Γουινόνα Ράιντερ: Το κορίτσι που (δεν) αφήσαμε πίσω

Γενέθλια σήμερα για ένα, κατά την Νάταλι Πόρτμαν, icon της προηγούμενης χολιγουντιανής γενιάς, μια ηθοποιό που είχε το κοκκαλάκι της νυχτερίδας για λίγο παραπάνω από 10 χρόνια, για να κληθεί έπειτα να αντέξει το βάρος της προσδοκίας, τα προσωπικά προβλήματα και το τελικό πέρασμα στην δεύτερη γραμμή της βιομηχανίας

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Γουινόνα Ράιντερ: Το κορίτσι που (δεν) αφήσαμε πίσω

Η Γουινόνα Ράιντερ γεννήθηκε στη... Γουινόνα της Μινεσότα και πήρε το καλλιτεχνικό επώνυμό της από τον Μιτς Ράιντερ, τον ιστορικό ροκ μουσικό, που αγαπούσε ιδιαίτερα ο μπαμπάς της. Μπαμπάς της που ήταν κάπως...μυστήριο τρένο. Από τη μια οι γνωριμίες, ο Γκίνσμπεργκ, ο Χάξλεϊ, ο Φίλιπ Ντικ, ακόμα και ο Τιμ Λίρι - που είχαν τη φαεινή ιδέα να είναι και ο νονός της Γουινόνα. Μαζί με τις γνωριμίες, η μετακίνηση της οικογένειας σε μια κομμούνα χωρίς ρεύμα, μαζί με άλλες επτά οικογένειες, στην Καλιφόρνια για τρία χρόνια. Και η Γουινόνα είναι πια ένα «διαφορετικό» παιδί, που λίγο μοιάζει με αγόρι, πιο πολύ γίνεται θύμα εκφοβισμού αργότερα στο σχολείο, ακόμα περισσότερο έλκεται από τον «Φύλακα της Σίκαλης» (και μάλλον αυτό λέει πολλά για τον αποκομμένο χαρακτήρα της) και την γενιά των beat.

Ακολούθως των πρώτων της μαθημάτων στην Υποκριτική βρέθηκε πολύ νωρίς μπροστά από την κάμερα, στο «Lucas» του Ντέιβιντ Σέλτζερ, που δεν το θυμάται πια κανείς, όμως στα 15 της είναι χάρμα και, ευτυχώς, πέφτει στην αντίληψη του Τιμ Μπέρτον. Τρία χρόνια μετά εκείνος φτιάχνει τον «Σκαθαροζούμη», την θέλει εντυπωσιασμένος και το νερό κυλά στο αυλάκι. Μια 12ετία βγαλμένη από το όνειρο της βιομηχανίας ξεκινά.

Η Γουινόνα Ράιντερ, μπορεί κάποιοι να το ρίχνουν στην τύχη, μπορεί άλλοι και να το έχουν ξεχάσει εντελώς, προτού φτάσει τα 21 έχει ένα σερί που δεν το συναντάς. Σε ταινίες όχι καλά και σώνει αριστουργηματικές, όμως σφραγιστικές μιας εποχής, μιας γενιάς και μιας καμπής του αμερικανικού σινεμά του '90. Από το υπέρτατο καλτ «Heathers» δίπλα στον Κρίστιαν Σλέιτερ (κι εκείνος, πιο θολό, σημείο εκείνης της γενιάς) και το «Great Balls of Fire», δίπλα στον Τζέρι Λι Λιούις του Ντένις Κουέιντ, στον κλασικό «Ψαλιδοχέρη», τον οργιώδη «Δράκουλα» του Κόπολα, το ταξί του «Μια Νύχτα στον Κόσμο» του Τζάρμους, τις «Γοργόνες» δίπλα στη Σερ και αποκορύφωμα τον καταπληκτικό ρόλο στα «Χρόνια τη Αθωότητας» του Μάρτιν Σκορσέζε. Εδώ έρχεται και η ακαδημαϊκή αναγνώριση, η υποψηφιότητα για το Όσκαρ Β' Γυναικείου ρόλου. Στα 22 της είναι η παροιμιώδης χολιγουντιανή ενζενί - κι ως τέτοια θα εντυπωθεί αιώνια στο μυαλό της γενιάς που μεγάλωνε μαζί της.

Η συνέχεια είναι ανάλογη, για λίγο ακόμη, και την κρατά στην πρώτη γραμμή. Το «Reality Bites» του Στίλερ είναι κλασικό κομμάτι της γενιάς που περιγράφει, οι «Μικρές Κυρίες» της Τζίλιαν Άρμστρονγκ είναι μια εξαιρετική διασκευή και της φέρνει δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ, αυτή τη φορά Πρώτου Ρόλου. Το 1994 της είναι εντυπωσιακό.

