Πέντε λόγοι για να αγαπάς τον Τζιμ Τζάρμους

71 ετών σήμερα ένας δημιουργός που για μερικούς από εμάς δεν θα είναι ποτέ πάνω από 30. Κι ας είναι αυτό μια προειδοποίηση πως στα ερωτικά γράμματα αντικειμενικότητα δεν οφείλεται.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Πέντε λόγοι για να αγαπάς τον Τζιμ Τζάρμους

Τόσο εμείς εδώ στο cinemagazine όσο και προσωπικά ο υπογράφων, έχουμε ιστορία με τον Τζιμ Τζάρμους. Εντοπίστηκε πολύ νωρίς, πρωτοστατούντος του αείμνηστου (και συχνά για κάτι τέτοιους λόγους) Γιώργου Τζιώτζιου, συνόψισε για εμάς ένας είδος filmmaking που κυλούσε κάτω από την γυαλιστερή παραγωγή του '80, που αναφερόταν μ' έναν αξιαγάπητα ελάσσονα τρόπο στην βασική μας ανθρωπιά, που έλεγες φέρνει ανέμους άλλων εποχών.

Όμως στην πραγματικότητα το σινεμά του Τζάρμους, το σινεμά σου Τζιμ, δεν μοιάζει με κανένα. Είναι ισόποσα χρεωμένο στα monster flicks του '50, τον Όζου, τα γουέστερν του Φούλερ, την ανδρικότητα του Ρέι, τον νεορεαλισμό, τον ελιτισμό φετιχιστών σκηνοθετών, την γραφή του Όστερ, του Μπάροουζ, του Μέιλερ, των beats φυσικά, την μουσική του Έλβις, των βινυλίων, ενός ασημένιου δαχτυλιδιού, μιας Χάρλει που τρέχει όσο πιο αργά μπορεί σε αυτοκινητόδρομους χωρίς τέλος.

Ο Τζάρμους είναι πάντα ένας stranger than paradise, ένα μορφωμένο αλητάκι που έγινε ένας καλλιεργημένος ενήλικος (και ξανά αλητήριος), ένας ροκάς που δεν φαντάζεσαι ποτέ να χτυπιέται, ένας αχρονικός jazzman που κάπου στο παντοπωλείο του Χάρβεϊ Καϊτέλ ετοιμάζεται να στρίψει το τελευταίο του λατρεμένο τσιγάρο, που χαλαρώνει στα πούλμαν μιας περιοδείας του Νιλ Γιανγκ, που τον φαντάζεσαι να σκηνοθετεί χαμογελώντας σε βαριεστημένη οξυδέρκεια we all scream for ice cream, που μεγαλώνοντας θέλει να κάνει πράξη εκείνο που παιδάκι αντιγύρισε σε κάποιον που του είπε πως το σενάριό του δεν έχει αρκετή δράση: Το ξανάγραψε βάζοντας ακόμα λιγότερη.

Το σινεμά του Τζάρμους είναι ένα φοβερά διαβασμένο σινεμά, που χρειάζεται τον Μπλέικ του όσο τους γιαπωνέζους του, τους μαύρους όσο την μακάρια, απογοητευμένη του λευκή suburbia. Είναι προφανές πως δεν υπάρχει ταινία του Τζάρμους που να μην μας αρέσει πολύ, ωστόσο για να κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη ας επιλέξουμε πέντε.

«Στην Παγίδα του Νόμου» (1986)

Το '84 ο Τζάρμους κάνει το «Stranger than Paradise» (και οι Κοέν το «Μόνο Αίμα») και δημιουργούν το ανεξάρτητο που όλοι ψάχνουν σήμερα να ξανασυλλάβουν – ζήτημα δέκα ταινίες αν το έχουν καταφέρει. Όμως το '86 έρχεται αυτό, ο Ρόμπι Μίλερ φτιάχνει ασπρόμαυρα ορισμικά, ο χρόνος γίνεται το θέμα και ο αυτοσκοπός, το χιούμορ μοιάζει να τελειοποιείται, η τριπλέτα Λούρι, Γουέιτς, Μπενίνι είναι πιο αλληλένδετη και πιο αυτάρκης απ' ότι μπορεί να ήλπιζες. Αριστούργημα ατόφιου μινιμαλιστικού σινεμά, ύψιστη καλοπέραση – αν ανήκεις στους θιασώτες του.

