Ποιος φοβάται το «Ψωνιστήρι»;

Σχεδόν 45 χρόνια συμπληρώθηκαν αυτή την εβδομάδα από την πολυσυζητημένη του κυκλοφορία στις αίθουσες, τις οργανωμένες αντιδράσεις της ομοφυλόφιλης κοινότητας και τις επιθέσεις του Τύπου εναντίον του ή την αιφνίδια αναθεώρησή του, ποια είναι η κληρονομιά που αφήνει πίσω του το πιο κακόφημο αμερικανικό φιλμ που έγινε ποτέ;

Από τον Λουκά Κατσίκα
Ποιος φοβάται το «Ψωνιστήρι»;

Το 1980, χρονιά που η αμφιλεγόμενη ταινία του Γουίλιαμ Φρίντκιν κυκλοφορούσε για πρώτη φορά στις αίθουσες, η Αμερική γλιστρούσε σταδιακά σε μια ιδιαιτέρως σκοτεινή περίοδο. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ετοιμαζόταν να ανέβει τα σκαλιά του Λευκού Οίκου, η χώρα υποδεχόταν μια ολόκληρη δεκαετία νεοσυντηρητισμού, το ψυχροπολεμικό κλίμα των ημερών του 1950 βρισκόταν ένα βήμα πριν από την έντονη αναζωπύρωσή του και ένας μυστηριώδης θανατηφόρος ιός με το όνομα AIDS βρισκόταν προ των πυλών.

Περισσότερο δυσοίωνη έμοιαζε η έλευση της νέας εποχής για τη γκέι κουλτούρα των ημερών. Η κοινή γνώμη δεν είχε συμφιλιωθεί ακόμη με την «εξωτική» και σε αρκετούς επίφοβη εικόνα του ομοφυλόφιλου, το σινεμά είχε σταθερά γυρισμένη την πλάτη του στη συγκεκριμένη μερίδα πληθυσμού και οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση της κουλτούρας αυτής συνέβαινε, γινόταν συνήθως περιθωριακά.

Μέσα σε αυτό το θολό και αμφίσημο κλίμα, ο σκηνοθέτης του «Εξορκιστή» αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία προορισμένη να προκαλέσει μόνο αντιδράσεις. Πείθοντας έναν από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της εποχής να πρωταγωνιστήσει (Αλ Πατσίνο) και ένα από τα επικρατέστερα στούντιο του Χόλιγουντ (Warner Bros) να στηρίξει οικονομικά την πρώτη απροκάλυπτα ανοιχτή απεικόνιση γκέι σεξουαλικής συμπεριφοράς στο σινεμά, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν γνώριζε σαφώς το ρίσκο που έπαιρνε.

Η ταινία έφτανε σε σημείο να συσχετίσει τη σεξουαλική πράξη μεταξύ αντρών με την εγκληματική συμπεριφορά

Σεναριακά, το «Ψωνιστήρι» βασιζόταν σε δύο πηγές: αφενός στο αληθινό χρονικό μιας σειράς εγκλημάτων που συνέβησαν τέλη του 1960 στην περιοχή του νεοϋορκέζικου Γουέστ Βίλατζ, έχοντας ως θύματα ομοφυλόφιλους. Αφετέρου στο ομότιτλο βιβλίο που έγραψε το 1970 ο Τζέραλντ Γουόκερ, συντάκτης των New York Times, επικαλούμενος μια πλοκή πολύ κοντινή στα συμβάντα.

Προσπαθώντας να προσαρμόσει την ιστορία στα σαφώς πιο υποψιασμένα ήθη των '70s, ο Φρίντκιν μετέφερε τη δράση στο εσωτερικό του πιο εξεζητημένου μικρόκοσμου της γκέι κοινότητας, που ήταν το σκληροτράχηλο, σαδομαζοχιστικό περιβάλλον των leather bars της Νέας Υόρκης.

