Κέιτ Μπλάνσετ: 5 + 1 ερμηνείες για μια ηθοποιό - μανιφέστο

Κάτι παραπάνω από υπολογίσιμη δύναμη, πολλά παραπάνω από μια αιθέρια παρουσία, τίποτα λιγότερο από μια σπουδαία ηθοποιός της γενιάς της, που μπορεί και κοιτάζει πίσω από τα γράμματα, μεγάλα ή μικρά. Σήμερα στα γενέθλιά της, θυμόμαστε πέντε αξιοπρόσεκτες διασταυρώσεις στην καριέρα της εύθραυστης Κέιτ Μπλάνσετ από την Αυστραλία, που έχει δουλέψει μεταξύ άλλων με τον Τζιμ Τζάρμους, τον Γουές Άντερσον, τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και τον Τομ Τίκβερ. .

Από τον Χρήστο Πολίτη
Κέιτ Μπλάνσετ: 5 + 1 ερμηνείες για μια ηθοποιό - μανιφέστο

Είναι αλήθεια πως μπορείς να τη φανταστείς να λαμπυρίζει μέσα στο σκοτάδι της Μέσης Γης και να δείχνει τον σωστό δρόμο στον Φρόντο στην τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Πίτερ Τζάκσον σε εκείνη τη δεκαετία που ταξίδεψε μέχρι την αλλόκοτη «Βαβέλ» του Ινιαρίτου για να αναμετρηθεί με έναν άλλο κόσμο. Θα συναντήσει ξανά τον Μπραντ Πιτ, αλλά σε ένα σύμπαν διαφορετικό, εκεί όπου ο χρόνος και ο…έρωτας διαστέλλονται στην «Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» και θα ντυθεί με τα πιο μαύρα χρώματα βγαλμένα από την κόλαση στο πιο «διασκεδαστικό» κεφάλαιο του «Thor» του Τάικα Γουαϊτίτι.

Κι αυτά είναι ελάχιστες επισημάνσεις μιας καριέρας που μετράει δύο Όσκαρ, σημαντικές αναγνωρίσεις σε μεγάλα φεστιβάλ αλλά κυρίως - και πρωτίστως - την εμπιστοσύνη ενός κοινού που έμαθε να ακολουθεί την Κέιτ Μπλάνσετ. Αυτά είναι τα 5 (+1) οχυρά της.

«Tár» (2022) του Τοντ Φιλντ

Για την ταινία του Τοντ Φιλντ, που τόσο διαίρεσε τους θεατές της, τα έχουμε πει πιο αναλυτικά εδώ. Εν περιλήψει ας πούμε ότι πρόκειται για μια μοντέρνα, αναγεννησιακή του αμερικανικού σινεμά δημιουργία, που απαντά για πρώτη φορά εκ μέρους του κινηματογράφου στην εποχή μας. Απαντά όχι για να κλείσει μια συζήτηση, αλλά για να την θέσει στις βάσεις ενός ξαναδιαβάσματος της κοινωνικής μας διάστασης, σε σχέση με όλα εκείνα που μας συνέθεταν μέχρι σήμερα.

Για να βγει ένα τόσο προσωποπαγές δραματουργικά έργο απαιτούνταν ερμηνεία και πρόσωπο που να μπορεί όχι απλά να το σηκώσει, αλλά να αντέξει πολλαπλά. Το βάρος μιας αντιπαθητικής ηρωίδας, ο μαγνητισμός μιας (πολλαπλά εννοούμενης) τρομερής προσωπικότητας, και η αντοχή μιας ηθοποιού σε μεταμορφώσεις που εκτείνονται από την μανιέρα μέχρι τον διαλυτικό αυτοσχεδιασμό, βρίσκουν στο πρόσωπο, το σώμα, τις εκφράσεις, τη γλώσσα και τον αέρα της Μπλάνσετ μια οριστική (και ορισμική) αποθέωση. Ηλίας Δημόπουλος 

«Κάρολ» (2015) του Τοντ Χέινς

Τα καλογυαλισμένα '50s σε μια Αμερική που αρέσκεται να λογοκρίνει τις περιττές κινήσεις και τους αχρείαστους αναστεναγμούς, κρυφούς μεν αλλά αναγκαίους για μια γυναίκα που νιώθει έλξη από μια άλλη νεότερή της, είναι το κάδρο της «Κάρολ». Ένα ευγενικό φιλμ που χαρτογραφεί τον έρωτα δυο γυναικών, που αναπνέει μαζί τους κάθε που χάνουν τον δρόμο τους, κάθε που φοβούνται.

Υποψήφια για Όσκαρ, δίπλα σε μια εκπληκτική Ρούνει Μάρα, η Κάρολ της Μπλάνσετ είναι ένας ερωτικός κυνηγός που εύκολα μπορεί να μοιάσει με θήραμα, γιατί έτσι θα αποδείξει τον έρωτά της. Με υπολογισμένες κινήσεις, σχεδόν «μηνύσιμες» ματιές, αγγίγματα που φουντώνουν την οθόνη, η Μπλάνσετ δημιουργεί έναν χαρακτήρα από το τίποτα. Παίρνει τις επιθυμίες μιας γυναίκας και τις κάνει να φαίνονται κραυγές. Σαν να λέμε έχεις ακούσει κάποιον να φωνάζει χωρίς να ακους τη φωνή του; Αυτή τη μαγεία συναντάς στην «Κάρολ».

