Ράιαν Ο’ Νιλ (1941-2023): Η ραγδαία άνοδος και η περιπετειώδης πτώση ενός σταρ

Κλασικό παράδειγμα της επίδρασης του stardom σε προσωπικότητες που δεν μπορούν να το κουμαντάρουν, ο Ράιαν Ο’ Νιλ υπήρξε κορυφαίος σταρ της δεκαετίας του ’70.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ράιαν Ο’ Νιλ (1941-2023): Η ραγδαία άνοδος και η περιπετειώδης πτώση ενός σταρ

Για τον Ράιαν Ο’Νιλ τα κουκιά είναι μετρημένα. Πάντα ήταν, δεν έγιναν τώρα που ο ταραχώδης βίος του έληξε στα 82 του, έπειτα από μακρά μάχη με τον καρκίνο.

Πρώτα-πρώτα, ήταν η καριέρα. Μια καριέρα που ξεκίνησε από την τηλεόραση, και ελέω «Payton Place», μια σειρά που αν ρωτήσετε γονείς/παππούδες όλο και κάτι θα έχουν να σας πουν – έφτασε και στην Ελλάδα – απέκτησε όνομα. Και αυτός και η Μία Φάροου, έγιναν γνωστοί στο ευρύ αμερικανικό κοινό και «κληρονόμησαν» ρόλους που τους έκαναν σταρ. Η Φάροου έγινε Ρόζμαρι για τον Πολάνσκι – και μούσα του Vidal Sassoon -  ο Ο’ Νιλ ρωτήθηκε να παίξει εάν ήθελε σε μια ταινία που λεγόταν «Love Story». Δέχθηκε. H ταινία με διακοπή μιας εβδομάδας έμεινε για 10 εβδομάδες στις 1η θέση του box office και 52 χρόνια μετά παραμένει στις 50 εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών για τις ΗΠΑ – υπολογίζοντας τον πληθωρισμό. Ήταν υποψήφια για 7 Όσκαρ – ο Ο’ Νιλ για πρώτη και τελευταία φορά υποψήφιος – κατέκτησε μόνο αυτό της ιστορικής μουσικής του.

Κάπου εδώ άνοιξε ο δρόμος – και υπό μια άλλη έννοια σφραγίστηκε η μοίρα του. Η δεκαετία του ’70 ήταν εκείνη η παράξενη εποχή που άνθρωποι όπως ο Έλιοτ Γκουλντ και ο Ράιαν Ο’ Νιλ ήταν «αξεπέραστοι» σταρ, και ο δεύτερος θα είχε μπροστά του ένα σερί παραγωγών που θα τον εδραίωνε. Οι παραγωγές είναι μετρημένες. Μετά το «Love Story» (1970), ήταν το «What’s Up, Doc?» (1972) του Μπογκντάνοβιτς δίπλα στην Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ένα συμπαθές screwball που έκανε τα μισά από το «Love Story» αλλά και πάλι ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία, το σπουδαίο «Paper Moon» (1973) με την κόρη Τέιτουμ Ο’ Νιλ, ξανά του Μπογκντάνοβιτς, το ανυπέρβλητο «Barry Lyndon» (1975) του Κιούμπρικ και το άψογο «The Driver» (1978) του Γουόλτερ Χιλ που έκλεισε τα βιβλία, πρακτικά.

Με αυτά ο Ο’Νιλ πέρασε στην ιστορία. Σαν ένας καλός ηθοποιός-πηλός, περιορισμένων εκφράσεων, αλλά εξαιρετικής cool κόντρας καλόψυχης εμφάνισης/αμοραλιστών χαρακτήρων, που επέβη στο «Λεωφορείον το Love Story», και ήταν τυχερός που εκείνη τη δεκαετία ότι πιανόταν γινόταν χρυσός. Μετά ήταν πάνω του. Κι όταν τα πράγματα ήταν πάνω του, πήραν την κατιούσα.

