Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του

The Man Who Sold His Skin

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2020
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ / ΣΕΝΑΡΙΟ: Καουτέρ Μπεν Χανιά
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Γιάγια Μαχαγίνι, Ντέα Λάιαν, Κοέν Ντε Μπου, Μόνικα Μπελούτσι
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κρίστοφερ Αούν
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Αμίν Μπουχάφα
    ΜΟΝΤΑΖ: Μαρί Ελέν Ντόζο
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104’
    ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO Films
    Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του

Την ώρα που η χώρα του βυθίζεται στον εμφύλιο, ένας Σύρος αποχωρίζεται το κορίτσι που αγαπά αλλά βρίσκει δόξα, χρήμα και διέξοδο στην Ευρώπη, όταν ένας φημισμένος Βέλγος καλλιτέχνης τον μετατρέπει σε ζωντανό έκθεμα ζωγραφίζοντας στην πλάτη του ένα τατουάζ. Υποψηφιότητα Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας για ένα φιλμ που εγείρει επιδερμικά ερωτήματα πάνω στα όρια της τέχνης, το τίμημα της ελευθερίας και την εργαλειοποίηση του προσφυγικού από τον δυτικό κόσμο.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Μια υποψηφιότητα Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας προφανώς και λειτουργούν ενισχυτικά στην προώθηση ενός φιλμ. Πόσο μάλλον όταν αυτό καταπιάνεται με ζητήματα όπως η εργαλειοποίηση του προσφυγικού ζητήματος από τον δυτικό κόσμο και τα όρια της τέχνης. Όμως πέρα από τα ευπώλητα σημεία του, το νέο πόνημα της Καουτέρ Μπεν Χανιά (το επίσης δικό της «Η Πεντάμορφη και η Αγέλη» είχε προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2017) δυσκολεύεται να πεισει σε ένα γενικότερο επίπεδο. Κι όχι μόνο λόγω της απίστευτης ιστορίας που πραγματεύεται, η οποία παρεμπιπτόντως εμπνέεται από ένα αληθινό περιστατικό.

Όπου αληθινό περιστατικό, η περίπτωση του Βέλγου καλλιτέχνη Βιμ Ντελβογιέ που το 2006 έπεισε έναν άντρα να κάνει την πλάτη του ζωντανό έκθεμα, με το έργο να παρουσιάζεται σε μουσεία και γκαλερί και να πωλείται τελικά σε συλλέκτη, έχοντας την υποχρέωση να συνεχίζει να εμφανίζεται περιστασιακά σε εκθέσεις. Το ασυνήθιστο αυτό έκθεμα είχε δει και η Τυνήσια σκηνοθέτις Μπεν Χανιά στο Λούβρο, γεγονός που την ενέπνευσε να γράψει το σενάριο του «The Man Who Sold His Skin». Μόνο που η ιστορία της ταινίας της αφορά στον Σαμ Αλί (Γιάχια Μαχαϊνί), έναν Σύρο που καταλήγει πρόσφυγας στο Λίβανο, μακριά από την αγαπημένη του Αμπίρ (Ντέα Λιαν) και έναν τόπο που μέρα τη μέρα βυθίζεται στη δίνη του εμφυλίου. Εκεί, θα τον προσεγγίσει ο Βέλγος εικαστικός Τζέφρι Γκοντεφρόι (Κον Ντε Μπάου) ο οποίος του προτείνει να μετατρέψει την πλάτη του σε έργο τέχνης, με αντάλλαγμα χρήματα, αναγνωρισιμότητα και φυσικά μια βίζα για την Ευρώπη. Εκεί δηλαδή που αμέτρητοι συμπατριώτες του αδυνατούν να φτάσουν, είτε επειδή θαλασσοπνίγονται είτε επειδή καταλήγουν κλεισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι ήρωες της Μπεν Χανιά εμφανίζονται να λειτουργούν περισσότερο σαν περιφερόμενα σύμβολα παρά σαν πιστευτοί χαρακτήρες

