Εύα Νάθενα: Αποθησαυρίζοντας τον πλούτο του Παπαδιαμάντη στη «Φόνισσα»

Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας, μεταφέρεται με αξιώσεις στη μεγάλη οθόνη και η σκηνοθέτιδα Εύα Νάθενα (στην ταινία υπογράφει επίσης τα κοστούμια και το production design) μοιράζεται στο cinemagazine.gr την επιτακτική ανάγκη της δημιουργίας της ταινίας, την θεραπευτική της διάσταση αλλά και την ανάγκη να σπάσει η αλυσίδα του τραύματος.

Εύα Νάθενα: Αποθησαυρίζοντας τον πλούτο του Παπαδιαμάντη στη «Φόνισσα»

Η γενεαλογία ενός τραύματος

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μέσα από τη Φόνισσα περιγράφει το βάρος που σήκωσαν οι γυναίκες για αιώνες, καθώς αυτό κορυφώνεται και αποτυπώνεται στις πράξεις της Χαδούλας. «Το βάρος που καταθέτει ο Παπαδιαμάντης δεν είναι η βία που άσκησε ο άντρας προς τη γυναίκα, αλλά η βία που άσκησαν οι γυναίκες προς τις γυναίκες, οι μανάδες προς τις κόρες τους, προκειμένου να τις αναθρέψουν έτσι, δίνοντάς τις «αντισώματα», ώστε να αντέξουν αυτό που τις περίμενε & αυτό καταθέτει και η ταινία» εξηγεί η Νάθενα. «Οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες να δομήσουν τις κόρες τους πάρα πολύ σκληρά και πάρα πολύ βίαια προκειμένου να αντέξουν αυτή την πραγματικότητα. Και επειδή είμαστε οι καταγραφές μας, αυτό κράτησε πολλούς αιώνες, ακόμα κι εγώ κουβαλώ τις καταγραφές της μητέρας μου και της γιαγιάς μου, που εισέπραξαν αυτή τη βία. Για χρόνια, για αιώνες, η γυναίκα ήταν ανεπιθύμητη στο να έρθει, γιατί υπήρχε ένας φοβερός νόμος που μάστιζε την ελληνική πραγματικότητα».

Η προίκα

Η προίκα ήταν για πολλά χρόνια, όχι μόνο θεσμός, αλλά και νόμος που όριζε ότι πηγαίνει σαν γονική παροχή από την οικογένεια, στην πρωτότοκη κόρη. «Το 1836, η δημογεροντία της Σκοπέλου, του διπλανού νησιού της Σκιάθου, έστειλε ένα γράμμα στην Γραμματεία της Δικαιοσύνης -δεν υπήρχε υπουργείο τότε - ζητώντας να καταργηθεί ο νόμος της προίκας, για να πάψουν οι ανομολόγητοι φόνοι θηλέων βρεφών» εξηγεί η Νάθενα. «Λιγότερο από έναν αιώνα, 73 χρόνια μετά, ο Παπαδιαμάντης γράφει αυτό το αφήγημα, γνωρίζοντας φυσικά ότι δεν εισακούστηκε από την κυβέρνηση αυτό το αίτημα. Οπότε, ο σπόρος του αφηγήματος αυτού, είχε μπει βαθιά βιωματικά μέσα του και μας λέει ότι δεν φύτρωσε έτσι ξαφνικά η Φόνισσα, ήταν ένα αποτέλεσμα κοινωνικό, των επιταγών της εποχής».