«Ο Νεκρός» (1995)

Διχαστικό αλλά όσοι το λατρεύουν δεν το ξέχασαν ποτέ, αυτό είναι κάτι που ένας english major δεν το είχε μπορετό, μια ανάλογη του ποιητή του (Γουίλιαμ Μπλέικ) ναρκωτική και ναρκωμένη διάθεση, ένα οπιούχο έργο γεμάτο δαιμόνια, ρευστότητες και δισυπόστατα, μια τέλεια ταινία διάθεσης, ταξιδιάρα στην ψυχή της (προς τα μέσα και προς τα έξω), βίαιο, απολογητικό, ξανά σουρεαλιστικά φωτογραφημένο από τον Ρόμπι Μίλερ, μελωδημένο αυτοσχέδια από τον Γιανγκ κι εκτελεσμένο με νωχελική ακρίβεια από τους συντελεστές του. Τόση εκλέπτυνση από τόσο χαλαρωμένους αρμούς κατασκευής, υπό άλλον σκηνοθέτη, μπορεί και αδύνατη.

«Ghost Dog: Ο Τρόπος του Σάμουράϊ» (1999)

Ο Τζάρμους συναντά τον Μελβίλ του, αποφλοιώνει το σινεμά του από κάθε περιττολογία αλλά και κάθε ακκισμό, ηθικολογεί για μια φορά πιο ανοιχτά και φτιάχνει μια εκ βαθέων ταινία μεγάλης αλλοκοτιάς που ενσωματώνει τρυφερά και την σινεφιλία της (το «Branded to Kill» του Σουζούκι και το «Samurai» του Μελβίλ που βγήκαν την ίδια χρονιά και μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους) και την περηφανευόμενη sui generis στο αμερικάνικο σινεμά των '90ς φύση της.

«Καφές και Τσιγάρα» (2003)

Το σερί του Τζάρμους τότε καίει – αν ποτέ δεν έκαιγε αλλά τέλος πάντων – και διαδοχικά στα προηγούμενα φτιάχνει τα μικρού μήκους του «Καφές και Τσιγάρα» σε φορμά μεγάλου μήκους. Πολλοί θα διαφωνήσουν υποθέτω, όμως ο χειρισμός του βωβού χρόνου σε ιστορίες που ως επί το πλείστον δεν έχουν καν κεντρική ιδέα είναι ακριβώς το κάτι που μας κάνει να χαζεύουμε το σινεμά του.

«Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» (2013)

Σε μια καριέρα που οι πιο ακαδημαϊκοί κριτικοί καταδικάζουν στην απουσία της από μείζονες βραβεύσεις ή στηλιτεύουν για την ακραιφνή της φεστιβαλικότητα (οι Κάννες ας πούμε λατρεύουν τον Τζάρμους, πέντε βραβεία έχει εκεί και σχεδόν όλες του οι ταινίες πέρασαν από κάποιο διαγωνιστικό), ο σκηνοθέτης απαντά με κάτι έργα σαν αυτό, «ωριμότητας» τζαρμουσικά εννοούμενης που ευτυχώς έζησε να διαπράξει. Ο αιχμάλωτος των ηδονών του άνθρωπος, ο φετιχιστής, ο έμπρακτα ερωτευμένος, μια φυλή παράξενη ολότελα αποτραβηγμένη, νυχτερινή, βαμπιρική. Ένα μόνο ξέρεις γι' αυτήν, πως γνωρίζει την παρακμή, την ιδιότυπή αιμομικτικότητά της, πως κάθε της κίνηση προφητεύει το τέλος της. Αυτή είναι μια όψη μεγαλοαστικού σινεμά, μιας ανυπότακτης αριστοκρατικότητας που δεν έχει τίποτα να κρατηθεί παρά τον εστετισμό της και τίποτα να ελπίσει παρά τον παρατεινόμενο, μα πεπερασμένο όπως και να 'χει, χρόνο της. 

Για τον Χιθ Λέτζερ που «βιάστηκε» να φύγει Τζιμ Κάρεϊ: Ο Τελευταίος Κλόουν