Το 1996 ο Αλ Πατσίνο φτιάχνει εκείνο το εκλεκτό «Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ», ένα απίθανο, ντοκιμαντερίστικο έργο πάνω στον σαιξπηρικό Ριχάρδο τον 3ο. Η Γουινόνα είναι Λαίδη Άν, άνετη, εξαιρετική, ανθεκτική στο βάρος του εκπληκτικού Πατσίνο. Την επόμενη χρονιά παίζει και στο τελευταίο αξιόλογο «Άλιεν», του Ζαν-Πιερ Ζενέ. Το '98 περνά από την ατυχή «Διασημότητα» του Γούντι Άλεν, τον εντυπωσιάζει, την υπολογίζει για αργότερα («Μελίντα και Μελίντα»), δεν θα συμβεί ποτέ. Το '99 και το 2000 κάνει μια προσπάθεια επαναφοράς στην πρωταγωνιστικότητα. Πρώτα το «Κορίτσι Που Άφησα Πίσω», όπου είναι εξαιρετική, όμως η αβάντα είναι στην συμπρωταγωνίστριά της, μια Αντζελίνα Τζολί, που παίρνει και το Όσκαρ και τελικά μια «αλλαγή φρουράς» σημειώνεται. «Το Φθινόπωρο στη Νέα Υόρκη», μια παραγνωρισμένη δραμεντί κλασικής χολιγουντιανής κοπής, δίπλα στον Ρίτσαρντ Γκιρ, θα πετύχει εισπρακτικά αλλά θα εξαφανιστεί από τη μνήμη.

Δέκα χρόνια πριν, το 1990, ο Κόπολα την υπολόγιζε για τον ρόλο της κόρης του Μάικλ στον 3ο «Νονό» του. Ήταν όλα έτοιμα, ο ρόλος ήταν γάντι, όμως η Γουινόνα, νευρικό ράκος τότε, ίσως από το υπεραπασχολημένο μπάσιμο στον χολιγουντιανό ρυθμό, αποσύρθηκε. Όμως κάπου εκεί σημειωνόταν μια ευαισθησία, μια διαφορά της από καριερίστες που αιμοδοτούνται, αντί να αφαιμάσσονται, από την βιομηχανία. Φλας φόργουορντ στο 2001 και το κορίτσι...διακόπτεται από μια επιδρομή Κίτρινου Τύπου. Οι κάμερες την συλλαμβάνουν να κλέβει ρούχα από ένα μαγαζί. Η ενζενί φωτογραφίζεται πια σαν κλεπτομανής, γεμάτη ψυχικές διαταραχές. Πρακτικά η καριέρα ανακόπτεται σε βαθμό στάσης. Επιστρέφοντας, μετά το 2006, όλα έχουν αλλάξει, ακόμα και το βλέμμα της που έχει μια τραχύτητα, μια αισθητή, φυσιογνωμική αγριάδα. Η Γουινόνα που ξέραμε δεν ήταν πια εδώ.

Εντούτοις, οι ρόλοι βρέθηκαν. Ρόλοι δεύτεροι, όχι απαραιτήτως δεύτερης διαλογής, ρόλοι σε ένα σινεμά που απείχε θεαματικά από την αθωότητα του '90. Με το «Stranger Things» όμως, που απέφερε SAG και Χρυσής Σφαίρας υποψηφιότητες (και βραβείο Σφαίρας στο ensemble) και το «Plot Against America», η τηλεόραση έχει δώσει κάτι παραπάνω από στήριγμα. Έχει δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.

Στον «Μαύρο Κύκνο» (2010) του Αρονόφσκι, όπου και η Πόρτμαν, λέγεται, ήταν καρφωμένη πάνω της, σε ένα πέρασμα πρακτικά, η Ράιντερ κουβαλούσε μια θύελλα, κάτι που της πιστώνεται σαν ερμηνεύτρια που κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει. Ο Αρονόφσκι μπόρεσε να της το βγάλει. Ίσως έτσι να πρέπει να γραφτεί η ιστορία από εδώ και μπρος. Με καλούς σκηνοθέτες-οδηγούς, σχέδια που να της αναλογούν και λίγη τύχη οι δαίμονές της να μην την βάλουν κάτω. Είναι μόλις 52, το βιβλίο μπορεί και οφείλει να έχει πολλές σελίδες ακόμη.