Κριστιάν Μουντζίου: Το βραβείο μιας ταινίας είναι να μπορείς να την παρακολουθεις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία της

Με αφορμή τον ερχομό της νέας του ταινίας με τίτλο «R.M.N.» που πρωτοείδαμε στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών, παρουσιάζουμε εκτενέστερα το περιεχόμενο του round table στο οποίο είχαμε συμμετάσχει εκεί, παρουσία του σημαντικού Ρουμάνου σκηνοθέτη.

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα
Κριστιάν Μουντζίου: Το βραβείο μιας ταινίας είναι να μπορείς να την παρακολουθεις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία της

Η επιστροφή του Κριστιάν Μουντζίου στο Φεστιβάλ όπου έχει χτίσει κρίσιμο μέρος της διεθνούς φήμης του, με επιστέγασμα τον Χρυσό Φοίνικα για το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Ημέρες», μας φέρνει ακόμα μία ιστορία από την πατρίδα του, τη Ρουμανία. Ο ίδιος πάντως, στο πλαίσιο της συζήτησης που κάναμε μαζί του, ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής πως το «R.M.N.» όπως είναι ο τίτλος της νέας του ταινίας, «δεν αφορά μονάχα τη χώρα μου». Παρότι εξηγεί ότι «βασίζεται σε αληθινή ιστορία που συνέβη εκεί πρόσφατα, σε ένα χωριό της Τρανσιλβανίας συγκεκριμένα, κατοικημένο κυρίως από Ούγγρους και έχει να κάνει με περιστατικό σχετικό με μετανάστες εργάτες».

Το «R.M.N.» μας μεταφέρει πράγματι σε ένα μικρό ρουμανικό χωριό όπου η τοπική κοινωνία, αν και παραδοσιακά πολυεθνική στη σύνθεσή της, καταλήγει να αναστατώνεται από τον ερχομό μιας χούφτας εργατών μεταναστών από τη Σρι Λάνκα. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας Ρουμάνος που επιστρέφει βιαστικά από Γερμανία, βρίσκοντας στον τόπο του διάφορες οικογενειακές εκκρεμότητες να τον περιμένουν. (Περισσότερα για την ταινία καθώς και η άποψή μας εδώ).

Από το photocall των συντελεστών του «R.M.N.»

«το σινεμά είναι τελικά κάτι τόσο αφηρημένο: κάνεις κάτι, νομίζεις ότι σημαίνει ένα πράγμα και για τον θεατή σημαίνει κάτι διαφορετικό»

Ο πολυβραβευμένος δημιουργός που είχε καταγράψει την τελευταία παρουσία του στην Κρουαζέτ το 2016 με το «Graduation», εμφανίστηκε στο στρογγυλό τραπέζι όπου συμμετείχε και το ΣΙΝΕΜΑ ιδιαίτερα ορεξάτος για συζήτηση, αναλαμβάνοντας μάλιστα ανά στιγμές ρόλο συντονιστή. Υπερασπιζόμενος τον οικουμενικό χαρακτήρα του «R.M.N.», δεν κρύβει την έκπληξή του για το γεγονός πως πολλοί στις Κάννες εξέλαβαν τον τίτλο της ταινίας ως ευθεία αναφορά στην πατρίδα του. «Ποτέ δεν περίμενα ότι ο κόσμος θα νομίσει πως ο τίτλος βγαίνει από τη Ρουμανία, το όνομα της χώρας μου. Μου έκανε εντύπωση η ερμηνεία που δόθηκε εδώ». Για να σημειώσει αμέσως μετά, με ύφος ελαφρά αυτοκριτικό, «για αυτό όμως το σινεμά είναι τελικά κάτι το τόσο αφηρημένο: κάνεις κάτι, νομίζεις ότι σημαίνει ένα πράγμα και για τον θεατή σημαίνει κάτι διαφορετικό».

