το καλύτερο παράδειγμα της ταινίας που δεν είναι η ταινία του Μαρτίν Μπουρμπουλόν, είναι ο «Τιτανικός». Κι εκείνος για μια σιδηροκατασκευή πρόκειται, κι εκείνος έχει μια μεγάλη ερωτική ιστορία σε πρώτο πλάνο, αφού απευθύνεται σε ένα κοινό μεγαλύτερο των πολιτικών ή ναυπηγών μηχανικών, κι εκείνος αποσκοπεί σε ένα είδος ιστορικής, ρομαντικοποιημένης μυθοπλασίας. Η ταινία του Τζέιμς Κάμερον βέβαια είναι…μια ταινία του Τζέιμς Κάμερον, διαθέτει κοιτάσματα μεγάλης πνοής. Κι αυτό σημαίνει ότι όπου κλισέ επιλέγει την δραματική γεώτρηση σε ό,τι το συνιστά, ούτως ώστε ακόμα και το σύνηθες να μεταπλάθεται σε κάτι πρωτόφαντο. Η ουσία της φιξιόν σα να λέμε.

Αντίθετα εδώ, παρότι οι καλύτερες στιγμές, λόγω παρουσιών των Έμα Μάκι και Ρομέν Ντουρί, ειδικά της πρώτης, είναι αυτές του ρομάντζου, το σύνολο προδίδει μεν την κατασκευαστική ευρωστία του γαλλικού σινεμά (η ταινία δεν σε κοροϊδεύει και δεν το κλέβει ποτέ), αλλά με σκέτη ευρωστία σοβαρό σινεμά δεν βάφεται.

Τουτέστιν δύο τινά: Το ένα αφορά στο ρομαντικό σινεμά σήμερα και το άλλο στην μαγκιά των Γάλλων και της κινηματογραφικής βιομηχανίας τους.

...ένα αμαχητί απλουστευτικό δράμα, αναχρονιστικά αταξικό και οκνηρά θεαματικό, που επί της ουσίας μετατρέπει τον ιστορικό Πύργο σε εργαλειακό φόντο της ερωτικής ιστορίας

Το πρώτο είναι μια πονεμένη ιστορία, καθώς τίποτα δεν έχει βαρυγκωμήσει στις κινηματογραφικές μέρες μας, μαζί με την κωμωδία εσχάτως, όσο το ρομαντικό ιδίωμα. Στο κυρίως ρεύμα, ρομαντικές ταινίες δεν επιχειρούνται (ή αν ξεπροβάλλουν δειλά-δειλά στην μορφή μιας συμπαθέστατης rom-com προσαρμογής Τζέιν Όστεν στο πρόσφατο «Persuasion», ας πούμε, συντρίβονται από μια κριτική που στην νεοεποχική της εγκεφαλικότητα δεν χαρίζει ούτε μισό κάστανο), ενώ τα παραγωγικού βεληνεκούς ρομαντικά δράματα αποτελούν τεκμήριο μιας άλλης, μακράν περασμένης εποχής. Προς τιμήν του το παρόν επιχειρεί μια μικρή υπενθύμιση-τόλμημα, καθώς μάλιστα απευθύνεται σε ένα λιγότερο ενεργό αιθουσιακά κοινό (το ενήλικο ευρωπαϊκό, κυρίως) που καθόλου δεν έχει συναινέσει στην αμερικανική θορυβοποίηση. Έχει δίκιο, όπως τεκμηριώνεται από την σοβαρή εμπορική επιτυχία της ταινίας. Ένα εκατομμύριο θεατές στην Γαλλία, δεν είναι μικρό πράγμα στην covid εποχή μας, αν και η ακριβή παραγωγή δεν βγήκε στο πράσινο από την αιθουσιακή της ζωή.

Στην όποια επίτευξη βοηθά το ότι οι Γάλλοι έχουν δικό τους κεφάλι με το σινεμά τους. Αν και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο θέμα εσωτερικής συζήτησης, η Γαλλία δεν ακολουθεί τον τρόπο των Αμερικανών, εξακολουθώντας, για λόγους που άπτονται και της (για την ώρα) κινηματογραφικής παιδείας της χώρας, να κάνει ένα λαϊκό σινεμά, ποικίλων ειδών, παραγωγικής φιλοδοξίας. Ενώ το αμερικανικό σινεμά των μεγάλων στούντιο δεν έχει πια την παραμικρή σχέση με την δεκαετία του ’90 ή ακόμα και των πρώτων χρόνων του 2000, η Γαλλία παραμένει μια εξίσου πλουραλιστική, πολυδιάστατη κινηματογραφική μηχανή, που παράγει όλων των ειδών το σινεμά (και εμπορικό αλλά και ιδεών), όπως ακριβώς παρατηρεί κανείς από την δεκαετία του ’30 ή και νωρίτερα!

