Η βαμπιρική οθόνη! Η κινηματογραφική ιστορία του «Δράκουλα»

Διέσχισε ωκεανούς χρόνους για να σας βρει! Γιορτάζουμε το Χάλογουιν με ένα «αιμοσταγές» αφιέρωμα στο απέθαντο, μυθικό τέρας της μεγάλης οθόνης.

Από τον Πάνο Γκένα
Η βαμπιρική οθόνη! Η κινηματογραφική ιστορία του «Δράκουλα»

Ο «Δράκουλας», το θρυλικό μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, γραμμένο με μορφή ημερολογίων και επιστολών, εισήγαγε στη λογοτεχνία του φανταστικού έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες της: τον Κόμη Δράκουλα, τον μυστηριώδη βρικόλακα που ζει στο σκοτάδι, γεύεται το αίμα των ανθρώπων και στερείται της αιώνιας ανάπαυσης, γιατί στερήθηκε την αιώνια αγάπη. Παράλληλα το σινεμά βρήκε στο χλωμό παρουσιαστικό και την υποβλητική φιγούρα του Κόμη, τον πιο αρχετυπικό εκπρόσωπο της φαντασιακής διαφυγής, ένα ερωτικό ανάλογο του απαγορευμένου πόθου, αλλά και την αλληγορική κινηματογραφική ισοτιμία της ίδιας της έβδομης τέχνης.

Η πληθώρα των κινηματογραφικών διασκευών, ο αμέτρητος αριθμός ταινιών γυρισμένες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, πιστοποιούν το μόνιμο ενδιαφέρον και το παγκόσμιο αντίκτυπο που έχει ο απέθαντος κόμης και ανάγουν τους βρικόλακες σε ένα ανορθολογικό σύμβολο τρόμου και ρομαντικής ευαισθησίας.

Το αίμα είναι ζωή

Η ηρεμία της άκαμπτης ηθικολογίας της βικτοριανής Αγγλίας χρειαζόταν δημιουργική μετάγγιση. Ο Μπραμ Στόκερ «απελευθερώνει» τους κοινωνικούς δεσμούς αίματος και βασισμένος σε ένα σύνολο λαϊκών παραδόσεων της Ανατολικής Ευρώπης, δημιουργεί τον Κόμη Δράκουλα. Η παρουσία ενός μεταφυσικού όντος, προκαλεί τα καταπιεσμένα ερωτικά ένστικτα και οι άνθρωποι γίνονται δολώματα μίας ακόρεστης δίψας για αιώνια ζωή.

Ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να σταθεί ανεπηρέαστος, από έναν χαρακτήρα που επιβιώνει μόνο στο σκοτάδι. Το αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού «Νοσφεράτου, Μία Συμφωνία Τρόμου» (1922), σκηνοθετημένο από τον Φ.Β. Μουρνάου (αργότερα αρκετά δημοφιλής στάθηκε και η εκδοχή του Βέρνερ Χέρτσογκ με τον Κλάους Κίνσκι το 1979), ήταν η πρώτη σημαντική ταινία που βασίστηκε στο μύθο του Δράκουλα. Προβλήματα με τα δικαιώματα του βιβλίου ανάγκασαν τους παραγωγούς να μετονομάσουν τον αιμοδιψή κόμη από Δράκουλα σε Όρλοκ, αλλά η πραγματικά δαιμονική μορφή του Μαξ Σρεκ στον ομώνυμο ρόλο αντικατόπτριζε ιδανικά τη φρίκη του λογοτεχνικού ομολόγου του. Εδώ ο έρωτας για την αγαπημένη Μίνα τον εξανθρωπίζει και τον οδηγεί συνειδητά στον αφανισμό.

