Γουίλεμ Νταφό: Ηθοποιός χαμηλού προφίλ και υψηλής κλάσης

Γουίλεμ Νταφό, ετών 68. Γιορτάζουμε ηθοποιό-αγωνιστή, καρατερίστα-πρωταγωνιστή και καλλιτέχνη που εργάζεται ακατάπαυστα σμιλεύοντας άφοβα την τέχνη του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Γουίλεμ Νταφό: Ηθοποιός χαμηλού προφίλ και υψηλής κλάσης

Εντυπωσιακά, η καριέρα του Νταφό υπερβαίνει τις 150 ταινίες. Αν συνεχίσει έτσι θα ξεπεράσει σχετικά σύντομα και τις 200, εισερχόμενος σε μια κλειστή λέσχη ηθοποιών που… εργάζονται, αντιλαμβανόμενοι την δουλειά τους σαν μια τέχνη διαρκώς εξελισσόμενη μέσα από την άσκηση.

Έτερο ενδιαφέρον στην «περίπτωση Νταφό» είναι πως παρά την όχι και τόσο ανάλογη βραβευτική αναγνώριση (τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, τιμητικά βραβεία στο Βερολίνο, το Λοκάρνο, το Σαν Σεμπαστιάν και λοιπά «ελάσσονα» φεστιβάλ), περηφανεύεται για ένα ευρύτατο φάσμα συνεργασιών, συνδέεται με σκηνοθέτες που τον χρειάστηκαν τακτικά (Φεράρα, Πολ Σρέιντερ) και, απλά κι ωραία, μπορεί να επαναπαύεται σε μια αχανή (συχνά εξαίρετη) φιλμογραφία που δεν φοβάται τα είδη, δεν ντρέπεται το μεγάλο κοινό και δεν παθαίνει ούτε ελάχιστο art house ίλιγγο. Ο Νταφό, στρογγυλά 40 χρόνια τώρα, έχει περιπλανηθεί παντού.

Πάμε, έχουμε ποτάμι να διαβούμε.

Ξεκίνησε, άδοξα, από την «Πύλη της Δύσεως» του Τσιμίνο, ο ρόλος του όμως κόπηκε στο ταραχώδες μοντάζ του πολύπαθου έργου. Είναι στους «Πύρινους Δρόμους» του Γουόλτερ Χιλ και στον «Άνθρωπο από το Λος Άντζελες» του Φρίντκιν (1984 και 1985 αντίστοιχα, 30 χρονών δηλαδή, όχι παιδαρέλι άνευ σχολής να είναι πρωταγωνιστής στα 19…) για να έρθει η πρώτη στιγμή που του χαμογελά η συγκυρία, το «Πλατούν» του Όλιβερ Στόουν. Εδώ και η πρώτη οσκαρική υποψηφιότητα.

Από εδώ και μπρος η τροχιά είναι, για το είδος της, μετεωρική και πρακτικά αδιάπτωτη. Σκορσέζε και «Τελευταίος Πειρασμός» το ‘88 αναπάντεχος Ιησούς, κατάλληλος για την περίπτωση Ιησούς, επίσημη γνωριμία και με τον, σεναριογράφο εδώ, Πολ Σρέιντερ. Την ίδια χρονιά, έντονος υποστηρικτικός ρόλος, στο «Ο Μισισιπής Καίγεται» του Πάρκερ, δίπλα στον Τζιν Χάκμαν – που ήταν υποψήφιος. Το ’90, αξέχαστος ρόλος στην «Ατίθαση Καρδιά» του Λιντς.