Με τι ασχολείται όμως το «R.M.N.»; Ο ρατσισμός και ο φόβος για τον άλλο και την κοινωνική αλλαγή, ειδικά σε μια μικρή κοινωνία όπως αυτή που βλέπουμε εδώ, αποτελούν σίγουρα τον θεματικό πυρήνα, όμως η συζήτηση γύρω από τη σημασία του τίτλου δίνει απαντήσεις και ως προς την οπτική γωνία του Μουντζίου: «αναφέρεται στη μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου. Κατά βάση η ταινία μιλά για ένα κάποιου τύπου στιγμιότυπο της κοινωνίας, μια τομογραφία του μυαλού και της συμπεριφοράς μας. Την ανάγκη του να διερευνούμε κάπου κάπου τι πιστεύουμε για όσα είναι σημαντικά, τι πιστεύουμε για τον άλλο». Σημειώνοντας επίσης πως «είναι ένα φιλμ για το πώς έχουν τα πράγματα στον κόσμο μας σήμερα, για την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά». 

Γιατί όμως βλέπουμε ένα χωριό εθνοτικά πολυσύνθετο να ξεσπαθώνει στην προοπτική του ερχομού λίγων μεταναστών; Ειδικά από τη στιγμή που πολλοί ντόπιοι έχουν πάρει εδώ και χρόνια τον αντίστροφο δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον αλλού; Η απάντηση κατά τον σκηνοθέτη κρύβεται στον «πολύ γρήγορο ρυθμό με τον οποίο αλλάζουν οι καταστάσεις γύρω μας στη σημερινή εποχή, τέτοιος που δεν είναι πάντα εύκολο να τον ακολουθήσουμε. Οι άνθρωποι, ειδικά σε μια κοινότητα τόσο μικρή όσο αυτή που δείχνω εδώ, δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να αλλάζουν τα πράγματα. Και δεν ερωτήθηκαν ποτέ τι πιστεύουν για αυτό». Για να σημειώσει λίγο αργότερα: «Αναρωτιώμαστε πώς μπορούμε να είμαστε τόσο σκληροί. Ίσως επειδή έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε τόσα πολλά στερεότυπα για τον άλλο, ίσως λόγω μιας έμφυτης τάσης να αντιμετωπίζουμε τον άλλο καταρχήν σαν εχθρό».

Ταυτόχρονα, παρατηρεί πως «η παγκοσμιοποίηση έφερε μεν πολλά καλά, αλλά μαζί έφερε και αλλαγές που ήταν δύσκολο να αφομοιωθούν. Πριν από χίλια χρόνια ήταν όλα πιο εύκολα. Ζούσες σε ένα χωριό, μπορεί να έβλεπες το πολύ άλλα πέντε χωριά σε όλη σου τη ζωή, οπότε αν έβλεπες κάποιον να έρχεται με άλογο από το δάσος, ήξερες ότι μάλλον δεν ήταν φίλος. Δεν υπήρχαν τουρίστες τότε! Τώρα έχουμε τόσα αεροπλάνα, πολλοί άνθρωποι έρχονται, δεν ξέρουμε τι να σκεφτούμε για αυτούς».

«Αυτό που έκανε η πολιτική ορθότητα τελικά ήταν να αποτρέψει τον κόσμο από το να πει αυτό που πιστεύει. Δεν άλλαξε τίποτα ριζικά»

Μακριά προφανώς από οποιαδήποτε υπόνοια δικαίωσης ξενοφοβικών συμπεριφορών και ρατσιστικής νοοτροπίας, σημειώνει πως ο μικρόκοσμος στο «R.M.N.» είναι επί της ουσίας «μια μειονότητα που εμφανώς λειτουργούσε σαν πλειονότητα απέναντι σε κάποιους άλλους. Και αυτό εξηγεί πόσο παράλογοι και εγωιστές μπορεί να είναι οι άνθρωποι». Από τη μία υπάρχει το «1% του μυαλού μας που διαμορφώνεται από την παιδεία και αντικατοπτρίζει την ενσυναίσθηση που σταδιακά αναπτύσσουμε, με το υπόλοιπο ωστόσο να είναι παρορμήσεις και βασικές ανάγκες διαμορφωμένες μέσα από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Οπότε το πρώτο πράγμα που θα κάνεις όταν χρειαστεί είναι να προσπαθήσεις να επιβιώσεις, να είσαι εγωιστής».

