Κάρι Γκραντ: Ο αδέξιος επιδέξιος σταρ

Νομίζω πρώτη φορά μου το είχε επισημάνει σε κάποιο κείμενό του ο Γιώργος Τζιώτζιος: «Ο Κάρι Γκραντ σου δίνει την εντύπωση πως θα τα σπάσει όλα κι όμως τελικά ελίσσεται ανάμεσα στα πάντα και δεν ακουμπά ποτέ τίποτα». Κι εκτός αυτού έχει παίξει σε αναρίθμητες ταινίες που αποκρυσταλλώνουν το κλασικό Χόλιγουντ και την πιο στυλάτη περσόνα σταρ που υπήρξε ποτέ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Κάρι Γκραντ: Ο αδέξιος επιδέξιος σταρ

Έχεις να γράψεις για τον Κάρι Γκραντ. Και λες, να φτιάξω ένα best of; Μπα. Πώς να διαλέξεις από σχεδόν 80 έργα που τα μισά τουλάχιστον αγαπάς τόσο; Να κάνω ένα φωτογραφικό με δυο λόγια βιογραφικά; Μα είναι ελάχιστο για το παραγνωρισμένο υποκριτικό του διαμέτρημα. Όποτε λες «ξεκίνα να γράφεις», βάλε μέσα όσο πιο πολλά μπορείς κι άσε την επιμελημένη ανοργανωσιά να εκπέμψει τη λατρεία για το κύρος του.

Διότι περί κύρους πρόκειται. Ένα παιδί γεννημένο στο Μπρίστολ, ο Άρτσιμπαλντ Λιτς, που κάθε τόσο επέστρεφε (πραγματικά και συμβολικά) στο Μπρίστολ της άθλιας παιδικής του ηλικίας, του πρόωρα χαμένου αδελφού και της κλινικά καταθλιπτικής μητέρας του (που ο σύζυγός της έκλεισε σε κλινική, είπε στον μικρό πως η μαμά πήγε ταξίδι και λίγο μετά νυμφεύθηκε άλλη), μητέρας που ποτέ ίσως δεν έμαθε τι διασημότητα υπήρξε ο γιος της. Ο μικρός Άρτσιμπαλντ δεν έλαβε παρά ελάχιστη σχολική εκπαίδευση, έτρεξε μακριά απ’ το σπίτι του, έτρεξε στο τσίρκο και το βωντβίλ.

Κάπου εκεί έμαθε στην παρέα του με ακροβάτες κι αυτή την τέλεια, «αδέξια» ισορροπία του ο μετέπειτα Κάρι. Κάπως έτσι έμαθε και να μην δένεται αλλά και, λόγω της προβληματικά συναισθηματικής μαμάς, να μην εμπιστεύεται τις γυναίκες. Κάπως έτσι έκανε 5 γάμους κι ανίερο αριθμό σχέσεων, ίσως έτσι να εξηγείται και η μανία του με τις (εντυπωσιακά) νεότερες γυναίκες, το ήξερε κι ο ίδιος, μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας καλύτερα, ψυχραιμότερα τον εαυτό του.

Και ο «Κάρι Γκραντ»; Πώς αλήθεια γεννήθηκε αυτή η ιδιότητα ανθρώπου, αυτό το χάρισμα ανδρισμού, χιούμορ, άπλετης γοητείας, ενστίκτου και καλής προαίρεσης; Ίσως λίγο από τον μυθοποιημένο στη νεότητα του μικρού Άρτσιμπαλντ, Ντάγκλας Φέρμπανκς. Ίσως από την ανάγκη μιας πανοπλίας δίχως αχίλλειο πτέρνα. Ίσως από το εγγενές χάρισμα. Ή και από τις κατάλληλες παρέες, τους πρώτους πρωταγωνιστές, τις bigger than life χολιγουντιανές αξιώσεις μιας εποχής με απλησίαστους για τα σημερινά δεδομένα αστέρες.

Πάντως από το ’30 και μετά, όταν ο Γκραντ βρέθηκε στο Χόλιγουντ κι άρχισε να δουλεύει σοβαρά πολύ (μιλάμε για πολλές ταινίες ανά χρονιά – οι ηθοποιοί του σινεμά τότε δούλευαν ακατάπαυστα τουλάχιστον μέχρι την εγκαθίδρυσή τους – οι καλοί συνέχιζαν και μετά, ο Γκραντ σε 30 χρόνια έκανε 80 ταινίες και τα τελευταία 15 είχε αραιώσει αισθητά), είχε καλά κινηματογραφικά συναπαντήματα. Είχε τον Χάουαρντ Χοκς, τον Χάουαρντ Χιουζ, τη Μέι Γουέστ, τη Μίρνα Λόι, τον Φρανκ Τάτλ, τη Σίλβια Σίντνεϊ, τον Τζορτζ Κιούκορ, την Κάθριν Χέπμπερν, τον Στέρνμπεργκ, την Ντίτριχ – μυθικά ονόματα μιας βιομηχανίας στα ένδοξά της σπάργανα. Οι ρόλοι δεν ήταν μεγάλοι, οι ταινίες όχι απαραίτητα σπουδαίες, αλλά ο κόσμος ήξερε καλά τη δουλειά του, τα πρότυπα ήταν τα σωστά για να προκόψεις στο συνάφι. Κι ο Κάρι Γκραντ άκουγε και μάθαινε.