Αν το άδοξο ρομάντζο του Σαμ με την Αμπίρ και ο γάμος συμφέροντος της τελευταίας που την στέλνει ασφαλή στις Βρυξέλλες δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας σε επίπεδο ενός μελοδράματος που παίζει μονίμως στο υπόβαθρο, το τατουάζ-βίζα το οποίο κοσμεί την πλάτη του Σύρου πρόσφυγα αποτελεί ένα σεναριακό εύρημα που κινδυνεύει να θέσει όλες τις προβληματικές της ταινίας στη σφαίρα του προφανούς. Σαν να μη φτάνει αυτό, οι περιττές επεξηγήσεις πάνω στον συμβολισμό ενός αμφιλεγόμενου έργου που αποκτά τεράστια δημοφιλία προσφέρονται έτοιμες στον θεατή. Ο ίδιος ο Γκοντεφρόι εμφανίζεται σε συνέντευξη να εξηγεί με γειωμένη αυταρέσκεια την παραδοξότητα του να δίνει σε έναν αιτούντα άσυλο την ελευθερία να ταξιδέψει παντού στον κόσμο, τη στιγμή που τον καθιστά ένα κινούμενο καλλιτεχνικό προϊόν, δέσμιο συγκεκριμένων συμβάσεων. Από πολύ νωρίς, η διαδρομή που καλείται να διανύσει ο θεατής με όχημα την ταινία μικραίνει επικίνδυνα. Γιατί οι ήρωες της Μπεν Χανιά εμφανίζονται να λειτουργούν περισσότερο σαν περιφερόμενα σύμβολα παρά σαν πιστευτοί χαρακτήρες.

Ανάμεσά τους πάντως ξεχωρίζει ο Σαμ Αλί, όπως προκύπτει από τη βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βενετίας ερμηνεία του Γιάχια Μαχαϊνί, μιας και ο τελευταίος προσπαθεί φιλότιμα να μπει στα παπούτσια ενός απελπισμένου και πληγωμένου ανθρώπου που βλέπει να του προσφέρεται ένα χρυσό κλουβί σαν προνόμιο και ελευθερία. Γύρω του όμως εκτείνεται μια ερμηνευτική τάφρος η οποία καταπίνει τόσο τον Βέλγο ηθοποιό Κον Ντε Μπάου σε ένα ρόλο επιτηδευμένα και στερεοτυπικά υπερφίαλο, όσο και τη Μόνικα Μπελούτσι, η οποία αστοχεί θεαματικά στο να αποδώσει στοιχειωδώς την κυνική συνεργάτιδα του εικαστικού.

«Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του» βρίσκει σε συγκεκριμένες σκηνές - όπως αυτή που ο Σαμ Αλί αντικρίζει ένα τεράστιο πόστερ με την πλάτη του - αυτό που δυσκολεύεται να κατοχυρώσει στη διάρκεια μιας ολόκληρης ταινίας. Είναι μια ταινία που ασχολείται πολύ με το φαίνεσθαι και ξεχνιέται διαρκώς στην αναζήτησή του, σε πλάνα με ιδιαίτερες γωνίες λήψης και φωτισμούς που θα δώσουν όγκο και έκταση στο θέμα, σε μία προσπάθεια να υπερθεματιστεί το δράμα ενός φαουστικού ήρωα. Μιλάει πολύ, αλλά δίχως καμία διάθεση εμβάθυνσης, για τα όρια στην τέχνη, την υποδούλωση του ανθρώπου στους νόμους της αγοράς, το προσφυγικό ή την αξία της ανθρώπινης ζωής έξω από το πλαίσιο της δυτικής πραγματικότητας. Αλλά δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι θεαματικά καλύτερο, από τη στιγμή που η Μπεν Χανιά είναι ικανοποιημένη με ένα φινάλε τραβηγμένων ανατροπών και βεβιασμένων τακτοποιήσεων, το οποίο αδυνατεί να προσφέρει μια υποτυπώδη έστω κάθαρση.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του
  • Ο Άνθρωπος που Πούλησε το Δέρμα του