Σχεδόν μία δεκαετία μετά, το 1931, η Universal κυκλοφορεί τον «Δράκουλα» του Τοντ Μπράουνινγκ και εγκαινιάζει τη χρυσή εποχή του φανταστικού, προσθέτοντας άλλο ένα τέρας στην κινηματογραφική γκαλερί της. Ημερομηνία κυκλοφορίας; Διόλου τυχαία, η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Ο ρόλος προοριζόταν αρχικά για τον Λον Τσάνεϊ, ο οποίος είχε ήδη ερμηνεύσει τον ρόλο ενός βρικόλακα στην ταινία «Το Λονδίνο Μετά τα Μεσάνυχτα», ο θάνατός του όμως έδωσε μοιραία την ευκαιρία στον Ούγγρο Μπέλα Λουγκόζι να γράψει κινηματογραφική ιστορία και να σφραγίσει ανεξίτηλα τον αιμοσταγή Κόμη. Ένα χρόνο μετά, ο Καρλ Ντράγιερ θα αποπειραθεί μία σύνθετη προσέγγιση στο «Βαμπίρ», αλλά το κοινό θα μείνει αμέτοχο μπροστά σε μία πιο πειραματική και ακατανόητη ανάγνωση του μύθου.

Hammer: το κόκκινο του πάθους

Η βρετανική εταιρεία Hammer δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και δοκίμασε τα πρώτα (και ασήμαντα) βήματά της στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Μετά την επιτυχημένη διασκευή «H Κατάρα του Φρανκενστάιν» (1957) με τον Κρίστοφερ Λι στο ρόλο του τέρατος, κινήθηκε με σιγουριά στα λημέρια του φανταστικού διασκευάζοντας με τη σειρά της τον άρχοντα του σκότους. Το «Δράκουλας, ο Βρικόλακας των Καρπαθίων» (1958) του Τέρενς Φίσερ, σήμανε την έναρξη μιας σειράς κινηματογραφικών ταινιών της περίφημης εταιρείας με βασική πηγή έμπνευσης τον μύθο του βρικόλακα. Η τεράστια επιτυχία αυτών των ταινιών την υποχρέωσε να αφιερωθεί στις ταινίες τρόμου και ανέδειξε τον Κρίστοφερ Λι ως έναν υπολογίσιμο διεκδικητή του ρόλου. Μπορεί ο «Δράκουλας» του Μπράουνινγκ να είχε ήχο, εδώ όμως κυριαρχεί το χρώμα. Το αίμα είναι και φαίνεται κόκκινο. Το κόκκινο που εξιτάρει την ερωτική διάθεση και επαναπροσδιορίζει τον τρόμο πέρα από τα ρίγη συγκίνησης, προκαλώντας την οπτική ευχαρίστηση.

Ο νοσηρός και ο υπερτονισμένος αισθησιασμός κάνουν την εμφάνισή τους στις κινηματογραφικές συνέχειες όπως το «Ο Δράκουλας Βγήκε από τον Τάφο του» (1968) και «Ο Δράκουλας Διψάει για Φρέσκο Αίμα» (1973), ενώ ο λανθάνοντας ερωτισμός αρχίζει να διεισδύει και στις υπόλοιπες ταινίες της εταιρείας με σκηνοθέτη τον Φίσερ («Η Κατάρα του Λυκάνθρωπου», «Τα Πύρινα Μάτια του Μαύρου Πύργου» κ.α.). Λίγο πριν την εξαφάνιση της Hammer, η προσέγγιση έγινε ακόμα πιο τολμηρή σε μία προσπάθεια αναβίωσης του βαμπιρικού μύθου με ταινίες που περιείχαν έντονο, λεσβιακό σεξ («Τα Δίδυμα του Δράκουλα», 1971).

Το βαμπίρ φιλούσε υπέροχα

Η ολοένα και πιο τολμηρή, ερωτική διάσταση του μύθου βρήκε απόλυτη έκφραση στο τραγελαφικό, αλλά απενοχοποιημένα απολαυστικό «Vampyros Lesbos» (1970) του Ισπανού Χεσούς Φράνκο. Η Σολεδάδ Μιράντα είναι η γοητευτική Κόμισσα Καρόντι, κληρονόμος του πύργου του Δράκουλα, και η Εύα Στρόιμπεργκ η αθώα δικηγόρος που τελικά θα προσφέρει κάτι παραπάνω από νομικές υπηρεσίες. Γυμνά κορμιά, εξωτικοί προορισμοί, ψυχεδέλια στο soundtrack και εικόνες soft πορνό, αποδεικνύουν πως στο βαμπιρικό μύθο περιλαμβάνονταν αρκετά περιθώρια πειραματισμού που ξεπερνούσαν στιλιστικά τους στενούς κορσέδες.

