Μάικλ Άπτεντ (1941-2021): Έξοδος για έναν αθόρυβο, ουσιαστικό εργάτη του σινεμά και της τηλεόρασης

Σκηνοθέτης ποικιλίας ιστοριών, αναγνώρισης του γυναικείου ρόλου και χολιγουντιανά εκτιμητέας ευελιξίας σε διαφορετικά σχέδια, θα μείνει στην ιστορία για την τηλεοπτική του προσθήκη στο μνημειώδες «Up», που ξεκίνησε το 1963 και ήταν υπεύθυνός του για τα επόμενα 57 χρόνια.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Μάικλ Άπτεντ (1941-2021): Έξοδος για έναν αθόρυβο, ουσιαστικό εργάτη του σινεμά και της τηλεόρασης

Δεν είναι λίγα και δεν είναι αβαρή τα πράγματα που θα θυμόμαστε από τον Μάικλ Άπτεντ. Έναν σκηνοθέτη «οικιακό» όνομα για την βορειοδυτική Αγγλία και το Νησί ολόκληρο, για πολλά χρόνια πριν την είσοδό του στο σινεμά. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την σειρά «Up», της οποίας ήταν ερευνητής πριν την επίσημη έναρξή της το 1963 και από το 1970 μέχρι σήμερα (για την ακρίβεια το 2019) ήταν αυτός που την υπέγραφε. Τι ήταν το «Up»; Μια σειρά πρωτοπόρας σύλληψης, στην οποία επελέγησαν 14 επτάχρονα παιδιά, των οποίων η ζωή θα αποτυπωνόταν κάθε επτά χρόνια σε ένα νέο «επεισόδιο», μια φέτα πραγματικής ζωής που θα καθρέφτιζε την ζωή στην Αγγλία, την εκπαίδευση, την εργασία, την υγεία, το άθικτο ταξικό καθεστώς, που θα έφτανε στις οθόνες της Αγγλίας. Σήμερα, η πρωτοπόρα, συγκλονιστική στην ιδιοσυγκρασία της ιδέα, δεν ανήκει πια μόνο στην Αλβιόνα, είναι μέρος της κοινής συνείδησης των ανθρώπων του θεάματος. Από μια πλευρά, το «Boyhood» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ ήταν η κινηματογραφική απόδοση τιμής στην σειρά που ο Μάικλ Άπτεντ πρωτοστάτησε.

Από το τηλεοπτικό Μάντσεστερ της Granada Television, ο Άπτεντ, ήπια και μεθοδικά άρχισε να βάζει κι άλλες ικανότητες στο παιχνίδι του. Στον κινηματογράφο μπήκε στις αρχές του ’70 με το «Triple Echo» (1972), με την Γκλέντα Τζάκσον και τον Όλιβερ Ριντ, δεν έπεσαν οι πόρτες, που ακολουθήθηκε από μια καριέρα στην δεκαετία του ’70 διάστικτη από τηλεοπτικές παρουσίες και συστηματικό σινεμά. Το «Stardust» του 1974 θα το έλεγες και πρόδρομο της μεγαλύτερης καλλιτεχνικής του επιτυχίας λίγα χρόνια μετά.

Το 1979, στις «12 Μέρες Μυστηρίου» παίρνει μια γεύση από υπερατλαντικό καστ διαμετρήματος, καθώς δίπλα στην Βανέσα Ρεντγκρέιβ έρχεται (ολίγον βαλτός μπας και αποκτήσει εμπορικό προφίλ το έργο) κοτζάμ Ντάστιν Χόφμαν, που εκείνη την εποχή είναι βέβαια ήδη φτασμένος – αν και πριν την «Τούτσι» που θα γκρέμιζε τα ταμεία. Ωστόσο εδώ άνοιγαν οι πόρτες του Χόλιγουντ και η μεγάλη εποχή του Άπτεντ στο σινεμά, που θα κρατούσε 30 χρόνια (!), περισσότερο από άλλους της των μεγάλων βρετανικής σχολής του (Φρίαρς, Τζόρνταν, Λάιν, Πάρκερ).

Την αμέσως επόμενη χρονιά (1980) έρχεται η «Κόρη του Ανθρακωρύχου» (αυτήν προετοίμαζε το «Stardust»), που περιγράφει τη ζωή της θρύλου της κάντρι, Λορέτα Λιν. Επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ και το βραβείο Πρώτου Ρόλου για την Σίσι Σπέισεκ, που εκτός του ότι εγκαινίαζε εδώ μια δεκαετία τεσσάρων υποψηφιοτήτων (από τις έξι συνολικά της), θα τραγουδούσε και ένα τραγούδι «σαν τη Λορέτα» και θα έφτανε ακόμα και στο τοπ-20 του Billboard! Άλλες εποχές. Ωστόσο, παραδόξως, ο Άπτεντ δεν συμπεριλαμβάνεται στις υποψηφιότητες. Και δεν θα συμπεριλαμβανόταν ποτέ…

Από εδώ και πέρα όμως ο Άγγλος δουλεύει πυρετωδώς. Παίρνει τον Τζον Μπελούσι σε δραματικό ρόλο στο «Από το Σικάγο με Αγάπη» (σε σενάριο Λόρενς Κάσνταν, την χρονιά της «Έξαψης» και του πρώτου Ιντιάνα (!!)), μια συμπαθέστατη ταινία, και φτιάχνει κι ένα έλασσον κλασικό στο «Έγκλημα στο Γκόρκυ Παρκ», με τον Γουίλιαμ Χαρτ και τον Λι Μάρβιν (στον τελευταίο ρόλο του σε καλό έργο), ένα θρίλερ της ψυχροπολεμικής εποχής όταν η ανθρωπότητα δεν φανταζόταν πόσο γρήγορα ερχόταν το τέλος της.