Το φαινόμενο αυτό άρχισε να φθίνει από από1960, ενώ ο νόμος για την προίκα καταργήθηκε επίσημα από το ελληνικό κράτος το 1983. Εν τω μεταξύ, χιλιάδες οικογένειες βρέθηκαν μπροστά στο ανομολόγητο δίλημμα, όταν μετά την πρώτη κόρη, ερχόταν μία δεύτερη ή μία τρίτη. Πολλές φορές, όταν έπρεπε να θανατώσουν ένα νεογέννητο πλάσμα, ένα κορίτσι, μέσα τους υπερίσχυε το «ο θάνατος σου η ζωή μου». Όσοι γονείς δεν εγκλημάτησαν από αυτήν την ανάγκη, ήταν σύνηθες να στέλνουν τα κορίτσια τους στα μοναστήρια. «Ή μεγάλωναν τα παιδιά των αδερφάδων τους ή πήγαιναν σε μοναστήρι γιατί αν έμεναν στο σπίτι, επειδή δεν επιτρεπόταν να δουλέψουν τα κορίτσια εκείνες τις εποχές - ειδικά ως ανύπαντρα ήταν πρωτοφανές και ανήκουστο - κατέληγαν πάντα εσώκλειστα στο σπίτι να τρώνε ένα πιάτο φαΐ , απ’ αυτό που, ενδεχομένως δεν είχαν. Πολύ αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά το 1922, λόγω των επιτακτικών κοινωνικών συνθηκών και ενώ οι πόλεμοι και η προσφυγιά είχαν κοστίσει τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών και η αγορά εργασίας πληρώθηκε από κορίτσια και γυναίκες, που μάλιστα αμείβονταν κατά πολύ λιγότερο συγκριτικά προς τους μισθούς των αντρών, τους επετράπη να δουλέψουν και να κυνηγήσουν μία θέση εργασίας» εξηγεί η Νάθενα.

«Η γυναικοκτονία, που δυστυχώς αργότερα παγιώθηκε στην καθημερινή πραγματικότητα, κρατάει από τον σπόρο της βρεφοκτονίας σε βάρος νεογέννητων κοριτσιών που ήταν ανεπιθύμητα. Ο απολογισμός του 1990 ήταν πάνω από 100 εκατομμύρια απολεσθείσες δημογραφικά γυναίκες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο αντίστοιχος απολογισμός του 2013 είναι 200 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως. Το φαινόμενο αυτό, που αναδεικνύει η ταινία, δεν αφορά μόνο τον γεωγραφικό χάρτη της Ελλάδος αλλά τον παγκόσμιο κι αυτό δυστυχώς είναι καταγεγραμμένο πλέον» λέει η Νάθενα.

Ο συμβολικός ιστός στο έργο του Παπαδιαμάντη

Αποκαλύπτοντας τα κρυφά επίπεδα της Φόνισσας, η Εύα Νάθενα αναφέρεται στα ονόματα των γυναικείων χαρακτήρων. «Κάτω από το πρώτο επίπεδο στο αφήγημα του Παπαδιαμάντη υπάρχει ένα άλλο και πιο κάτω κι ένα άλλο. Αυτό με έκανε αρχικά να το καταλάβω η ζωγραφική μου παιδεία. Όταν άρχισα να σχεδιάζω τις επιτύμβιες στήλες στο αρχαιολογικό μουσείο κατάλαβα ότι από κάτω έχουν μαθηματικά. Κανόνες που ορίζουν το πού θα σταθούν και πού θα συμπλεχτούν τα σώματα».

Οι πολλαπλές αναγνώσεις του κειμένου του Παπαδιαμάντη αποκάλυψαν ένα άλλο κείμενο, το οποίο ο συγγραφέας κρύβει επιμελώς. Ενδεικτικά, η επιλογή των ονομάτων για τους αντρικούς και γυναικείους χαρακτήρες επιφυλάσσει μία μεγάλη έκπληξη για τον ανήσυχο αναγνώστη. «Το πρώτο πράγμα που άρχισε να φανερώνεται είναι αυτό με τα ονόματα. Έδωσε στους αντρικούς χαρακτήρες ένα όνομα κοινό, το όνομα Γιάννης, σαν να ήταν μονοδιάστατοι, ( ο Γιάννης ο Φράγκος, ο Γιάννης ο Λυρίγκος, ο Γιάννης ο περιβολάς, ο Αη-Γιάννης ο Κρυφός ), ενώ στις γυναίκες έδωσε ξεχωριστά και πολύ ιδιαίτερα ονόματα. Μόλις αρχίσεις να καταλαβαίνεις, να διαβάζεις τι εννοούν αυτά τα ονόματα, τι σημαίνουν, διαβάζεις ένα άλλο αφήγημα. Για παράδειγμα, η κόρη της Χαδούλας, η Αμέρσα, που είναι η δευτερότοκη κόρη, έχει το προσωνύμιο της θεάς Άρτεμης, που σημαίνει η ά-ζυγος η α-σύζυγος, δηλαδή αυτή που μπορεί να είχε επαφή με άντρα αλλά δεν βάζει ζυγό άντρα πάνω της, όπως η θεά Άρτεμις» επισημαίνει η Νάθενα. «Είναι η πρώτη γεροντοκόρη στην ιστορία της λογοτεχνίας θα τολμήσω να πω, που έχει την ευχή της μάνας της που το έπραξε αυτό, που παραδέχεται ότι καλά κάνει και δεν παντρεύεται»!

