Χοακίν Φίνιξ: Το Φαινόμενο

20 χρόνια στην πρώτη γραμμή της πιο ανταγωνιστικής καλλιτεχνικής πραγματικότητας, που είναι το Χόλιγουντ, ο 48χρονος σήμερα ηθοποιός παραμένει εντυπωσιακό πειστήριο της αναγεννησιακής δύναμης του ονόματός του και φαινόμενο αντοχής και μετεξέλιξης στη βιομηχανία του θεάματος.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Χοακίν Φίνιξ: Το Φαινόμενο

Ο μοναδικός σύγχρονος ηθοποιός της γενιάς του που έχει μια πραγματικά συναρπαστική βιογραφία να διηγηθεί, ο Φίνιξ είναι ένα πραγματικό μυστήριο που όχι μόνο καταφέρνει να είναι στο προσκήνιο με σωρεία ρόλων που αγγίζουν ένα ευρύ κοινό, αλλά στην ωριμότητά του διαλύει και τον χολιγουντιανό κανόνα αγγίζοντας με τον «Τζόκερ» την αίγλη του φτασμένου σταρ.

Περίπου 40 χρόνια μετά από την πρώτη φορά που στάθηκε μπροστά σε φακό, μαζί με τα 4 αδέλφια του, ο Φίνιξ θα κληθεί να διαχειριστεί τις ουρανομήκεις κραυγές (θαυμασμού και κριτικής) που η πιο πρόσφατη ταινία του δημιούργησε, βάζοντάς τον για πρώτη φορά σ’ έναν ρόλο που δεν έχει ξαναπαίξει. Αυτόν του σταρ.

Τι είναι όμως μ’ αυτόν τον άνθρωπο; Ποια είναι αυτή η αινιγματική, για τόσους πολλούς σκοτεινά γοητευτική αύρα του; Ίσως να είναι το απόσταγμα πολλών συνιστωσών. Μιας γέννησης στο Πουέρτο Ρίκο από γονείς-παιδιά των λουλουδιών. Του μεγαλώματος με τέσσερα αδέλφια…ανάλογα ονοματισμένα (Καλοκαίρι, Ελευθερία, Βροχή και, βέβαια, Ποτάμι) κι αυτός, ολομόναχος…Χοακίν. (Το άλλαξε από παιδάκι σε «Φύλλο» - Leaf Phoenix, για να ταιριάξει, το ξαναεπισκέφθηκε για ένα φεγγάρι ενήλικος, τελικά το βαφτιστικό πρυτάνευσε). Μιας ζωής στο δρόμο μαζί με την μπίτνικ οικογένεια.

Ίσως να παίζει ρόλο εκείνη η τραγική βραδιά του Οκτωβρίου του ’93 που έβλεπε τον αδελφό του να ξεψυχά στο πεζοδρόμιο – για πάνω από ένα χρόνο έχασε τα’ αυγά και τα πασχάλια ο άνθρωπος. Ίσως κι η βαριά σκιά του Ρίβερ-ηθοποιού, πώς ν’ ανανήψει ένας μικρός αδελφός, πώς να εκφραστεί το δικό του ταλέντο στον τρόμο της σύγκρισης. Ίσως βέβαια να ευθύνεται και κάτι στο κύτταρο, δεν είμαστε μόνο προϊόντα του περιβάλλοντός μας άλλωστε.

Ό,τι και να είναι, εμείς είμαστε οι αποδέκτες μιας όψης και μιας διαδικασίας. Και η όψη του Χοακίν Φίνιξ, από την «Έτοιμη Για Όλα» (1995) αλλά κυρίως από το καταπληκτικό 2000 του («Επικίνδυνη Τροχιά» του Γκρέι, «Quills» του Φίλιπ Κάουφμαν και βέβαια Κόμμοδος στον «Μονομάχο» του Ρίντλεϊ Σκοτ – η πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα), σου εντυπώθηκε. Κουβαλούσε μια αλλοκοτιά, μια απέραντη εγκατάλειψη, μια μοναξιά λες από κατασκευής. Κανείς δεν μπορεί να παίξει, ίσως άλλοτε ο Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον εγκλωβισμένο στα δικά του άνθρωπο. Και η πρόσφατη επιτυχία του αποκάλυψε την πτυχή αυτή στο ευρύτερο κοινό.

Βέβαια το…στενότερο κοινό τα είχε δει και τα είχε αποθησαυρίσει όλα αυτά. Ο Φίνιξ έχει πια και αρκετούς ρόλους, έχει όμως πάνω απ’ όλα κάνει κάμποσες ταινίες καλύτερες. Πίεσε τον Γκίμπσον να θυμηθεί τι ηθοποιάρα είναι στον «Οιωνό», πήρε πάνω του όλη την μελαγχολία του «Σκοτεινού Χωριού», έπαιξε έναν Τζόνι Κας απίστευτο (δεύτερη υποψηφιότητα) κι ας είναι μισό κεφάλι κοντύτερος από τον Θρύλο, ήταν τέλεια λειτουργικός στο «Hotel Rwanda», μεταμορφώθηκε εκτυφλωτικά σε δύο διαδοχικούς Γκρέι («Η Νύχτα Μας Ανήκει» και το, έξοχο, «Two Lovers»).