Μεσολαβούντος ενός ασήμαντου Ρίτσαρντ Πράιορ («Critical Condition»), έρχεται το «Γορίλες στην Ομίχλη» (1988), που σφραγίζει την μεγάλη χρονιά της Σιγκούρνι Γουίβερ (διπλή οσκαρική υποψηφιότητα τότε, η άλλη στο «Εργαζόμενο Κορίτσι»), και πιστοποιεί ότι ο Άπτεντ έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στον γυναικείο ρόλο, στον οποίον και δίνει πρωτοκαθεδρία. Στο δικαστικό «Class Action» του 1991, ξανά το πρώτο βιολί είναι στην ηθοποιό του, την Μαίρη Ελίζαμπεθ Μαστραντόνιο, δίπλα της ο Τζιν Χάκμαν, σε ένα ξεχασμένο μεν, ωραιότατο δε θρίλερ του είδους που θα ανθούσε εξόχως την δεκαετία εκείνη.

Κάθε χρόνο ταινία τότε ο Άπτεντ, κανονικά στην πρώτη γραμμή, «Thunderheart» το 1992 με τον Βαλ Κίλμερ και ακτιβιστική ευαισθησία με το βλέμμα στο ινδιάνικο ζήτημα (που είχε ανακινήσει για τα καλά το «Χορεύοντας με τους Λύκους» τότε), «Με τα Μάτια του Έρωτα» την επόμενη χρονιά, κανείς δεν το θυμάται, εκτός ίσως λόγω της Μάντλιν Στόου, επίσης στα μεγάλα της τότε, «Nell» το 1994, η Τζόντι Φόστερ το ήθελε πολύ τότε αυτό, η ταινία υπολειπόταν όμως, πήρε όμως την υποψηφιότητά της. Και ο Άπτεντ ήταν ξανά στο μετερίζι ταινιών με ηρωίδες γυναίκες. Το «Extreme Measures» του 1996 (με Χιου Γκραντ και Τζιν Χάκμαν) θα πιστοποιούσε μια εποχή χρυσής μετριότητας, αλλά και μια περίοδο πρώτης γραμμής. Ο Άπτεντ θα  την εξαργύρωνε με τον καλύτερο τρόπο αναλαμβάνοντας το ηνία ενός 007, του «Ο Κόσμος δεν είναι Αρκετός», μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της σειράς.

Αντίθετα με ότι συμβαίνει συχνά, ο κολοφώνας δεν ήταν και η αρχή κάποιας ραγδαίας πτώσης, καθώς ο Άπτεντ συνέχισε να παραδίδει συστηματική εργασία και για το σινεμά και για την τηλεόραση – και βέβαια πάντα την επόμενη 7ετία της σειράς του «Up». To «Enigma» με την Γουίνσλετ είναι αξιοπρεπές (κι έχει το τελευταίο σάουντρακ του Τζον Μπάρι – λόγος να το δεις από μόνος του), το «Αρκετά!» με την Τζένιφερ Λόπεζ σε οδηγεί εκεί περίπου που λέει ο τίτλος του, αλλά οι γυναίκες πρωταγωνίστριες καλά κρατούν, ενώ ο «Δρόμος για την Ελευθερία» του 2006 είναι, ενδεχομένως και η καλύτερη ταινία που υπέγραψε ποτέ, σε σενάριο του Στίβεν Νάιτ. Ακόμα και τότε, το Χόλιγουντ θυμάται τι μάστορας είναι και το 2010, σε μια εποχή που το να είσαι 70 δεν είναι και πολύ καλό, του ανατίθεται «Το χρονικό της Νάρνια: Ο ταξιδιώτης της αυγής», ένα μεγάλο, δολαριοβόρο franchise δηλαδή, κι αυτός ανταποκρίνεται και πάλι, πέρα από κριτικές και καλλιτεχνικές αποτιμήσεις. Με μισό δις εισπράξεις στον κόσμο, δεν κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις.

Υπήρξε το πρότυπο του ωραίου, σεμνού και δεξιοτέχνη εργάτη ο Μάικλ Άπτεντ, η γεμάτη συνοχή προτίμησή του σε γυναίκες ηρωίδες (ακόμα και η «Συνωμοσία» του 2017, με τη Νούμι Ραπάς, το ίδιο, ακατάβλητος), τον απαλλάσσουν από την οργισμένη επικαιρότητα και τα λαϊκά (σοσιομιντιακά) δικαστήρια, ωστόσο είναι το «Up», που τον γράφει με χρυσά γράμματα στην ιστορία του θεάματος.

Ελαφρύ το χώμα.