Αλλά και από τους διαλόγους στην ομιλούσα γλώσσα, που μοιάζουν να ρέουν αβίαστα στο κείμενο καθώς περιγράφουν τη σκληρή καθημερινότητα των χαρακτήρων, αποκαλύπτονται πολλά για τη δύσκολη μοίρα που κουβαλούσαν οι γυναίκες. Όπως για παράδειγμα, η μικρότερη κόρη που θέλει να παντρευτεί έχοντας σαν παράδειγμα την αδελφή της Δελχαρώ, λέει στη μητέρα της που διαφωνεί, «Γιατί μάνα; Είναι καλός ο Νταντής, νοικοκύρης και δουλευταράς. Δεν την δέρνει πολύ», σταχυολογεί η Νάθενα. «Μία λέξη είχα αλλάξει σε μία από τις γραφές του σεναρίου - και αυτούσια στον Παπαδιαμάντη - τη λέξη ‘’πολύ’’, και άλλαζε όλο το νόημα όλης της ταινίας και του σεναρίου. Δηλαδή η λέξη πολύ σημαίνει ότι εκείνη την εποχή ήταν απόλυτα αναμενόμενο, αποδεκτό και φυσιολογικό, ως κυρίαρχη νοοτροπία να δέρνει ο άντρας τη γυναίκα του. Ποιος ήταν καλός σύζυγος; Αυτός που δεν την έδερνε πολύ. Το λέω για να μπούμε στη θέση του Παπαδιαμάντη, σε αυτό το συγκεκριμένο ύψος που περιέγραψε όταν είπε ψήλωσε ο νους της Φόνισσας. Έπρεπε λοιπόν από αυτό το ύψος να διαβάσουμε την κανονικότητα που περιέγραψε μέσα στο κείμενο».

Το ψυχογράφημα μιας τραγικής ηρωίδας

Η Φόνισσα είναι γέννημα θρέμμα μιας κοινωνίας που δεν καλοδεχόταν τις γυναίκες, τα θηλυκά βρέφη ήταν ανεπιθύμητα. Η υποχρέωση των γονιών να προικίσουν τις κόρες λειτουργούσε τελικά σαν κατάρα, σαν θανατική ποινή. «Δεν έφταναν τα χρήματα στις εποχές ανέχειας και μεγάλης φτώχειας» εξηγεί η Νάθενα. «Οπότε, η ταινία διαβάζει βαθιά την ανάγκη που έκανε αυτούς τους ανθρώπους να προβούν σε τέτοια φοβερά εγκλήματα και εμάς να την καταλάβουμε, να την κατανοήσουμε και να αναγνωρίσουμε το διαγενεαλογικό μας τραύμα. Όλοι έχουμε έναν πρόγονο που βρέθηκε σε αντίστοιχη κατάσταση ή που έχει μία τέτοια ιστορία, που δεν καταλαβαίνουμε σε τι βαθμό έχει περάσει μέσα μας».

Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τη Φόνισσα με διαύγεια και κατανόηση. «Είναι ο πρώτος λογοτέχνης που γέννησε την ηρωίδα του κοιτώντας εκ των έσω, δηλαδή κατέθεσε το ψυχογράφημά της», επισημαίνει η σκηνοθέτις.