Το ‘92, μια τρελή, απίθανη χρονιά, που θα έλεγε κι ένας Έλληνας διανομέας, περιέχουσα την πρώτη συνεργασία με τον Σρέιντερ (θα ακολουθήσουν 5 ακόμα!), οι συναρπαστικές «Νυχτερινές Επισκέψεις», μοντέρνος και κλασικός μαζί αστικός υπαρξισμός με ελαττώματα που τον ανεβάζουν κι άλλο, το απολύτως ξεχασμένο «White Sands» του Ντόναλντσον μαζί με Μίκι Ρουρκ που είμαστε έξι που το θυμόμαστε με στυλιζαρισμένη αγάπη και το προβλέψιμα κακό αλλά απρόβλεπτα αίσχιστο «Ένοχο Κορμί», μαζί με τη Μαντόνα, που ένοχα κι εμείς έχουμε δει παραπάνω φορές απ’ όσες θα έπρεπε.

Βέντερς πέρασμα το ’93 στο «Τόσο Μακριά Τόσο Κοντά», Τ.Σ. Έλιοτ το ’94 στο «Τομ & Βιβ», ολίγον από blockbuster εποχής την ίδια χρονιά στο «Clear and Present Danger» του Φίλιπ Νόις, δίπλα στον Χάρισον Φόρντ. Το ’96 είναι στον «Άγγλο Ασθενή» και την επόμενη χρονιά είναι ταυτόχρονα στο σίκουελ του «Speed» που δεν βλέπεται (κι αυτός πλήττει αμετροεπώς) και στο «Affliction» του Σρέιντερ, αδελφός του Νόλτε που έχει τον κεντρικό ρόλο μαζί με τον Κόμπερν. Έπειτα είναι στις ωραίες (αλλά όχι και πάντοτε ευτυχείς) παρέες των Καϊτέλ/Όστερ («Λούλου στη Γέφυρα») και Φεράρα/Γουόκεν («New Rose Hotel») για να τον βρει το ’99 και ο Κρόνενμπεργκ στο σταθερά ενδιαφέρον, αν και υπολειπόμενο, «Existenz» του.

Η πολλή δουλειά έμοιαζε να τρώει τον αφέντη την περίοδο εκείνη, οι συνεργασίες καλές, τα έργα όχι τόσο, ο ερχομός της νέας χιλιετίας όμως μπήκε με ανάλογη φόρα και ανεβασμένο πήχη. Από το «American Psycho» που αστυνομεύει τον…psychoΜπέιλ, στο «Animal Factory» και, πρωτίστως, στην «Σκιά του Βρυκόλακα» που υποδύεται τον Μαξ Σρεκ του «Νοσφεράτου» του Μούρναου (και παίρνει υποψηφιότητα αριθμό 2), το πράγμα έμοιαζε να παίρνει τα πάνω του. Δεν συνέβη το ’01, συνέβη το ’02 με τον Όσμπορν στον «Spider Man» του Ράιμι και το «Auto Focus» του Σρέιντερ ξανά. Ροντρίγκεζ, που ανθεί τότε, για το «Κάποτε στο Μεξικό» και το all star καστ του, παραγνωρισμένο «Clearing» το 2004 δίπλα στον Ρέντφορντ, «κακός» πάλι, «Life Aquatic» για να μπει και ο Γουές Άντερσον στο κλαμπ των θαυμαστών, πέρασμα κι απ’ τον «Aviator» του Σκορσέζε που τον ξαναθυμάται 16 χρόνια μετά τον «Πειρασμό», πρώτος Τρίερ το 2005 με το (κακώς) ξεχασμένο «Manderlay», «Υποκινητής» το 2006 (μια από τις δυο-τρεις καλύτερες του Σπάικ Λι αν με ρωτάς), ξεχασμένος Σρέιντερ (δίκαια ελαφρώς) το 2007 με το «Walker».

Μέχρι να έρθει η διετία 2008-2009 που με Αγγελόπουλο και Τρίερ («Σκόνη του Χρόνου» και «Αντίχριστος») θα τον ξαναθυμηθούμε, ο Νταφό μοιάζει σαν Νίκολας Κέιτζ του καρατερίστα, χαμένος σε μέτριες παραγωγές που τον κρατούν συνέχεια εργαζόμενο αλλά, θα νόμιζες, τον φθείρουν. Δεν συνέβη, ο Τρίερ του αποκάλυψε τον τολμηρό, τον ανυποχώρητο, τον εύπλαστο ηθοποιό με την αποκαλυπτική γκάμα.