Στα τέλη του ’30 το «Topper» γίνεται μια μεγάλη επιτυχία, το «Awful Truth» του μεγάλου Λίο ΜακΚάρεϊ φτάνει ως τα Όσκαρ και είναι μια από τις σπουδαίες screwball κωμωδίες του ’30 (και όλων των εποχών), να μετά και ο αναντικατάστατος Χοκς με το «Bringing Up Baby» και την Κάθριν Χέπμπερν από δίπλα, «Only Angels Have Wings» το ’39, δράμα ωραιότατο ξανά του Χοκς που φτάνει πάλι στα Όσκαρ (εδώ κάνει και η Ρίτα Χέιγουορθ την πρώτη της ηχηρή εμφάνιση) για να μπούμε στο ’40 που έχεις κορυφαίο Κιούκορ στο «Philadelphia Story» μαζί με Χέπμπερν και Τζίμι Στιούαρτ και ορισμό της στυλάτης κωμωδίας καταστάσεων και χαρακτήρων, έχεις το «Penny Serenade» του άδικα ξεχασμένου Τζορτζ Στίβενς («Μια Θέση στον Ήλιο», «Shane», «Ο Γίγας» και τόσα άλλα), που θα φτάσει τον Κάρι Γκραντ και σε μία από τις δύο όλες κι όλες υποψηφιότητές του για βραβείο Όσκαρ.

Δεν αρέσουν στην Ακαδημία αυτά που έκανε ο Κάρι Γκραντ. Δεν χρίζονται ακαδημαϊκώς αξιομνημόνευτα. Ήταν τρομερά οικονόμος στο παίξιμό του, δεν μίλαγε παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν, άφηνε (χάρη σε εξαίρετους σκηνοθέτες κιόλας) πολλές φράσεις και καταστάσεις να κάνουν γκελ πάνω του αμίλητες και να γυρίσουν πίσω σ’ εμάς, το απολαμβάνον ακροατήριο. Κατείχε απόλυτα την κωμωδία του σώματος, του λιγομίλητου ή βωβού μορφασμού. Περπάταγε σαν μεθυσμένο αιλουροειδές στο διακοσμημένο σετ και μόνο σε ανεπαίσθητες στιγμές παρατηρούσες την προσεκτικά συγκαλυμμένη επιδεξιότητα – δες στο «Κυνήγι του Κλέφτη» πως βγαίνει από το παράθυρο, στην «Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» πως σκαρφαλώνει στο σπίτι. Ο ακροβάτης Άρτσιμπαλντ ήταν πάντα εκεί.

Μιας και φτάσαμε στον Χίτσκοκ, αξιομνημόνευτη συνεργασία βέβαια, ο Χίτσκοκ δεν πέρασε ποτέ καλύτερα με ηθοποιό του. Δεν ζήλεψε επίσης ποτέ τόσο πολύ ηθοποιό του – ο Γκραντ ήταν το alter ego του Χιτς, εκείνο που μόνο στο σινεμά του μπορούσε να φαντασιωθεί. «Νοτόριους», «Υποψία» συν τα δύο ύστερα που αναφέρθηκαν παραπάνω, συμπληρώνουν ένα κουαρτέτο που επιστρέφεις κι όλο επιστρέφεις.

Μεγαλώνοντας ο Κάρι, βλέποντας το σινεμά γύρω του να αλλάζει, ένοιωθε να μην χωρά πια καλά στο σύστημα, περιόρισε (για τα δεδομένα του) τις εμφανίσεις σε ρομαντικές κομεντί και ρομαντικά δράματα, με την Ντόρις Ντέι («That Touch of Mink») ή την Ίνγκριντ Μπεργκμαν («Indiscreet»), την Μέριλιν («Monkey Business»), την Όντρεϊ Χέμπορν («Charade») ή την Ντέμπορα Κερ («An Affair to Remember»). Σε όλα τους ήταν αυτή η αναλλοίωτη «περσόνα Κάρι Γκραντ», της χιουμοριστικής αποστασιοποίησης, του εξαμερικανισμένου επιφανειακά αλλά βαθιά βρετανικού φλέγματος, της γήινης, απρόσκοπτης γοητείας που δεν καταφεύγει σε αδειανό machismo αλλά είναι αλάνθαστα αρσενική.

Ο Κάρι Γκραντ μόνο από μεσήλικος και μετά έμοιασε να βρίσκει μια ευτυχία, μια κάποια ισορροπία με την ταραγμένη του παιδική ηλικία, τα σύνδρομα, την ανάγκη του να αρέσει, την έμφυτη δυσπιστία στους άλλους, που κρυβόταν κάτω από μανδύες τρόπων, και αποχής από βαθύτερες συνδέσεις. Συνέχισε να ασχολείται με την dolce vita του, δεν προκάλεσε ποτέ, λατρεύτηκε ακόμα περισσότερο καθώς μεγάλωνε και οι νεότερες γενιές ανακάλυπταν τον πλούτο του σινεμά του, ταξίδευε συχνά, δεν επέστρεψε ποτέ στον κινηματογράφο που εγκατέλειψε στα 62 του το 1966.

Χτυπήθηκε κι αυτός πολύ καθώς αγαπημένοι του φίλοι χάνονταν, συγκλονίστηκε από τον πρόωρο θάνατο της Γκρέις Κέλι, αλλά ποτέ δεν έχασε εκείνο το υπέροχο χιούμορ του αυτοσαρκασμού του. Όταν ένας δημοσιογράφος κάποτε τον προλόγισε λέγοντας «Κύριε Γκραντ, όλοι θέλουν να γίνουν σαν τον Κάρι Γκραντ» εκείνος απάντησε: «Κι εγώ το ίδιο».