Όσο για την απόδοση της Φόνισσας, η ταινία, που εμπνέεται από το αφήγημα, ψυχογραφεί και δικαιώνει. «Κάποιος, που δεν έχει σκύψει στο έργο του Παπαδιαμάντη, μπορεί να πει ότι η Φόνισσά του έχει φύγει, έχει απομακρυνθεί στην ταινία, ότι δεν είναι αυτή η ηρωίδα του. Εγώ λέω ότι είναι αυτή, βαθιά διαβασμένη, με πολύ μεγάλο σεβασμό στον Παπαδιαμάντη, με πολύ μεγάλη προσοχή, με πολύ μεγάλη φειδώ. Και δέος.

Ο Παπαδιαμάντης στηρίζεται σε μια πολύ λεπτή ισορροπία αισθημάτων: αποτροπιασμός για την πράξη και μαζί συμπάθεια προς το φορέα της, κατορθώνοντας να φτιάξει έναν κόσμο, όπου η πολυπλοκότητα των αισθημάτων γεννά την αποκάλυψη μιας αλήθειας. Τη συμπάθειά του στη Φραγκογιαννού δεν την κρύβει, αλλά απέχει πολύ από το να ταυτιστεί μαζί της. Αφήνει ελεύθερη την ηρωίδα του να σκεφτεί και να πράξει, ενώ ο ίδιος παρακολουθεί την περιπέτεια αυτής της ελευθερίας. Η Φραγκογιαννού ανατρέπει δυναμικά την ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια συμπεριφορά, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά. Η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς, με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά. Πάμε εκεί στα βάθη του αιώνα και διαβάζουμε λοιπόν, τι γέννησε αυτή τη συνθήκη, αυτό το τραύμα, αυτό το φύτρο που λέγεται Φόνισσα» σημειώνει η σκηνοθέτις.

Υπόθεση προσωπική και συλλογική

Η Φόνισσα μιλάει για την ιστορία και τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού, αλλά και του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Παπαδιαμάντης μέσα από τα πάθη της επαναστατημένης αυτής ψυχής έδωσε σε όλο του το βάθος το ηθικό πρόβλημα του σημερινού ανθρώπου. Άγγιξε και φώτισε όχι μόνον τη γυναικεία μοίρα, αλλά και την

ανθρώπινη, στο καίριο ακριβώς σημείο της σύγχυσης του καλού και του κακού, όπου δικαιολογείται ακόμα και η βία. Αν αφαιρέσουμε από τη νουβέλα όλα τα εξωτερικά και πρόσκαιρα στοιχεία και παρατηρήσουμε μόνον την ψυχή της Χαδούλας, τότε θα δούμε πόσο όμοια είναι η πορεία της με την πορεία του σημερινού ανθρώπου. Όμοια η σύγχυση και πάνω απ’ όλα όμοια η έπαρση. «Είχε ψηλώσει ο νους της», έτσι όπως έχει ψηλώσει και ο δικός μας νους συχνά μέσα στη γενική παρεξήγηση αξιών που ζούμε.

Το πολυτιμότερο δώρο και ύψιστο αγαθό της ζωής δεν είναι μόνον η χαρά και η ομορφιά. Η ζωή απαιτεί ευθύνη και συνεπάγεται υποχρέωση. Αυτήν την ευθύνη και υποχρέωση οφείλουμε, όχι απλώς να φέρουμε διεκπεραιωτικά, αλλά με φροντίδα και αίσθημα καθήκοντος. Αυτή είναι η προοπτική μας, αλλιώς θα στραγγαλίζουμε, όπως η Φόνισσα, πριν προλάβουμε να την χαρούμε, τη ζωή τη δική μας και την ζωή των άλλων.

Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, ολομόναχη, ψυχικά ταπεινωμένη, αμύνεται με κάθε τρόπο να βγει από τη φτώχεια που της έχει επιβληθεί και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, θέλει να πετάξει, να γλιτώσει, να ελευθερωθεί όχι μόνο από τους διώκτες της, αλλά από την ίδια της τη μοίρα, εκείνην του ανθρώπου που παραλογίστηκε και έχασε τον δρόμο του. Γι’ αυτό και ο θάνατος δεν έρχεται ούτε σαν τιμωρία ούτε σαν εξιλέωση αυτής της επαναστατημένης ψυχής.

