Σαν σήμερα έκανε πρεμιέρα το «Μπεν Χουρ» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο κολοσσός των 11 Όσκαρ

Λίγα λόγια για μια λίαν παρεξηγημένη ταινία που διατηρεί ορθά επικό μεγαλείο κάτω από στρώσεις εκλεκτού χολιγουντιανού φτιασιδώματος.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Σαν σήμερα έκανε πρεμιέρα το «Μπεν Χουρ» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο κολοσσός των 11 Όσκαρ

Στην συζήτηση περί καλών χρονιών στην ιστορία του σινεμά, το 1959 φέρνει ίλιγγο. Από την «Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» στα «400 Χτυπήματα». Από την «Ανατομία ενός Εγκλήματος» στο «Χιροσίμα, Αγάπη μου». Από την «Μπαλάντα Ενός Στρατιώτη» στον «Μαύρο Ορφέα». Από το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» στο «Ρίο Μπράβο». Μπεκέρ, Μπρεσόν, Σατιατζίτ Ρέι, Όζου, Σερκ έκαναν, επίσης, μεγάλα έργα. Και ο Γουίλιαμ Γουάιλερ έκανε την πιο περίφημη κινηματογραφική μεταφορά της διάσημης νουβέλας του Λι Γουάλας, την ακριβότερη ως τότε παραγωγή στην ιστορία του σινεμά.

Ο «Μπεν Χουρ» επιβάλλεται πρώτα-πρώτα με τους αριθμούς του. Το πόσο ακριβός ήταν, τα γυρίσματα που κράτησαν σχεδόν εννιά μήνες, το post-production άλλους έξι, τα 3.000 άλογα και καμήλες που χρησιμοποιήθηκαν, τους 10.000 κομπάρσους. Το «δεν τα φτιάχνουν πια έτσι» δεν είναι μελοδραματισμός, ποτέ δεν θα ξαναδούμε (εκτός αν επιτραπεί να υπάρξει ξανά μανιακός δημιουργός) ταινίες που αυτό που βλέπεις υπάρχει πραγματικά, χαρίζοντας κι ένα κατασκευαστικό δέος, μια αληθοφάνεια υπαρκτή, έστω και σκηνοθετημένη.

Ο «Μπεν Χουρ» στη συνέχεια επιβλήθηκε σαν το πανάκριβο, υπερεπιτυχημένο έπος που το Χόλιγουντ θα έστηνε πάνω του μια αναλογική «Πυραμίδα του Χέοπος», ένα μνημείο φόρο τιμής και σημείο αναφοράς μαζί, που θα υπενθύμιζε διαρκώς (ή μέχρι διαδοχής…) την οικονομική ανωτερότητα μιας βιομηχανίας, την αισθητική επιβολή που ο δυνατότερος εξ ορισμού υλοποιεί.

Τέλος, στην εποχή της τηλεόρασης, έστω και αν το εικαστικά ανυπέρβλητο 2.76:1 του φιλμ των 70mm (που ο Γουάιλερ δεν ήθελε!) δεν χωρά σε καμμιά φτωχοτηλεόραση, ο «Μπεν Χουρ» έγινε ένα οικιακό όνομα, ένα μέλος της οικογένειας, με όλα τα βλαπτικά συμπαρομαρτούντα μιας τέτοιας σχέσης που μεσοβέζικα κατεβάζει το υψηλό στα μεγέθη που αντέχει η καθημερινότητα.

Έτσι έπρεπε, μαζί με την αλλαγή των εποχών και τον αβάσταχτο ερχομό της εν πλήρη αγνοία διατέλουσας «άποψης» του καθενός, να γίνουμε μάρτυρες μιας ομοβροντίας «κριτικής» επί ενός έργου που ελάχιστη σχέση με το σινεμά, την αισθητική και το είδος έχει, αλλά ασχολείται με το αν ο Τσάρλτον Ίστον είναι καλός ηθοποιός (!) – αναντικατάστατος στον ρόλο είναι, παρεμπιπτόντως – ή αν μας ενδιαφέρει πια ένα «παλιομοδίτικο θέαμα» με χλαμύδες, Εβραίους και χριστιανικά διδάγματα.

Βεβαιότατα η ταινία είναι ορόσημο της αισθητικής του έπους (έννοια ιδιαίτερα πολύπαθη και στην επικαιρότητα), ορίζει την έννοια της υποβόσκουσας κριτικής εν μέσω μεγαλειώδους αφήγησης (η κριτική της υπερδύναμης, η ψηλάφηση της παγκοσμιοποίησης, είναι αμφότερα εδώ και μάλιστα εν μέσω Ψυχρού Πολέμου), διατυπώνει και με προκλητική πραγματικά άνεση το σκηνοθετικό μεγαλείο αυτού του γίγαντα του Γουάιλερ που τόσο ευέλικτα μπορούσε να κάνει μια ταινία δωματίου και μια ταινία που η αρματοδρομία της μόνο θα κόστιζε όσο πέντε ταινίες δωματίου.

Ο «Μπεν Χουρ» επίσης, εν μέσω bigger than life τεκταινομένων, τεσσάρων περίπου ωρών και υποχρέωσης ικανοποίησης ενός μεγάλου κοινού με το καθαρό θέαμα, έχει και «απαγορευμένες» νύξεις ομοφυλοφιλικές (η σκηνή του Μεσσάλα και του Χουρ με τα κοντάρια και τα βλέμματα πρέπει να ήταν η γιορτή του συνσεναριογράφου Γκορ Βιντάλ), έχει και κριτική του θρησκευτικού δογματισμού, έχει και υποδειγματική κεντρική ερμηνεία αδιανόητης αντοχής, έχει και soundtrack από τον Μίκλος Ρόσα να παθαίνουν ντελίριο οι λάτρεις, έχει και παραμυθιακό, κλασικά εικονογραφημένο επίτευγμα (δες την σεκάνς της Γέννησης με τους Μάγους), έχει, έχει, έχει…

Τα 11 Όσκαρ επιστέγασαν αυτόν τον θρίαμβο της άριστα λιπασμένης μηχανής, της συλλογικής επίτευξης, της προσωπικής σκηνοθετικής εξοχότητας. Από μια πλευρά δεν είναι αρκετά. Οι ρυτίδες του χρόνου, η ιστορικά απαλλαγμένη «άποψη» του μέσου όρου και το χαμένο βλέμμα της αθωότητας – που όσο γεννά έργα σαν κι αυτό, τόσο φουλάρει εμπειρία που τελικά επιτίθεται σε έργα σαν κι αυτό – θέλουν δουλειά από μέρους μας, από μέρους των θεατών, για να γίνει αισθητό πως το «Μπεν Χουρ», μια ταινία-κατηγορία από μόνη της, δεν είναι απλά ένα πλήρες έργο: Είναι μια στιγμή στον χρόνο που ο κινηματογραφικός πολιτισμός έφτασε σε ένα απόγειο συγκερασμού και παντρέματος του κόσμου της οικονομίας με τον κόσμο της δημιουργίας. Και τέτοια απόγεια, έκτοτε, είναι αριθμημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.