Με έντονο λεσβιακό ερωτισμό και μεγαλύτερη καλλιτεχνική συνέπεια από τον Φράνκο, ο Γάλλος Ζαν Ρολέν χρησιμοποίησε στις περισσότερες ταινίες της καριέρας του, από το «Le Viol du Vampire» (1967)  μέχρι και το «Les Deux Orphelines Vampires» (1997), ένα διάχυτο ερωτικό φίλτρο. Με χαμηλό προϋπολογισμό και υποτυπώδη σενάρια, ο Ρολέν είδε τις αισθητικές (ή καλύτερα αισθησιακές) προτάσεις του να αποτυγχάνουν εμπορικά και απογοητευμένος στράφηκε στη βιομηχανία του πορνό.

To «Daughters of Darkness» του 1971, εμπνέεται από την ιστορία της Ελίζαμπεθ Μπάθορι, της Ματωμένης Κόμισσας που λουζόταν στο αίμα παρθένων για να διατηρήσει την ομορφιά και τη νεότητά της. Η ταινία του Χάρι Κιούμελ είναι εγκρατής και σχεδόν αναίμακτη, ενώ η παρουσία της Ντελφίν Σεϊρίγκ («Πέρσι στο Μαρίενμπαντ») στο ρόλο της Μπάθορι προσθέτει μία αύρα ελκυστική και παγερή, ντελικάτη και αδίστακτη. Η Κόμισσα σαν άλλη femme fatale θα παγιδεύσει ένα νιόπαντρο ζευγάρι και μέσα από σαδιστικά παιχνίδια εξουσίας, θα προσπαθήσει να επιβληθεί και στους δυο. Η σωματική βία απουσιάζει ενώ ο ομοφυλοφιλικός ερωτισμός κυριαρχεί και εδώ, καθώς η Μπάθορι δεν κάνει (προφανώς) διακρίσεις στα δυο φύλα.

Αν σας έρχεται συνειρμικά μία άλλη ταινία, τότε πιθανότατα θα πρόκειται για το «Αίμα και Πάθος» (1983) του Τόνι Σκοτ, δημοφιλής ταινία εξαιτίας των πρωταγωνιστών της. Εδώ η Κατρίν Ντενέβ είναι η πλανεύτρα Μίριαμ Μπλέιλοκ, μία βρικόλακας που πίνει το αίμα των εραστών της και εκείνοι ως αντάλλαγμα δεν γερνούν. Καθώς ο εώς τότε σύντροφός της Ντέιβιντ Μπόουι αρχίζει να γερνά απότομα, η Ντενέβ βρίσκει ενδιαφέρον στο πρόσωπο της Σούζαν Σαράντον. Ατμοσφαιρική, αλλά σεναριακά άνιση δημιουργία, περιλαμβάνει μία ερωτική σκηνή που απέκτησε τεράστια φήμη.