Μετά, κάηκε.

Σαν Φοίνικας κανονικός, για δεύτερη φορά μετά την υποχρεωτική εξαφάνιση του ’93, ο Φίνιξ έμοιαζε απανθρακωμένος στον εκκεντρισμό και την αφωνία. Μετά μάθαμε πως όλα ήταν ρόλος, για εκείνο το ατυχές mockumentary, «I’m Still Here», που έκανε με το φιλαράκι του τον Κέισι Άφλεκ. Τζάμπα τέσσερα χρόνια χαμένα, αν με ρωτάς. Είναι όμως «τζάμπα» τελικά; Γιατί ο Φίνιξ αναγεννήθηκε ξανά. Κι ίσως ιδιοσυγκρασίες σαν αυτόν χρειάζονται αυτήν την ιδιότυπη αγρανάπαυση. Όλα πάνω του άλλωστε ψελλίζουν «προσοχή εύθραυστον!». Ευτυχώς, ως σήμερα, μοιάζει να το ξέρει κι ο ίδιος.

Το 2011 ο Πολ Τόμας Άντερσον του προτείνει τον «Master» - κι ο Φίνιξ που 15 χρόνια νωρίτερα είχε απορρίψει τον Ντερκ Ντίγκλερ στις «Ξέφρενες Νύχτες» - δέχεται. Απέναντι στον μεγαλύτερο όλων της γενιάς του, τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, o Φοίνικας σφυρηλατεί νέο, ολάνθιστο μεγαλείο, τεντώνει τους ερμηνευτικούς μυς του στο απώτατο όριο, θριαμβεύει και κερδίζει το βραβείο Ανδρικού Ρόλου στην Βενετία και την τρίτη του οσκαρική υποψηφιότητα. Μαζί με τον Ρίβερ είναι τα μόνα αδέλφια που έχουν προταθεί. Κι αν ζούσε ο αδελφός του θα ήταν και τα μόνα που θα είχαν τιμηθεί.

Μετά τον αξεπέραστο «Master», έρχεται ένας ακόμα Γκρέι με το ωραίο «Κάποτε στη Νέα Υόρκη», το cult υπεραγαπημένο «Δικός της», το ανεκτίμητο (μεταφορικά και κυριολεκτικά) «Έμφυτο Ελάττωμα» του Πολ Τόμας Άντερσον, ο επαρκής Γούντι Άλεν («Παράλογος Άνθρωπος») και το πολυσυζητημένο «Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ». Μαζί με το βραβείο Ανδρικού Ρόλου στις Κάννες έρχεται η επιβεβαίωση πως υπάρχει ένα μικρό κοινό που τον ακολουθεί λατρευτικά, ένα επιστέγασμα πως είναι ο εναλλακτικός Ντι Κάπριο της γενιάς αυτής.

Και μετά, «Τζόκερ». Η νέφωση είναι βαριά από τον ασυγκράτητο σχολιασμό, το τοπίο θολότατο από έναν ασίγαστο θόρυβο που μπερδεύει, λόγω άγνοιας και σοσιομιντιακής πρεμούρας για επιβράβευση, τα πράγματα ανάμεσα στην καλλιτεχνική βαρύτητα και την κοινωνική σημασία. Μακριά, μακρύτατα απ’ όλα αυτά, ο Φίνιξ έχει προσεγγίσει τον χαρακτήρα (που μια καριέρα ολόκληρη δείχνει πως παίζει στα δάχτυλα) όπως προσεγγίζει κάθε ρόλο. Με προσήλωση θεαματικά αυστηρή και ακεραιότητα μνημειώδη.

Δεκαετίες πριν το έργο θα είχε την απήχηση ενός καλογυρισμένου art house, σήμερα όμως, ελέω υπερηρωϊκής μυθολογίας και ΜΜΜ παρα(και υπερ)φιλολογίας έχουμε να κάνουμε με πολιτισμική στιγμή. Τα παρεπόμενά της δεν είναι της στιγμής, η παρουσία όμως του Φίνιξ τον μετατρέπει σε Über Star, «Βασιλιά για μια Νύχτα» αν προτιμάτε οι σινεφίλ. Πώς (και αν) θα ανταποκριθεί στον ακόμα δυσκολότερο αυτό ρόλο, μένει να αποδειχθεί. Άλλωστε η σημερινή παγκόσμια Χώρα λατρεύει να λατρεύει, λατρεύει όμως και να κατασπαράζει. Απλώς, ελπίζεις, ο διαρκώς αναγεννώμενος αυτός Φοίνικας, να επαληθεύσει τα’ όνομά του.

Γιατί τον χρειαζόμαστε περισσότερο από τον χαρακτήρα που τον έκανε τόσο διάσημο. Σε λίγες εβδομάδες τον περιμένουμε στον «Ναπολέοντα» του Ρίντλεϊ Σκοτ.