Πήρε άδεια να κινηματογραφήσει στο εσωτερικό τους, χρησιμοποίησε πραγματικούς πελάτες ως κομπάρσους και η μοναδική παρέμβαση στην οποία ισχυρίζεται ότι προέβη ήταν να αντικαταστήσει τα προσφιλή ντίσκο ακούσματα που μεσουρανούσαν στις dj κονσόλες των συγκεκριμένων μαγαζιών, με πανκ και hardcore μουσική. Στοιχείο που προσέδιδε μια (συζητήσιμη) αίσθηση απειλής και κινδύνου στην ατμόσφαιρα του φιλμ.

Μέσα σε αυτό τον πυρετικό ερωτικά υπόκοσμο εισδύει ένας αστυνομικός στον οποίο οι ανώτεροί του υπόσχονται προαγωγή αν βοηθήσει στη διαλεύκανση μιας σειράς από εγκλήματα με στόχο ομοφυλόφιλους. Για να το καταφέρει αυτό, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον εαυτό του ως δόλωμα με σκοπό να παγιδεύσει τον δολοφόνο.

Εισχωρώντας σε ένα αφιλόξενο και βίαιο νυχτερινό σύμπαν, ο χαρακτήρας του Πατσίνο ανακαλύπτει σταδιακά πτυχές του εαυτού του τις οποίες ουδέποτε φανταζόταν. Τα νερά της σεξουαλικής του ταυτότητας θολώνουν επικίνδυνα, οδηγώντας την πλοκή της ταινίας σε ένα άκρως διφορούμενο φινάλε που (κάνει πολλά παραπάνω από το να) υπονοεί ότι κι ο ίδιος ο αστυνομικός ενδίδει σταδιακά στο φόνο.

 Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν με τον Αλ Πατσίνο στα γυρίσματα

 Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν με τον Αλ Πατσίνο στα γυρίσματα

«Σταματήστε αυτή την ταινία!»

Το καλοκαίρι του 1979 ξεκίνησαν τα γυρίσματα με οργισμένη αντίδραση από το μέτωπο της ομοφυλόφιλης κοινότητας. Μαζικές πορείες, συστηματικές παρενοχλήσεις των γυρισμάτων, αγωνιστικές επιστολές σε εφημερίδες και εκκλήσεις στον δήμαρχο της πόλης προσπαθούσαν να εμποδίσουν την υλοποίηση μιας ταινίας που, σύμφωνα με τα λεγόμενα κριτικού της εποχής, ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε μέγιστο κακό και δυσφήμηση στη μη ετεροφυλόφιλη μερίδα του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η ανησυχία ήταν δικαιολογημένη, Χωρίς καμία ουσιαστική εκπροσώπηση από τη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη, οι απανταχού γκέι είχαν κάθε δίκιο να φοβούνται μια ταινία που εστίαζε αποκλειστικά στην πιο ακραία και προκλητική πλευρά της ζωής τους, απεικονίζοντάς τους είτε ως πριαπικά αγρίμια είτε ως σεξουαλικά αρπακτικά είτε ως συναισθηματικά εξαρτώμενα και ψυχολογικά ασταθή αρσενικά.

Στιγμιότυπο από συγκέντρωση διαμαρτυρίας εναντίον της ταινίας

Στιγμιότυπο από συγκέντρωση διαμαρτυρίας εναντίον της ταινίας

Ακόμη χειρότερα, η ταινία έφτανε (από αφέλειά της, ίσως) σε σημείο να συσχετίσει, με υπόγειο αλλά σαφή τρόπο, τη σεξουαλική πράξη μεταξύ αντρών με την εγκληματική συμπεριφορά στη σκηνή όπου η πρωκτική διείσδυση ταυτίζεται ατυχέστατα με τον τρόπο που ένα μαχαίρι μπήγεται ξανά και ξανά στο ανθρώπινο σώμα. Όσο για την ιδεολογική σύγχυση που προσβάλλει την ταινία στην τρίτη της πράξη και αφορά την ταυτότητα του δολοφόνου (αν υποθέσουμε τελικά ότι είναι ένας), αυτή έχει ως αποτέλεσμα να παρομοιαστεί η ομοφυλοφιλία με καταστροφική αρρώστια, που απλώνεται σαν μικρόβιο, προσβάλλοντας τελικά τους πάντες-ανάμεσά τους και τον ετεροφυλόφιλο ήρωα του φιλμ.

Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα άρνησης στο οποίο συμμετείχε σύσσωμη η αμερικανική κριτική, και κατόπιν εκτενών περικοπών στις οποίες χρειάστηκε να υποβάλλει την ταινία του για να αποφύγει το θυμό της λογοκρισίας, ο Φρίντκιν κυκλοφόρησε το «Ψωνιστήρι» στις αίθουσες συναντώντας γρήγορο εισπρακτικό θάνατο και αργότερα μια βραχύβια καριέρα στη βίντεο διανομή του..

Η απροσδόκητη αξία μιας καταραμένης ταινίας

Ύστερα ο χρόνος πέρασε, ο θόρυβος κόπασε, ο πιο αξιοσέβαστος γκέι θεωρητικός του σινεμά (Ρόμπιν Γουντ) έγραψε μια συναρπαστική (και εγκωμιαστική) ανάλυση της ταινίας, το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι και κάπως έτσι η πιο κακόφημη δημιουργία της δεκαετίας του '80 άρχισε να αναθεωρείται.

Με σημερινά δεδομένα καταρχάς, και με βάση τον υπάρχοντα καθωσπρεπισμό, φαίνεται εντελώς εξωπραγματικό το πώς ένα χολιγουντιανό στούντιο δέχτηκε εξαρχής να χρηματοδοτήσει και να υποστηρίξει μια τόσο τολμηρή σε απεικονίσεις και «βρωμερή» σε κλίμα ταινία με την πρόφαση ενός αστυνομικού θρίλερ το οποίο, επιπλέον, έδειχνε με τον πιο ενοχλητικό τρόπο πόσο απάνθρωπη και επιλήψιμη ήταν η συμπεριφορά των τότε οργάνων της τάξης ενάντια σε ομοφυλόφιλους και τραβεστί.

Ως κοινωνιολογικό ντοκουμέντο μιας ερωτικά φιλελεύθερης και ηδονιστικής Αμερικής, δεν υπήρξε ποτέ πιο αυθεντική μαρτυρία στο σινεμά από το «Ψωνιστήρι»

Με έναν περίεργο τρόπο, το «Ψωνιστήρι» πραγματοποίησε μέσα στις δεκαετίες μια μυστήρια τροχιά που το μετέτρεψε από σκοτεινό κεφάλαιο σε πολύτιμο ντοκουμέντο της σύγχρονης γκέι ιστορίας. Στις πυκνές νύχτες, στα ημιφωτισμένα πλάνα του με τις γυαλιστερές νέον αποχρώσεις, στα πνιγμένα από καπνό μπαρ, στα σώματα που στριμώχνονται μέσα σε ένα σύννεφο ιδρώτα και τεστοστερόνης, το φιλμ έχει συλλάβει και θα διατηρεί για πάντα αναλλοίωτη την εικόνα μιας πεπερασμένης πλέον εποχής: τότε που η σεξουαλική επιθυμία, η ανεξαρτησία στα ήθη και η περιπέτεια της σάρκας αποτελούσαν όχι μια αφηρημένη έννοια αλλά καθημερινότητα και τρόπο ζωής.

Μια εποχή η οποία χάθηκε με την εμφάνιση του AIDS, την «εξυγίανση» και τουριστικοποίηση της Νέας Υόρκης και τη σαρωτική επέλαση της πολιτικής ορθότητας που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ως κοινωνιολογικό ντοκουμέντο μιας ερωτικά φιλελεύθερης, ηδονιστικής και αλήτικης Αμερικής των μεγαλουπόλεων, δεν υπήρξε ποτέ πιο αυθεντική μαρτυρία στο σινεμά από το «Ψωνιστήρι».Η κληρονομιά που αφήνει πίσω της είναι μεγάλης ιστορικής αξίας. Η ποιότητά της αποτελεί μια άλλη υπόθεση...