Ο θαυμαστός βρικόλακας

Η σημειολογία των βρικολάκων στην κινηματογραφική οθόνη είναι δυναμική και ανεξάντλητη. Υπάρχουν ταινίες που βασίζονται χαλαρά στο μύθο και χρησιμοποιούν αλληγορικά τις δημιουργικές προεκτάσεις. Το «Valerie and her Week of Wonders» του 1970 (πρόσφατα προβλήθηκε στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας στο αφιέρωμα Το Σινεμά Ονειρεύεται) σε σκηνοθεσία του Τσέχου Γιαρομίλ Γίρες είναι γεμάτο από παγανιστικές εικόνες που αφηγούνται παραμυθένια και ψυχοτροπικά, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας της μικρής Βάλερι. Σαν μία άλλη Κοκκινοσκουφίτσα ή Αλίκη, η Βάλερι περιτριγυρίζεται από διεστραμμένους ιερείς και μία γιαγιά που μυείται στο βαμπιρισμό από έναν διαβολικό επίσκοπο προκειμένου να διατηρηθεί νέα. Ο έρωτας, ο φόβος, το σεξ και η θρησκεία μετουσιώνονται σε ένα σουρεαλιστικό διονυσιακό σύμπαν, σε ένα ονειρικό παιχνίδι συνεχών εναλλαγών.

Ο Τζορτζ Ρομέρο, ο πατέρας των απέθαντων ζόμπι, χρησιμοποίησε κι αυτός το μύθο του βρικόλακα στην ταινία «Μαρτιν» (1977), συνδυάζοντας γραφική βία με κοινωνική σάτιρα. Ένας νεαρός άνδρας πιστεύει ότι είναι βαμπίρ και ελλείψει δοντιών χρησιμοποιεί ξυράφια και σύριγγες. Ταυτόχρονα, καταφέρνει και γίνεται τοπική διασημότητα μέσω ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Κατά τον προσφιλή τρόπο του Ρομέρο, ο τρόμος συναντά το πολιτικό σχόλιο.

Αξιοπερίεργη και εντελώς αταξινόμητη είναι «Η Ωραία Αιχμάλωτη» (1983) του Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ, σεναριογράφου του «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ», ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του γαλλικού Νέου Μυθιστορήματος. Ποιητική κι ονειρική, η ταινία είναι εμπνευσμένη από τον ομώνυμο πίνακα του Μαγκρίτ και μία σουρεαλιστική αφορμή για ένα παιχνίδι αναμεσά στο φιλμ νουάρ και στην βαμπιρική μυθολογία.

Το Νέο Αίμα

Το 1992, ο νέο-ρομαντικός «Δράκουλας» του Φράνσις Φορντ Κόπολα επέστρεψε τον τρόμο στη βάση μίας τραγικής ερωτικής ιστορίας. Η απίστευτη καλλιτεχνική διεύθυνση, τα εκθαμβωτικά κοστούμια της Έικο Ισιόκα και η πιστότητα με την οποία αντιμετώπισε ο σπουδαίος σκηνοθέτης την αρχετυπική ιστορία, πυροδότησε ένα νέο κύμα βαμπιρικής ενασχόλησης. Λίγα χρόνια μετά η «Συνέντευξη με Έναν Βρικόλακα» (1994) του Νιλ Τζόρνταν μετέτρεψε τον τρόμο σε ένα υπαρξιακό δράμα και τοποθετήθηκε κριτικά απέναντι στην ηθική του τέρατος. Και οι δυο ταινίες τόνισαν το ερωτικό στοιχείο μέσα από την επιλογή ενός λάγνου, γοητευτικού καστ και με σαφή ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα.

Στη συνέχεια η ανθρώπινη διάσταση του βρικόλακα έγινε ακόμα πιο έντονη. Στο «Νάντια, ο Θηλυκός Βρικόλακας» (1995) του Μάικλ Αλμερέιντα, η γοητευτική Ελίνα Λόουενσον και ο Τζάρεντ Χάρις, δίδυμα παιδιά του τρομερού κόμη, προσπαθούν να ξορκίσουν την κατάρα της οικογένειας. Ασπρόμαυρη εικόνα, μελαγχολική διάθεση και αρκετοί νεωτερισμοί συνθέτουν αυτή την παράδοξη ταινία σε συμπαραγωγή του Ντέιβιντ Λιντς.

Ο «Εθισμός» του Έιμπελ Φεράρα, κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και βρήκε ένα απροετοίμαστο κοινό. Η φοιτήτρια φιλοσοφίας Λίλι Τειλορ δαγκώνεται από την Αναμπέλα Σιόρα και ανακαλύπτει κάθε είδους έξη του ανθρωπίνου είδους στο κακό. Εδώ οι βρικόλακες δεν είναι νέο-ρομαντικά πλάσματα αλλά βίαια, άγρια και εξαρτημένα junkies, αποφασισμένα να χορτάσουν την πείνα τους.

