«Ο Ξένος είναι η καρδιά του "Ντάνιελ ‘16"»: Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μιλά στο cinemagazine.gr

30+ χρόνια εργάτης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, σε μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, παραγωγός, δάσκαλος και παλιός γνώριμος της οικογένειας του ΣΙΝΕΜΑ, ο δημιουργός μάς μίλησε για την επιστροφή του μετά από 14 ολόκληρα χρόνια στην μυθοπλασία του μεγάλου μήκους

Συνέντευξη στον Ηλία Δημόπουλο
«Ο Ξένος είναι η καρδιά του  Ντάνιελ ‘16 »: Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μιλά στο cinemagazine.gr

Μια μικρή προσωπική ιστορία αντί εισαγωγής: Με τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο μας συνδέει μια «αρχαία» γνωριμία, την οποία δεν ξέρω αν θυμάται ο ίδιος, όμως ήθελα δια της ανάμνησής της να τον ευχαριστήσω δημόσια. Περί τα τέλη του 1995, σε μια δημοσιογραφική προβολή στον κινηματογράφο «Τιτάνια» της οδού Θεμιστοκλέους, που δεν υπάρχει πλέον, προβαλλόταν η «Σαμπρίνα» του Σίντνεϊ Πόλακ. Είχαμε συστηθεί πρωτύτερα, ίσως στο παλιό πατάρι του ΣΙΝΕΜΑ στο «Έθνος», και τώρα καθόμασταν δίπλα-δίπλα. Στη σκηνή που φεύγει η Σαμπρίνα (Τζούλια Όρμοντ) για το Παρίσι, μια μελαγχολική, βροχερή σκηνή, είπαμε κάτι για την φωτογραφία και μου λέει «γι’ αυτό είναι βροχερή σκηνή, λόγω της ψυχολογίας του χαρακτήρα». Μια μικρή, απλή, αλλά τόσο εύστοχα κριτική παρατήρηση, που έκανε τον περιδεή 22χρονο τότε υπογράφοντα να συνδέσει την φωτογραφία και την σκηνική διεύθυνση με την ψυχολογία των χαρακτήρων, την οπτική γωνία της αφήγησης και τον σκηνοθετικό τόνο. Ως τότε… «καλές ερμηνείες, ωραία κοστούμια και ενδιαφέρον σενάριο».

Δάσκαλος λοιπόν ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, ο σπουδασμένος στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου Μόσχας, δάσκαλος έκτοτε και σε διάφορα πόστα και βέβαια δημιουργός πληθώρας ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους και, δυστυχώς, μόνο μίας ως σήμερα ταινίας μεγάλου μήκους (εκείνο το ωραιότατο ο «Γιος του Φύλακα», 2006) που με τον «Ντάνιελ ’16», από μεθαύριο στις αίθουσες, επιτέλους διπλώνει.

Πώς ξεκίνησε το ταξίδι του «Daniel ‘16»;

Αφορμή για την ταινία αποτέλεσε ένα άρθρο στην Ελευθεροτυπία. Μιλούσε για την λειτουργία στην Ελλάδα, απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ανοιχτών κέντρων που φιλοξενούσαν Γερμανούς παραβατικούς εφήβους. Τους έστελναν εδώ δηλαδή, σε ένα ξένο περιβάλλον, για να εκτίσουν με εναλλακτικό τρόπο την ποινή τους. Αυτό μας προκάλεσε μεγάλη εντύπωση.

Γιατί επελέγη ο Έβρος σαν θέατρο της δράσης;

Τόσο για πραγματολογικούς λόγους όσο και για σεναριακούς. Κατ’ αρχάς,εκεί βρισκόταν ένα από αυτά τα κέντρα, σ’ ένα εγκαταλειμμένο χωριό κοντά στον Έβρο. Μάλιστα επικοινωνήσαμε μαζί τους, το επισκεφτήκαμε και κάναμε επιτόπια έρευνα. Τόσο οι υπάλληλοι όσο και τα παιδιά ήταν πολύ φιλικοί, μας μίλησαν, μας εξήγησαν τον τρόπο λειτουργίας τουςκαι μας άφησαν να συλλέξουμε στοιχεία. Ήταν πολύ σημαντική για μας αυτή η επίσκεψη.