«Θλιμμένη Τζάσμιν» (2013) του Γούντι Άλεν

Το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της θα έρθει για την ανορθόδοξη ανάγνωση του Γούντι Άλεν πάνω στο «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Μια καθωσπρέπει σχεδόν μεσήλικη γυναίκα από τη Νέα Υόρκη που έχει μάθει να ζει στην κόψη ενός λαχταριστού πλούτου φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο για να συναντήσει την αδερφή της. Και εκεί ξεκινάει η αποσύνθεσή της. Αυτό ακριβώς γίνεται στην Τζάσμιν.

Ο Άλεν με τρόπο πανούργο, δαιμόνιο και σχεδόν ιδιοφυή πλάθει το απόλυτο γυναικείο μανιφέστο της σύγχρονης κινηματογραφικής μνήμης για τα όρια που κανείς βάζει όταν θέλει να μιλήσει για την αξιοπρέπειά του. Σαν να λιώνει η κάμερα όταν πιάνει στο κάδρο του την Μπλάνσετ, σαν να αποκτούν άλλη σημασία οι λέξεις της, σαν να καθόμαστε μαζί στο παγκάκι της. Άθλος. Ήρεμος, απλός μα άθλος.

«I’m Not There» (2007) του Τοντ Χέινς

Το πλέον ειλικρινές βιογραφικό φιλμ της περασμένης δεκαετίας ανήκει ξεκάθαρα στο ριψοκίνδυνο εγχείρημα του Χέινς να φτιάξει μια ιστορία για τη ζωή του Μπομπ Ντίλαν. Μια μπασταρδεμένη Βίβλος για τον άνθρωπο που όρισε αλλιώς τη μουσική κι έφτιαξε ποίηση με τις λέξεις του, αλλά κυρίως που πήγε τη ζωή του εκεί που εκείνος ήθελε. Αυτή τη ζωή πιάνει ο Χέινς και την εμπιστεύεται σε έξι διαφορετικούς ηθοποιούς που «ανασταίνουν» με το δικό τους τρόπο τον Μπομπ Ντίλαν στο πανί.

Ποιος θα περίμενε πως η πιο πειστική, ανάμεσα στους Χιθ Λέτζερ, Μπεν Γουίσο, Ρίτσαρντ Γκιρ, Κρίστιαν Μπείλ μεταξύ άλλων, θα ήταν η ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ; Με λέξες και κινήσεις όπου χρειάζονται, με μια αποπροσανατολιστική κοψιά κι ένα βλέμμα κρυμμένο πίσω από μαύρα γυαλιά, η Μπλάνσετ γίνεται ο Ντίλαν και φαίνεται στο χειροκρότημα.

«Ιπτάμενος Κροίσος» (2004) του Μάρτιν Σκορσέζε

Το πρώτο Όσκαρ της καριέρας της έρχεται όταν ο Μάρτιν Σκορσέζε της εμπιστεύεται τον ρόλο της Κάθριν Χέπμπορν (που γεννήθηκε 13 Μαΐου!), της γυναίκας με τα περισσότερα Όσκαρ ερμηνείας στην ιστορία του θεσμού, στο έπος του «The Aviator» για τον βίο και τον θάνατο του Χάουαρντ Χιουζ.

Σαν το πιο ερωτεύσιμο πλάσμα, κινείται σαν φάντασμα και γραπώνεται από τη θωριά του Ντι Κάπριο, η Μπλάνσετ φτιάχνει μια «άλλη» Χέπμπορν, εκείνη που θα ήθελες να γνωρίσεις αν δεν ήξερες την Χέπμπορν. Μια ηθοποιό και μια γυναίκα άλλης κοπής, ένα ψιλόλιγνο φιγουρίνι που σχεδόν στροβιλίζει την ταινία γύρω της. Τόσο λίγη, μα τόσο μεγάλη, σαν να είναι η ίδια εκείνος ο «Ιπτάμενος Κροίσος».

«Εlizabeth» (1999) του Σεχάρ Καπούρ

Ο πρώτος μεγάλος και βασικός ρόλος της καριέρας της, η πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Θα σταθεί άτυχη αφού θα βρεθεί εκείνη τη χρονιά απέναντι σε μία άλλη ερμηνεία «εποχής», εκείνης της κλαίουσας Γκουίνεθ Πάλτροου για τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ».

Σαν να έρχεται από τις εποχές που η Τιλντα Σουίντον ντυνόταν με τα βαριά κοστούμια για τον «Ορλάντο» της Σάλι Πότερ ή τις ταινίες του Ντέρεκ Τζάρμαν, η Μπλάνσετ στέκεται ως υποδειγματική Βασίλισσα με όλη τη σημασία της λέξης, μιας γυναίκας βαριάς, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω της σε μια επιβεβλημένη στην ίδια, ιδέα της μοναρχίας και πλάθει μια ηρωίδα-«ήρωα» που έχει την ανάγκη να κοιτάξει πέρα από τον κόσμο που την κρατάει φυλακισμένη. Μεγάλος ρόλος, μεγάλη αγία Μπλάνσετ.