Από την άλλη, ο Κινέζος Πο Τσι Λεόνγκ σκηνοθέτησε τη «Σοφία των Κροκοδείλων» (1998) με χαρακτηριστική γραφή, εμπότισε στιλ στην ιστορία ενός βαμπίρ που τρέφεται όχι μόνο με αίμα, αλλά κυρίως με τα συναισθήματα των θυμάτων του. Ο Τζουντ Λο, ιδανικός ενσαρκωτής, σκοτώνει γυναίκες αφού πρώτα τις κάνει να τον ερωτευτούν.

Only Vampires Left Alive

Στην πρόσφατη κινηματογραφική μνήμη, το 2008 οφείλει να ανακηρυχθεί διεθνές βαμπιρικό έτος. Εκείνη την χρονιά προβλήθηκαν δυο εκ διαμέτρου αντίθετης φιλοσοφίας και αισθητικής ταινίες που επαναπροσδιόρισαν το είδος. Η μία για τους σωστούς και η άλλη για τους εντελώς λάθος λόγους.

Το απόκοσμο και ευρηματικό «Άσε το Κακό να Μπει» του Τόμας Άλφρεντσον σαγήνευσε το κινηματογραφικό κοινό και κριτικούς με την υποβλητική του ατμόσφαιρα. Ο 12χρονος Όσκαρ γνωρίζει τη συνομήλική του Έλι, και οι αποκαλύψεις διαδέχονται υπνωτιστικά η μία την άλλη. Με έναν ιδιόρρυθμο ερωτισμό, ο Άλφρεντσον στάθηκε στους χαρακτήρες σκληρά και τρυφερά, αναδεικνύοντας τη μοναχικότητα και την ανάγκη για συντροφιά. Ταυτόχρονα το «Λυκόφως» (Twilight) και οι θλιβερές συνέχειες του, απενδυμένα γνήσιου ερωτισμού, σάρωσαν τα ταμεία παγκοσμίως με ένα ισχνό, βαρετό και σχεδόν προσβλητικό φίλτρο στον μύθο.

Την ίδια χρονιά η έξαρση της τηλεοπτικής μανίας που είχε ήδη ξεκινήσει να αλώνει τη μεγάλη οθόνη με δημιουργικές ιδέες και τολμηρές προτάσεις, είχε να επιδείξει το φιλόδοξο «True Blood» στο ΗΒΟ, μία ιστορία βρικολάκων που ζουν σε κοινή θέα με τους ανθρώπους από τη στιγμή που πίνουν ένα χημικό παρασκεύασμα που αντικαθιστά την ανάγκη για ανθρώπινο αίμα. Η ιστορία της Σούκι και του αγαπημένου της βρικόλακα Μπιλ, ξεκίνησε με πρωτότυπες ιδέες και τολμηρή συνέπεια, το καλωδιακό κανάλι καλοδέχθηκε την επανειλημμένη γραφική σεξουαλικότητα της ιστορίας, αλλά η σειρά κατέληξε χλιαρή και αδιάφορη, εξαντλημένη ύστερα από εφτά σεζόν.

Την τελευταία δεκαετία σκηνοθέτες όπως ο Νιλ Τζόρνταν (ξανά) και ο Τζιμ Τζάρμους, επισκέφτηκαν το γοητευτικό, μυστηριώδη κόσμο των βρικολάκων με ταινίες όπως το «Byzantium» (2012) και το «Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» (2013). Η δυναμική και σέξι Κλάρα της πρώτης και το θεόσταλτο ζευγάρι των Τίλντα Σουίντον και Τομ Χίντλστον της δεύτερης, στάθηκαν λυρικά, μελαγχολικά και ερωτικά καίρια ως εκλεπτυσμένες προσθήκες του είδους.