Μολονότι όλα αυτά είναι παρόντα εδώ, η ταινία του Μπουρμπουλόν δεν αντέχει σε κριτική πέραν της προσεκτικά κλισέ γοητείας που αποπνέει το λαϊκό της ρομάντζο. Η Μάκι όμως είναι τόσο εκφραστική, τόσο ρομαντική στο παίξιμό της, που παρασέρνει τον θεατή θυμίζοντας, έστω ανεπαίσθητα, πόσο λείπει το είδος στις μέρες μας.

Ο έτερος λόγος που δεν αντέχει η ταινία σε κριτική είναι το ότι θα περίμενες από μια γαλλική ταινία για ένα εθνικό σύμβολο που εμπνέει (όχι μόνο) την τουριστική ανθρωπότητα, μια ιστορία ανάλογη του δράματος που περιβάλλει την κατασκευή του για την Έκθεση του Παρισιού στην εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης. Αντ’ αυτής παίρνουμε ένα αμαχητί απλουστευτικό δράμα, αναχρονιστικά αταξικό και οκνηρά θεαματικό, που επί της ουσίας δεν είναι παρά ένα εργαλειακό φόντο της ερωτικής ιστορίας, στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ «μαθαίνουμε» ότι ο Πύργος έγινε για ένα ερωτικό τερτίπι. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και μια σκηνοθετική προσέγγιση-γιο-γιο, που σκοτώνεται* στην αρχή μην και χάσει το ανυπόμονο κοινό της, πέφτει σε κωματώδη συγκριτικά κατάσταση μετά περιγράφοντας το αμόρε της και γίνεται καρτ-ποσταλική κατά περίσταση στην συνέχεια, καταλαβαίνει κανείς ότι ο δημιουργός του «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά» (1 & 2…) δεν είναι η περίπτωση της μεγάλης πνοής που το έργο χρειαζόταν.  

*Μια σύντομη σημείωση για τον (όχι μόνο κινηματογραφικό) ρυθμό: Η ταχύτητα, το γρήγορο τέμπο μιας ταινίας δεν είναι πανάκεια. Αντίθετα, είναι μια σχετική ιδιότητα. Ο ρυθμός είναι μια παράμετρος περιγραφής του τι βλέπουμε, τόσο από πλευράς ιστορίας/πλοκής όσο και από πλευρά κατασκευών ή θεμάτων. Τις περισσότερες φορές σήμερα, πρακτικά κανόνας στο εμπορικό σινεμά, η ταχύτητα προδίδει μια βιασύνη από σκηνοθετικής πλευράς κι ένα άγχος να διατηρηθεί η προσοχή, δυο χαρακτηριστικά βέβαια που δεν αποκαλύπτουν ένα εμπιστεύσιμο σενάριο αλλά ούτε και μια πίστη στην εκφραστική δυνατότητα των δημιουργών. Πιο απλά, αν τρέχεις, τις περισσότερες φορές σημαίνει ότι θέλεις να κουκουλώσεις αδυναμίες, θέλεις να αποσπάσεις την προσοχή στην ταχύτητα καθαυτή και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι άξιο να ιδωθεί στην διάρκεια αυτή του έργου. (Τα πρώτα λεπτά του «Eiffel» είναι, εν γένει αναχρονιστικά μάλιστα, ακριβώς αυτή η περίπτωση).

Όμως το τέμπο είναι εκεί για να διαδηλώσει αυτά που έχεις να πεις, αλλά και τον τρόπο που σκαρφίστηκες να τα περιγράψεις. Τα πρόσωπα, ο χώρος, η σκηνογράφησή του, η ηχητική υπογράμμιση, τα κοστούμια και βέβαια οι ερμηνείες και η σκηνοθετική παρουσία συνιστούν συνολικά μια ταινία. Με την αστραπιαία ταχύτητα, παρεκτός της σπάνιας περίπτωσης που η ταχύτητα αυτή έχει κάτι να δηλώσει επί του έργου (παράδειγμα, η διαλογική ταχύτητα της εισαγωγής του «Social Network»), ο δημιουργός αποπροσανατολίζει από το γεγονός ότι απλά στον κόσμο της ταινίας του δεν συμβαίνει κάτι που δικαιούται να ξαποστάσει το βλέμμα, το αυτί και το μυαλό πάνω του.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Άιφελ
  • Άιφελ