Δεδομένης της συνοριακής ιδιαιτερότητας με την Τουρκία, ποια ήταν η ατμόσφαιρα εκεί;

Δεν υπήρχε αυτό το ζήτημα, ως πρόβλημα, στο χωριό, ούτε επηρέαζε με κάποιο τρόπο την καθημερινότητά της δομής. Το γεγονός ότι βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα από ένα βασικό σημείο εισροής προσφύγων στην Ελλάδα ήταν ένα γεγονός που γέννησε την σεναριακή ιδέα. Την συνάντηση δηλαδή του Ντάνιελ, ενός δεκατετράχρονου έφηβου από τη Γερμανία, ξένου σε ξένη χώρα, με τον Νιντάλ, έναν επτάχρονο «παράτυπου μετανάστη» από την Συρία.

Είναι χαρακτηρισμός εύστοχος ή περιοριστικός ο «ταινία για το προσφυγικό»;

Ως ένα βαθμό ναι, είναι εύστοχος, δεδομένου μάλιστα η ιστορία της ταινίας εκτυλίσσεται το 2016, την περίοδο κατά την οποία η προσφυγική κρίση κορυφώνεται στην Ελλάδα και την Ευρώπη με τα γεγονότα της Ειδομένης. Εξού και ο τίτλος της ταινίας. Ταυτόχρονα όμως δεν είναι τυπικά «μια ταινία για το προσφυγικό» γιατί προσπαθήσαμε αυτό το πρόβλημα να είναι βέβαια παρόν στην ταινία αλλά με έναν έμμεσο τρόπο. Αντίθετα δόθηκε έμφαση στους χαρακτήρες και στην ανθρώπινη διάσταση των προβλημάτων τους.

Στο μοντάζ της 9ης του Μπετόβεν διακρίνω μιας ιδεαλιστική αποθέωση του ευρωπαϊκού πνεύματος, αλλά και μια δραματική ειρωνεία σαν αντίστιξη. Και, εκτιμώ, τελικά διαλέγεις «μυθοπλαστικά» το δεύτερο. Τι είναι για σένα η Ευρώπη σήμερα;

Πολύ σωστή η ερμηνεία σου. Νομίζω πως σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ μακριά από τις αρχές και τις διακηρύξεις βάσει των οποίων ιδρύθηκε. Επίσης περνάει μια από τις πιο βαθιές κρίσεις της σε πολιτικό, οικονομικό και ανθρωπιστικό επίπεδο. Σ’ αυτό το πλαίσιο η χώρα μας πλήττεται με τον χειρότερο τρόπο.

Παίρνεις – κι ο θεατής επίσης - μια θαυμάσια μεθοριακή αίσθηση από την γεωγραφία του έργου, αλλά δεν φαίνεται να έχεις επιδιώξει μια στεγνά ατμοσφαιρική ταινία τοπίου. Αντίθετα κινηματογραφείς πρόσωπα και κλειστό χώρο σα να προετοιμάζεις την κλιμάκωση του τέλους. Είναι ακριβές αυτό;

Πράγματι. Ο στόχος μας δεν ήταν μια ατμοσφαιρική ταινία τοπίου αλλά ένα ανθρωποκεντρικό, κοινωνικό δράμα χαρακτήρων. Σ’ αυτό το πλαίσιο το τοπίο έπαιζε βέβαια σημαντικό ρόλο, αλλά προείχαν οι χαρακτήρες και ειδκότερα ο πρωταγωνιστής μας και η συναισθηματική πορεία του.Βέβαια, κινηματογραφούσαμε τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες πάντα με ανοιχτούς φακούς και όχι με κλειστούς, ώστε ο χώρος να είναι πάντα παρών, αλλά να μην προέχει.