Το 2014 τα βαμπίρ επανήλθαν «αλλιώς». Ο ανατρεπτικός Ταΐκα Γουαϊτίτι, λίγο πριν τον γραπώσει η Marvel, σκηνοθέτησε μαζί με τον Τζεμέιν Κλεμέντ το «What We Do in the Shadows», μια βαμμένη στο αίμα ξεκαρδιστική κωμωδία-έκπληξη με σοφιστικέ δόντια, που διαφοροποιήθηκε από τις συνηθισμένες παρωδίες τρόμου της εύκολης πλάκας και απέκτησε το δικό της καλτ κοινό (και μία τηλεοπτική μεταφορά), ενώ σε εξίσου ανατρεπτικό, μα DIY αισθητική επινοητικότητα, κινήθηκε προς «Νορβηγία» ο Γιάννης Βεσλεμές (με έναν απίθανο - όπως πάντα - Βαγγέλη Μουρίκη). Την ίδια χρονιά, η Άνα Λίλι Αμιρπούρ χτίζει με όρους του φανταστικού μία πολιτική και κοινωνική ελεγεία στο θαυμάσιο ντεμπούτο της «Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα».

 

 

Η βαμπιρική οθόνη

Ο κινηματογράφος ως κατεξοχήν βαμπιρική τέχνη, ζει στις σκιές, αποζητά τα θέλγητρα της σκοτεινής αίθουσας και τρέφεται δημιουργικά από μία πληθώρα διαφορετικών τεχνών, τις οποίες «απομυζά» καλλιτεχνικά και της επανασυστήνει σε μία νέα, καλλιτεχνική οντότητα. Διόλου τυχαία, βαμπιρόφιλες ταινίες όπως η «Συνέντευξη με Έναν Βρικόλακα» και ο «Δράκουλας» του Κόπολα, χρησιμοποίησαν στο σενάριο τους την συγκεκριμένη σινεφίλ αναλογία.

Ο μελαγχολικός Λουί του Μπραντ Πιτ, χαμένος υπαρξιακά μέσα στο πλήθος των αιώνων, βρίσκει ανταμοιβή για τη χαμένη ανήλιαγη «ζωή» του στην κινηματογραφική αίθουσα. Το παιχνίδι του χρώματος, των σκιών και του φωτός, αυτό που έχει χάσει για πάντα, προβάλλεται σε ένα κινηματογραφικό πανί και σφραγίζει συγκινητικά όλες τις χαμένες ανατολές που δεν είναι σε θέση να δει.

Ο Κόπολα προχωρά ακόμα περισσότερο τη σύνδεση. Ο «Δράκουλας» του Μπραμ Στόκερ κυκλοφόρησε το 1897, λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του κινηματογράφου. Τιμώντας την τέχνη που ανέδειξε με ήχο και εικόνα τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και σφράγισε την εμφάνισή του στο υποσυνείδητο ενός παγκόσμιου κοινού, ο Κόπολα τοποθετεί την πρώτη σκηνή αποπλάνησης του Κόμη και της Μίνα, μέσα σε μία κινηματογραφική αίθουσα. Τα χειροποίητα ταχυδακτυλουργικά τρικ των πρώτων σκηνοθετών, η μαγεία και το θαύμα που τροφοδότησε την έβδομη τέχνη είναι παρόντα στην πρώτη συνάντηση τους. Όταν ο Δράκουλας πλησιάζει τη φοβισμένη Μίνα, η οθόνη προβάλει την είσοδο του τρένου στο σταθμό της Σιοτά, μία από τις πρώτες ταινίες των αδελφών Λιμιέρ.

Όσα χρόνια και να περάσουν, όσες διασκευές και να υποστεί ο εμβληματικός «Δράκουλας», οι σκοτεινές αίθουσες θα αναμένουν τις επισκέψεις του και εκείνος θα στοιχειώνει για πάντα το σελιλόιντ, με τρόπο υπαινικτικό, ερωτικό, τρομακτικό.