Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ

Ο Ρόμπερτ Όλτμαν προσκαλεί σε συναρπαστικό σαββατοκύριακο στην εξοχή μετά φόνου και συγκεντρώνει ένα από τα πιο αποστομωτικά ερμηνευτικά καστ που βρέθηκαν ποτέ στην ίδια ταινία.

Από τον Λουκά Κατσίκα
Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ

Ένας πρώην ήρωας του πολέμου που βλέπει την κοινωνική του θέση να κινδυνεύει. Ένας παρηκμασμένος ευγενής που σέρνει βαριεστημένα τα κομμάτια ενός αποτυχημένου γάμου. Μια γηραιά κοντέσα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ένας παραγωγός του Χόλιγουντ που αναζητά το υλικό της επόμενης ταινίας του. Η εξαιρετικά ψυχρή οικοδέσποινα παρέα με τις αδελφές της και τους αδιάφορους συζύγους τους. Ένας δημοφιλής ζεν πρεμιέ της οθόνης. Ένας πολυφωνικός θίασος καλεσμένων, ενωμένων από ένα κοινό στοιχείο: όλοι τους τρέφουν σφοδρή αντιπάθεια για τον νεόπλουτο οικοδεσπότη και μια δύσκολα κρυμμένη περιφρόνηση για την εργατική καταγωγή του, επιφυλάσσουν, παρ’ όλα αυτά, μια ακατάσχετη λαχτάρα να καρπωθούν μέρος της εύνοιας και της περιουσίας του.

Μαζί τους μια στρατιά από υπηρέτες, καμαριέρες και προσωπικοί μπάτλερ θα συμπληρώσουν το πορτρέτο ενός μικρόκοσμου χωρισμένου σε προνομιούχους και υποτελείς, σε αυτούς που καταλαμβάνουν τα σαλόνια και τις άνετες κρεβατοκάμαρες και εκείνους που θα στριμωχτούν στις ασφυκτικές κάμαρες και τα πολυσύχναστα μαγειρεία, ένα πάτωμα κάτω, λες και η χωροταξική ετούτη αντίθεση φτιάχτηκε για να υπερτονίσει το αγεφύρωτο χάσμα που τους κρατά μακριά. Μια σκάλα που χωρίζει τον πάνω από τον κάτω όροφο είναι εδώ κάτι περισσότερο από μια σκάλα.

Μια σκάλα που χωρίζει τον πάνω από τον κάτω όροφο είναι εδώ κάτι περισσότερο από μια σκάλα

Ένα πολυτελές εξοχικό οίκημα θα γίνει το ορμητήριό τους για ένα σαββατοκύριακο όπου οι άντρες θα αφοσιωθούν στο κυνήγι και οι γυναίκες θα πλήξουν μέσα στις πολυτελείς τουαλέτες τους, υπό το άγρυπνο βλέμμα των υπηρετών. Όλα αυτά μέχρις ότου το ρολόι σημάνει μεσάνυχτα κι ένας νεκρός προστεθεί στην παρέα τους.

Η χρονιά είναι 1932 κι αυτό που ουσιαστικά πεθαίνει είναι το αλλοτινό υψηλό ηθικό μιας κοινωνίας μεγαλωμένης με τα ιδεώδη της τώρα ασθμαίνουσας Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μαζί της καταρρέει αργά μια ολόκληρη φυλή ανθρώπων μεγαλωμένων με αυστηρούς κώδικες και ατσαλάκωτα πρωτόκολλα συμπεριφοράς, όπου το ψέμα και η υποκρισία γιορτάζονται συνωμοτικά στο τσούγκρισμα δυο ποτηριών και η κοινωνική μάσκα χαίρει μεγαλύτερου σεβασμού από το αληθινό πρόσωπο. Προς το παρόν, όπως ορίζει κάθε αστυνομικό μυστήριο που σέβεται τον εαυτό του, υπάρχει ένα πτώμα που ζητά ένοχο. Ένας ιστός δολοπλοκιών και σκοτεινών κινήτρων ξεδιπλώνεται. «Όλοι έχουμε κάτι να κρύψουμε», συμπληρώνει όλο νόημα ο μπάτλερ Άλαν Μπέιτς.

Κωμωδία συμπεριφορών, καυστική ηθογραφία, θρίαμβος σκηνοθεσίας και εκπληκτικού ελέγχου επάνω σε ένα τεράστιο επιτελείων ηθοποιών, ζηλευτή ερμηνευτική πολυφωνία

Το «Gosford Park» είναι το χρονικό μιας υπόγειας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε αφέντες και δούλους, πλούσιους που εχθρεύονται πλούσιους, φτωχούς που υπονομεύουν φτωχούς σε ένα λαβύρινθο ιεραρχιών ο οποίος μοναδικό του σκοπό έχει την ψευδαίσθηση της εξουσίας για μια χούφτα ανθρώπους. Σκάβοντας βαθιά, ο Όλτμαν ξεσκεπάζει την καλά κρυμμένη εικόνα μιας ασφυκτικής κοινωνικής φυλακής φτιαγμένης από κελιά μέσα σε κελιά μέσα σε κελιά. Παγιδευμένοι μέσα της, άνθρωποι που έχουν προ πολλού χάσει την ταυτότητά τους κάτω από το βάρος των βαρύτατων ταξικών πανοπλιών, αφήνοντας το σαράκι της εμπάθειας να τους σιγοτρώει πίσω από τα λαμπερά χρυσαφικά, τα ακριβά ρούχα και τα γεμάτα αυτοπεποίθηση μα ψεύτικα χαμόγελα

Ο Όλτμαν χρησιμοποιεί την αστυνομική πλοκή της σχολής Αγκάθα Κρίστι ως πρόσχημα, αφήνει το σαρδόνιο επισκεπτήριό του στο σινεμά του Τζέιμς Άϊβορι, τη θρυλική τηλεοπτική σειρά του ‘70 «Upstairs, Downstairs» ή τον «Κανόνα του Παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ, μέσα από το διακριτικό φαρμάκι που ξεχύνουν οι χαρακτήρες του, και τηρεί τα προσχήματα της παραδοσιακής ταινίας εποχής για να την εμβολίσει κατόπιν με την σαρκοφάγο ειρωνεία του.

Κωμωδία συμπεριφορών, καυστική ηθογραφία, θρίαμβος σκηνοθεσίας και εκπληκτικού ελέγχου επάνω σε ένα τεράστιο επιτελείων ηθοποιών και χαρακτήρων, ζηλευτή ερμηνευτική πολυφωνία, το μικρό αριστούργημα που παραδίδει είναι ένα φλογερό πανηγύρι της ματαιοδοξίας που βρίθει από προσωπικές ιστορίες, διπρόσωπους χαρακτήρες και χαμαιλεόντιες διαγωγές. Πίσω του, εντούτοις ζωγραφίζει με τα πιο μελαγχολικά χρώματα ένα πορτρέτο της ανθρώπινης κατάστασης.

Η κριτική της ταινίας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 132 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, το Μάρτιο του 2002.