Ντέρεκ Τζάρμαν: O μέγιστος του βρετανικού underground

Γεννιέται σαν σήμερα ο πρόωρα χαμένος Ντέρεκ Τζάρμαν, μέγιστος της underground κουλτούρας της Αλβιώνας και εξόχως πειραματικός αντι-αφηγητής σειράς ταινιών, μικρού, μεγάλου μήκους, 8mm και κάμποσων βιντεοκλίπ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ντέρεκ Τζάρμαν: O μέγιστος του βρετανικού underground

Υπήρξε  - και με μία έννοια παραμένει - πρωτοπόρος ο Ντέρεκ Τζάρμαν. Ένας καθαρόαιμος στρατιώτης-καλλιτέχνης, καλοσπουδασμένος με ταλέντο μεγάλο στην σκηνογραφία (έφτιαξε τα σκηνικά στις «Δαιμονισμένες» και το «Όταν η Φλόγα Καίει» του Κεν Ράσελ το 1971), στη ζωγραφική και, τελικά, στον κινηματογράφο όπου και διέπρεψε, έστω στον περιορισμένο κύκλο του αβάν γκαρντ λονδρέζικου κυκλώματος.

Το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Τζάρμαν, η πηγή και, ως ένα βαθμό, ο αυτοσκοπός του αγωνιστή καλλιτέχνη ήταν η ακτιβιστική ομοφυλοφιλία του σε μια εποχή τέτοιων (και τόσων) κοινωνικών περιορισμών όσο και σε μια περίοδο που στιγμάτισε την μεταπολεμική Βρετανία, αυτή της οικονομικής ανόρθωσης -με τίμημα σκληρές απώλειες στον κοινωνικό ιστό- της περιόδου πρωθυπουργίας της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Ο Τζάρμαν δούλεψε εξαντλητικά σε όλα τα φορμά, ιδίως στα 8 και 16mm που είναι πάμπολλες δημιουργίες του, πολλές εκ των οποίων για να παιχτούν έγιναν blow-up στα 35mm της αίθουσας. Το ντεμπούτο του στο μεγάλο μήκος ήρθε με το «Sebastiane», μια ταινία άφθονου (ανδρικού) γυμνού («δεν είχαμε λεφτά για κοστούμια», απαντούσε ο Τζάρμαν), η πρώτη ταινία με ανδρική στύση που δεν συγκαταλέγεται στο πορνό, λένε τα βιβλία της κινηαμτογραφικής ιστορίας, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στα λατινικά! Εισπρακτικά δεν βοηθήθηκε μάλλον το έργο, ωστόσο ήταν μια πρώτη ένδειξη των πραγμάτων που έρχονταν.

Αν πρέπει να διαλέξεις τις ταινίες του με το σαφές αποτύπωμα (στα πλαίσια πάντα του ανυποχώρητα προσωπικού του στυλ - είστε προειδοποιημένοι) αυτές είναι η «Τρκυμία» (1979), ένα εντυπωσιακό, μοντερνιστικό, μπρεχτικό ξαναδιάβασμα του Σαίξπηρ, ο «Καραβάτζιο» (1986) που τον βρίσκει να ξεψαχνίζει τον (φημολογούμενα) ομοφυλόφιλο ζωγράφο και τον αποκλειστικά αρσενικό, βίαιο και έντονα θρηκευτικό κόσμο του (εδώ μας γνώρισε και την Τίλντα Σουίντον, με την οποία θα είχε κιόλας συνεργασία στα επόμενα χρόνια) και ο «Εδουάρδος ο Β'» (1991 - στην Ελλάδα είχε έρθει τέσσερα χρόνια μετά), μια ακόμα μοντερνιστική, αφαιρετική διατριβή του στην σχέση των εποχών, της πολιτικής και της σεξουαλικότητας με αφορμή ξανά έναν ελισαβετιανό, τον Κρίστοφερ Μάρλοου.

Ενδιάμεσα ο Τζάρμαν (έπρεπε και να ζήσει) ήταν πίσω από τα βιντεολίπ των Pet Shop Boys, των Smiths, του Μάρκ Άλμοντ, της Μαριάν Φέιθφουλ, ακόμα και του Μπράιαν Φέρι, χαρίζοντας το συναρπαστικό συχνά μάτι του στην σκηνική λεπτομέρεια και στην αισθητική της βασίλιασσας των ποπ εποχών, του '80. Παρ' όλα αυτά, επί κινηματογραφικού προσωπικού, σημειώνω εκείνο το sui generis, μπορεί και ενοχλητικό (αυτό ισχύει για όλα του αν είσαι αμύητος) αλλά τουλάχιστον συναρπαστικό για τον ενδιαφερόμενο θεατή του, μια στρυφνή-στρυφνότατη κινηματογραφική πολυεμπειρία (sic), το «War Requiem», βασισμένο εξ ολοκλήρου στο ομώνυμο συμφωνικό έργο του Μπέντζαμιν Μπρίτεν (στην θρυλική εκτέλεση του 1963 υπό την διεύθυνση του συνθέτη - το έργο έτσι κι αλλιώς σπάνια παίζεται), ένα χρονικό του Α' Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τα μάτια ενός στρατιώτη-ποιητή, του Γουίλφρεντ Όουεν, συγκινητικοί στίχοι του οποίου ακούγονται στο έργο. Δίπλα στην Τίλντα Σουίντον, στην τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο, ένας αγνώριστος από την καταβολή Λόρενς Ολίβιε.

Ο Ντέρεκ Τζάρμαν πέθανε μόλις στα 52 του το 1994, χτυπημένος από το AIDS, όχι προτού απεικονίσει συνταρακτικά τον τελευταίο του καιρό στο «Blue», σχεδόν τυφλός πια, υπό τους ήχους του Μπράιαν Ίνο και του Ερίκ Σατί.

«20 χρόνια πριν δεν φανταζόμουν ότι αυτή θα ήταν η ζωή που με περίμενε»: Μια συνέντευξη με τον Φίλιπ Σέιμουρ ΧόφμανΤα «Παιδιά του Χειμώνα» οδηγούν «Ferrari» (Ελληνικό box-office, Τετραήμερο 25/01/24 - 28/01/24)