Δεν είναι η θέση και ρόλος μας ο σχολιασμός της προσωπικής ζωής των ανθρώπων. Ούτε και θα δοθεί από τον αναρμόδιο υπογράφοντα παραπάνω επισήμανση. Ο Ο’Νιλ τα σκάτωσε και με τη ζωή του, που περιείχε τον θυελλώδη έρωτα με την Φάρα Φόσετ, και με την κόρη του, Τέιτουμ Ο΄Νιλ, που υπήρξε θύμα του. Άλλοι λένε γιατί εκείνη πήρε 10 χρονών Όσκαρ για το «Paper Moon» και αυτός την φθόνησε. Οι καταχρήσεις και η γενική ανετοιμότητα της ζωής του διάσημου, ίσως, έφταιξαν παραπάνω. Έχουν γραφτεί πολλά, οινόπνευμα στην φωτιά δεν ρίχνεις, ας μείνουμε στις δηλώσεις της (ερειπιώδους, πια, Τέιτουμ) που τον συγχωρεί και της λείπει. Τα τελευταία χρόνια, λένε, κάτι είχε γεφυρωθεί.

Αυτός ήταν ο δεύτερος πόλος της ζωής του εκλιπόντος. Ο τρίτος είναι η καριέρα μετά τα ‘70ς, ή, καλύτερα, η απουσία της. Στα ’80ς, ο υπογράφων, φημιζόμενος για τις αδυναμίες του, κλίνει και προς την ταινία του Μέιλερ («Tough Guys Don’t Dance») και προς το «Fever Pitch», την τελευταία ταινία του Ρίτσαρντ Μπρουκς, που αγαπάται ανυπερθέτως. Καμμία τους δεν είναι καλή. Αλλά δεν χρειάζεται να μας αρέσουν μόνο τα καλά πράγματα, θα γινόμασταν γκαλερίστες. Μετά; Δηλητήριο, όλα. Τα ελάχιστα, κιόλας. Άντε τα δύο περάσματα, στο «People I Know», που δεν είναι κακό έργο, και στον Μάλικ («Knight of Cups») που δεν είναι η στιγμή να συζητήσουμε τι έργο είναι. Ο Ράιαν Ο’ Νιλ τελείωσε το 1978 ή, άντε, στο ελαφρώς σαχλεπίσαχλο, «The Main Event», το 1979 ξανά δίπλα στην Στρέιζαντ.

Τι μένει; Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, είναι η απάντηση. Άλλος μπορεί να τον διαγράψει ολοσχερώς, λόγω της προσωπικής του ζωής – που δεν ήταν μόνο προσωπική του, όμως. Άλλος μπορεί να τον αποσπάσει από την καλλιτεχνικότητα, θεωρώντας τον ένα μανεκέν σκηνοθετών, που στην καλύτερή του στιγμή ήταν η μαριονέτα του Κιούμπρικ. Άλλος, πάντως, θα δει ότι υπήρχε «κάτι» στον Ράιαν Ο’Νιλ, αυτό το δυσκολοπερίγραπτο κάτι που ξεχωρίζει κάποιους, ελάχιστους, από το σωρό όσων στοιχηματίζουν τη ζωή τους μπροστά στον φακό. Ένας συνδυασμός όψης που μια εποχή αναζητούσε, τύχης μεγάλης που βρέθηκε ο ρόλος να μαγνητίσει τα βλέμματα πάνω του και ενός ειδικού ταλέντου να «παίρνει το σχήμα» που ακριβώς χρειάζονταν ταινίες που κυμάνθηκαν σε ένα αξιομνημόνευτο φάσμα. Είχε αυτό το κάτι ο Ο’ Νιλ και αρκεί να δεις διαδοχικά τις ταινίες του που αναφέραμε από την χρυσή του εποχή για να το διαπιστώσεις.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα.

To «Φονικό» στα ταμεία συνεχίζεται (Ελληνικό Box-office, Tετραήμερο 07/12/23 - 10/12/23)