Ωστόσο και μετά το «Αντίχριστο» διάλειμμα, η σωρεία της μετριότητας εξακολουθεί. Υπάρχουν ενίοτε οι δημιουργοί  (Σνάμπελ, Φεράρα, Σρέιντερ ξανά) αλλά τα έργα δεν είναι καλά, υπάρχουν τα blockbuster που…δεν κάνουν εισιτήρια και είναι χειρότερα ακόμα, εγώ θα κρατούσα μόνο τον «Κυνηγό» του 2011 που είναι πρωταγωνιστικό, στρωτό κι αγωνιώδες φιλμ είδους. 2013 όμως υπάρχει μια «Σκουριασμένη Πόλη» και πρέπει να αγωνιστούμε να μαθευτεί πόσο ωραίο έργο είναι, το 2014 υπάρχει το τεράστιο (αλλά λόγω Σέιμουρ Χόφμαν) «Most Wanted Man», υπάρχει και το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» για τους λάτρεις του Άντερσον, υπάρχει και ο επιστρέφων στη φόρμα Φεράρα με τον «Παζολίνι» του, βάλε και το πρώτο «John Wick», μισή ντουζίνα ταινίες μόνο το 2014 ο άνθρωπος…

«Dog Eat Dog» το ‘16, Σρέιντερ φόρμας αλλά πόσοι το είδαν, Κέιτζ πρωταγωνιστής βρίζουν οι haters ασυλλόγιστα, όπως τους αρμόζει, παίζει και στο «Padre» της συζύγου Κολαγκράντε το ’16 (όποιος το είδε να προσθέσει γνώμη), είναι και στο «Σινικό Τείχος» του Γιμού που μου έχει επίσης διαφύγει από την ίδια χρονιά.

Το 2017 παίζει σε δύο μεγάλες επιτυχίες του περιβάλλοντός τους, το «The Florida Project» του Σον Μπέικερ και τον «Φόνο στο Όριαν Εξπρές» του Μπράνα, αμφότερα δεν απολαμβάνουν στήριξης του γράφοντος, όμως ειδικά στο πρώτο αυτός είναι εντυπωσιακός με τον γνωστό του ήπιο, αντι-μανιερίστικο τρόπο (άλλη μια υποψηφιότητα). Το 2018 θριάμβευσε στην «Πύλη της Αιωνιότητας» του Σνάμπελ με τον αξέχαστο Βαν Γκογκ που σκιαγράφησε θαρραλέα, κολύμπησε στον «Aquaman» (έτσι, γιατί μαζί με τις ταινίες του Φεράρα μπορεί να τα κάνει όλα και να είναι παντού) και στην συνέχεια δάνεισε ερμηνευτικό φως στον δημοφιλέστατο «Φάρο» του art house κυκλώματος σε σκηνοθεσία Έγκερς καθώς και στο «Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» του ντελ Τόρο. Πριν λίγους μήνες έδωσε (ξανά) ερμηνευτικά ρέστα στην σόλο περφόρμανς του για το «Inside» του Βασίλη Κατσούπη.

Είναι ωραίος τύπος ο Γουίλεμ Νταφό, άλλος θα πρόσεχε λίγο παραπάνω τις επιλογές, αλλά αν ήταν έτσι θα γυρίζονταν το 1/100 των ταινιών που βλέπουμε. Κι η τέχνη θέλει δουλειά, άσκηση, γαλβάνισμα και χειρωνακτική κούραση επικουρική στο πνεύμα. Ο Νταφό το ξέρει αυτό κι ίσως αυτός τελικά να είναι ο πρώτος λόγος που τον συμπαθούμε τόσο.