Ταυτόχρονα, επισημαίνει την ηλιθιότητα του εθνικισμού: «αν πας και κάνεις ένα τεστ DNA και πεις ότι είμαι Γερμανός ή Πολωνός, αυτά είναι βλακείες. Εκατομμύρια χρόνια μετά και έπειτα από τόσες πληθυσμιακές προσμίξεις, δεν μπορείς να ισχυρίζεσαι πως είσαι μόνο ένα πράγμα». Σε μια προσπάθεια ωστόσο να εντοπίσει μια κάποια λύση σε ένα πρόβλημα που απασχολεί συνολικά την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, παραδεχόμενος ταυτόχρονα το εγωιστικό της ανθρώπινης φύσης, δηλώνει βέβαιος πως «μπορείς να διορθώσεις καταστάσεις μόνο αφού ξέρεις την αλήθεια και αφήσεις τους ανθρώπους να εκφραστούν».

Ένα σκεπτικό που τον οδηγεί στην πολιτική ορθότητα, την οποία δεν αφήνει έξω από το κάδρο των ευθυνών. «Αυτό που έκανε η πολιτική ορθότητα τελικά ήταν να αποτρέψει τον κόσμο από το να πει αυτό που πιστεύει. Δεν άλλαξε τίποτα ριζικά, ενώ οι άνθρωποι συνέχισαν να έχουν τις ίδιες αντιλήψεις με πριν. Και μετά έρχεται ένα Brexit ή η Μαρί Λεπέν στη Γαλλία και απορούμε λέγοντας “ω θεέ μου πώς έγινε αυτό;”. Αλλά δεν ακούγαμε τον κόσμο». Η προτροπή του λοιπόν είναι σαφής: «Άκουσέ τους και προσπάθησε να αντιμετωπίσεις αληθινά προβλήματα και σταμάτα να γοητεύεσαι από θεωρίες περί ηθικής και πόσο φιλικοί και εύσπλαχνοι είμαστε κατά βάθος εμείς οι άνθρωποι. Για να καταλήξει με ένα «ε λοιπόν στην πραγματικότητα μερικές φορές δεν είμαστε καθόλου έτσι. Διεξάγεται ένας πόλεμος τώρα [σ.σ. στην Ουκρανία] που μας δείχνει πόσο λίγα πατήματα χρειαζόμαστε για να δούμε τον άλλο σαν εχθρό».

Αν όλα τα παραπάνω δεν μπορεί παρά να ακούγονται φουλ απαισιόδοξα, πράγμα που και του επισημαίνεται, ο Μουντζίου λέει πως πράγματι «δεν είμαι αισιόδοξος, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν κάνω ό,τι μπορώ από τη μεριά μου. Όλοι οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε, ο καθένας από τη πλευρά του, τη δουλειά του, σαν πολίτες». Έχει άλλωστε και μια θετική νότα να αντιτείνει, εστιάζοντας στην αναγνώριση της διαφορετικότητας, παίρνοντας για παράδειγμα το ολιγομελές μας τραπέζι και το πλημμυρισμένο από κόσμο Φεστιβάλ Καννών. «Είμαστε πολλοί άνθρωποι εδώ, προσπαθώντας να δείξουμε σεβασμό σε κοινές αξίες, αλλά δεν υπάρχει τίποτα το κακό στο να δεχτούμε ότι υπάρχουν και διάφορες μεταξύ μας. Πρέπει να αποδεχτούμε αυτές τις διαφορές με το να μιλάμε για αυτές». Για να επιστρέψει αναφερόμενος στο σύμπαν της ταινίας του λέγοντας, «απλά για κάποιες κοινότητες βαθιά ριζωμένες στην παράδοση, κάτι τέτοιο παίρνει λίγο παραπάνω χρόνο. Και χρειάζεται να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο και προσπάθεια σε αυτό».