Ο Παπαδιαμάντης ύφανε έναν ιστό με κρυφά μηνύματα και τόλμησε να πει όσα μπορούσε. «Υπήρξε σαν ένας άνθρωπος του μέλλοντος, ένας ‘’σκαπανέας’’ κατά την Ελισσάβετ Μπαρμπαλιού, που όμως έκρυψε και φανέρωσε όσα μπορούσε. Όσα του επιτρέπονταν. Γιατί, όπως τον Καβάφη και άλλους ευφυείς ανθρώπους, θα τον έκλειναν κι αυτόν «σε τείχη ανεπαισθήτως» εκείνη την εποχή, υποστηρίζει η σκηνοθέτις για τη φανερή και κρυφή κατάθεση του Παπαδιαμάντη.

«Ήταν μία βιωματική ανάγκη που με ώθησε να κάνω την ταινία με αυτόν τον τρόπο. Στον παραγωγό Κώστα Λαμπρόπουλο αρέσει πάντα να ρωτάει γιατί γίνεται μία ταινία; Είναι μια ερώτηση που κάνει για κάθε ταινία από τις 240 που έχει κάνει στη ζωή του. Όταν έκανε αυτή την ερώτηση σε εμένα, του είπα “για λόγους θεραπευτικούς”» καταλήγει η σκηνοθέτις.

Λίγα λόγια για την ταινία

Σε ένα δυστοπικό νησί της Ελλάδας γύρω στο 1900, η Χαδούλα , χήρα Ιωάννου Φράγκου είναι μια γυναίκα που έχει μάθει να επιβιώνει στην ανδροκρατούμενη, πατριαρχική κοινωνία υπηρετώντας αυτό που της πέρασε η μητέρα της – μια σκυτάλη δύσκολη, που διαιωνίζει την υποτίμηση και την κατώτερη μοίρα της γυναίκας.

Η Χαδούλα επαναστατεί μέσα της και αυτό δεν θα αργήσει να συμβεί και προς τα έξω. Τα μικρά κορίτσια του νησιού γίνονται θύματα του ξεσπάσματός της. Αφαιρώντας τους τη ζωή, η ίδια νιώθει ότι τα απαλλάσσει από το κοινωνικό φορτίο που η ύπαρξή τους επιφέρει. Οι πράξεις της κάποια στιγμή αυτονομούνται και τη φέρνουν αντιμέτωπη με τον νόμο. Εγκαταλείπει το σπίτι της και βρίσκει καταφύγιο στη φύση.

Όμως, όσο και αν η ηθική της τής υπαγορεύει ότι έπραξε σωστά, στην πραγματικότητα το χρόνιο τραύμα της την ακολουθεί παντού. Το τέλος έρχεται σαν λύτρωση.

Η ταινία «Φόνισσα» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες 30 Νοεμβρίου από την Tanweer.

φωτογραφίες άρθρου: Μαριλένα Αναστασιάδου

Credits

Πρωταγωνιστούν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα , Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Σκηνοθεσία – Production Design - Koστούμια: Εύα Νάθενα | Σενάριο: Κατερίνα Μπέη |Concept Development - Script Editor: Εύα Νάθενα | Historical & Scientific consultant: Μαρία Τουγιανίδου | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Παναγιώτης Βασιλάκης | Casting: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης | Μοντάζ: Αγγέλα Δεσποτίδου | Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου | Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης | Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου | Hair Stylist: Χρόνης Τζήμος | Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος | Παραγωγοί: Διονύσης Σαμιώτης, Κώστας Λαμπρόπουλος | Παραγωγή: Tanweer Productions σε συμπαραγωγή με τη View Master Films | Συμπαραγωγός: COSMOTE TV | Χορηγός: Optima bank | Με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ | Διανομή: Tanweer Alliances