Τα ζώα έχουν κεντρικό ρόλο στην ταινία και, αν κάποιου πήγαινε να του διαφύγει, στο φινάλε το επιβεβαιώνεις. Τελικά το εμού είναι το μόνο  που δεν βάζει το κεφάλι στην άμμο ε….

Ξέρεις, το κεφάλι στην άμμο γι’ αυτά τα ζώα είναι μύθος. Δεν βάζουν το κεφάλι τους στην άμμο γιατί δεν θα μπορούσαν να… αναπνεύσουν! Απλώς θάβουν τα αυγά τους στην άμμο και βάζουν μέσα το κεφάλι τους για να τα φροντίζουν.

Τώρα σχετικά μ’ αυτό που με ρωτάς, πράγματι το εμού, ένα ζώο «αουτσάιντερ», όπως και οι ήρωες μας, δίνει εντέλει τη λύση. Αυτό δηλαδή που αποτυγχάνει να κάνει το κατασκευασμένο ανθρώπινο περιβάλλον, το κάνουν -ποιητική αδεία- τα ζώα.

Ένα από αυτά που μου άρεσαν ιδιαίτερα, σεναριακά και σκηνοθετικά, είναι η διαβάθμιση και ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας του «ξένου», υπάρχουν πολλοί στο έργο που ψάχνουν να βρουν τον χώρο τους. Συμφωνείς;

Απολύτως. Η έννοια του Ξένου ήταν ένα ζητούμενο στο σενάριο και θέλαμε να υπάρχει με διαφορετικούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Γλωσσικά, εθνοτικά, συναισθηματικά, ως διαχωριστικό σύνορο. Αυτό το πρόβλημα, ο Ξένος και η αναζήτηση του Άλλου, διαπερνά τόσο τη σχέση του Ντάνιελ και του Νιντάλ, όσο και όλων των δευτερευόντων χαρακτήρων, των υποπλοκών όπως ονομάζονται στο σενάριο.

Πέρα από την πραγματικότητα που κυοφορεί και γεννά το έργο σου, υπάρχει κάποιο σινεμά που αισθάνεσαι ότι πληροφορεί ή/και θα ήθελες να συνομιλεί το Daniel;

Νομίζω πως βρίσκομαι πιο κοντά στον αφηγηματικό κινηματογράφο κοινωνικού ρεαλισμού. Άλλωστε τα αγαπημένα μου καλλιτεχνικά ρεύματα στον κινηματογράφο είναι ο ιταλικός νεορεαλισμός και ο σοβιετικός κινηματογράφος της δεκαετίας του 1960. Έχουν στο κέντρο τους τον άνθρωπο και τα διαπερνά ένα ουμανιστικό πνεύμα.

Διερωτόμουν αν τελικά είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος και από το έργο καταλήγω στο πρώτο. Αλλά θέλω να μου πεις τις προϋποθέσεις της αισιοδοξίας αυτής και πώς διατυπώνονται στην ταινία.

Η ταινία έχει ένα ανοιχτό τέλος και ο θεατής καλείται να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία. Κάποιοι την βλέπουν απαισιόδοξα άλλοι όχι, εξαρτάται. Προσπάθησα να αφηγηθώ μια ιστορία στην οποία ο ήρωας μας περνάει μια επώδυνη διαδικασία αλλά στο τέλος καταφέρνει με κάποιο τρόπο να λυτρωθεί. Βέβαια το τι θα απογίνει είναι ένα άλλο ζήτημα, αλλά κάτι θετικό έχει συμβεί. Υπ’ αυτή την έννοια η ταινία είναι απαισιόδοξα… αισιόδοξη!

INFO
H ταινία «Ντάνιελ '16» θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου από το Cinobo.