Από την πρεμιέρα της ταινίας «R.M.N.» στις Κάννες

«δεν θα κάνω ταινία για όσο χρειαστεί, αν δεν βρω προηγουμένως κάτι σημαντικό να πω, που να νιώθω πως σημαίνει κάτι για όλους μας. Θα προτιμήσω να πάρω το χρόνο μου»

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο σινεμά, που για τον ίδιο «είναι μια πολύ απλή γλώσσα. Χρειάζεται να γυρίσεις πράγματα, συγκεκριμένα πράγματα και έπειτα να αναρωτηθείς πώς αυτά θα αντικατοπτρίσουν πιο αφηρημένες έννοιες». Κάπως έτσι, εξηγεί, προέκυψε η ανάγκη να βρει το κατάλληλο location στο «R.M.N.»: «σκέφτηκα ότι πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε ένα χωριό περικυκλωμένο από δάσος. Γιατί έρχεται μια αίσθηση που βγαίνει από το δάσος, μια ανησυχία, ένας φόβος. Δε θέλεις να δουλεύεις εκεί μετά τις δέκα το βράδυ, νιώθεις πως κάτι καιροφυλακτεί εκεί έξω, και είχα την προσδοκία ότι το δάσος στην ταινία θα αντικατόπτριζε όλες αυτές τις παράλογες, ασυνείδητες σκέψεις και τα ένστικτα που μας βγαίνουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον». Κάτι που το συνδέει με τον κεντρικό χαρακτήρα του φιλμ, που στο τέλος βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, μπερδεμένος μέσα στις παροσμήσεις του. Γιατί τελικά όπως παρατηρεί, «είμαστε ένα μείγμα ιδεών, σκέψεων και του ζώου που κατά βάθος είμαστε».

Μαζί με την αναφορά στο σινεμά, η κουβέντα πήγε στον Χρυσό Φοίνικα και πόσο βοήθησε την καριέρα του μετά το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Ημέρες». Απαντά «πολύ, ως προς το ότι ο κόσμος ανακάλυψε τις ταινίες μου, γιατί το βραβείο αυτό σε βάζει στο επίκεντρο ώστε το κοινό να σε προσέξει. Δεν άλλαξε ωστόσο τον τρόπο που κάνω ταινίες, γιατί αποφάσισα να μην πάω στις ΗΠΑ, αλλά να συνεχίσω να τις κάνω όπως ξέρω, με τη δική μου γλώσσα, χρησιμοποιώντας μία λήψη ανά σκηνή για φιλοσοφικούς λόγους κλπ». Πέραν από την προσοχή όμως που τη θεωρεί καλοδεχούμενη, επισημαίνει πως ο Χρυσός Φοίνικας φέρνει μαζί «τεράστια ευθύνη και πίεση, γιατί ξαφνικά ο κόσμος συγκρίνει ό,τι νέο κάνεις με όσα έκανες πριν».

Ακριβώς όμως επειδή όπως λέει παίρνει το σινεμά πολύ σοβαρά, ξεκαθαρίζει πως «δεν θα κάνω ταινία για όσο χρειαστεί, αν δεν βρω προηγουμένως κάτι σημαντικό να πω, που να νιώθω πως σημαίνει κάτι για όλους μας. Θα προτιμήσω να πάρω το χρόνο μου». Για να καταλήξει παραδεχόμενος ότι ενώ «όλοι χρειαζόμαστε τα βραβεία, η σημαντικότερη επιβράβευση για μια ταινία έρχεται δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της. Αν μπορείς ακόμη να την παρακολουθήσεις, αυτό είναι το μόνο βραβείο που έχει σημασία».

INFO
Το «R.M.N.» κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Spentzos Film.