Ταινία της εβδομάδας: Στο ανέλπιστα καλό «Χαμογέλα» ο τρόμος πηγάζει από τον «δαίμονα» της υποχρεωτικής θετικότητας και ευθυμίας

Το έτσι κι αλλιώς αγριευτικό concept στέκεται αφορμή για μια σειρά από φοβερά εκτελεσμένα jump scares που θα κάνουν τη γαλαρία των multiplex να τσιρίζει, η υψηλή βιρτουοζιτέ και τα καλοχωνεμένα δάνεια θα ικανοποιήσουν τους πιο μυημένους φαν του είδους και, για όσους ενδιαφέρονται, υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης που ανεβάζει την ταινία σε ψηλότερο σκαλί από τον μέσο εκπρόσωπο mainstream τρόμου. Πραγματικά, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.

Από τον Γιάννη Βασιλείου
Ταινία της εβδομάδας: Στο ανέλπιστα καλό «Χαμογέλα» ο τρόμος πηγάζει από τον «δαίμονα» της υποχρεωτικής θετικότητας και ευθυμίας

Ένας από τους όρους που εισήχθησαν τα τελευταία χρόνια στο κινηματογραφικό λεξικό είναι ο «αναβαθμισμένος τρόμος». Πρακτικά αναφέρεται σε μια σειρά ταινιών που υιοθετούν μια πιο «σοβαρή», φεστιβαλική γραφή, που (ενίοτε) υπερβαίνουν το είδος, μιλώντας για κάτι μεγαλύτερο. Στην πράξη ένα μεγάλο μέρος ταινιών που μνημονεύονται ως εκπρόσωποι «αναβαθμισμένου τρόμου» είναι ταινίες ελλειμματικής (και όχι ελλειπτικής) αφήγησης που εξαντλούνται στις (απλές επί της ουσίας) ιδέες τους, οι οποίες βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, αντί να πρέπει να σκαλίσεις για να τις βρεις. Οι εν λόγω ταινίες συνήθως χρησιμποιούν ως βασικό εργαλείο τρομοπαραγωγής έναν διαρκή βόμβο που συνοδεύει ακίνητα, αποστειρωμένα πλάνα, χωρίς ποτέ αυτή η δυσοίωνη υπόσχεση να εκπληρώνεται ή να μετουσιώνεται σε κάτι τρομακτικά απτό. Διάολε, ο ίδιος ο όρος «αναβαθμισμένος τρόμος» είναι προβληματικός. Αν αναφέρεται στην αισθητική τους ή στη σοβαρή αντιμετώπιση του είδους, ο Σιάμαλαν είκοσι χρόνια πριν, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα, προσέγγισε μια ιστορία φαντασμάτων σαν οσκαρικό μελόδραμα και μια creepy ιστορία υπερηρώων σαν μπεργκμανικό ψυχόδραμα, υιοθετώντας και την ανάλογη πλανοθεσία. Aν αναφέρεται στη σημειολογία και τις ιδέες, το σινεμά τρόμου πάντα  ήταν «αναβαθμισμένο». Είναι το κατεξοχήν είδος που χρησιμοποιήθηκε σε συντηρητικούς καιρούς για αιχμηρές πολιτικές τοποθετήσεις, για κοινωνικές παρατηρήσεις και διεκδικήσεις, για γενικότερο σχολιασμό της εποχής του. Και το έκανε πότε άμεσα, με τη μέθοδο της παραβολής, και πότε πλαγίως, έχοντας πέρα από την προφανή λειτουργία της παραβολής και ένα ακόμα επίπεδο ανάγνωσης - ή και περισσότερα.

Πάρτε για παράδειγμα το «Smile». Είναι αφηγηματικό, απευθύνεται (και) στο κοινό των multiplex, είναι, για να μην πολυλογούμε, ένα πιο mainstream  φιλμ τρόμου, άρα στα χαρτιά όχι «αναβαθμισμένο». Σωστά; Λάθος. Και θα εξηγηθούμε. Στην ταινία μια νεοεισαχθείσα ασθενής σε ψυχιατρική κλινική αυτοκτονεί μπροστά στη γιατρό που την υποδέχτηκε, «φεύγοντας» από τη ζωή με ένα αφύσικο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, αφού πρώτα της εκμυστηρευτεί ότι την κυνηγά μια οντότητα που παίρνει την μορφή οικείων και άγνωστων προσώπων, τα οποία, σωστά μαντέψατε, χαμογελούν αφύσικα. Γρήγορα η ψυχίατρος αντιλαμβάνεται πως έχει πέσει θύμα μιας κατάρας, ότι βρίσκεται στο στόχαστρο κάποιας δαιμονικής οντότητας που την καταδιώκει μεταχειριζόμενη ακριβώς αυτό που της ανέφερε η ασθενής: το χαμόγελο. Καθώς η αφήγηση προχωρά και η πλοκή ξετυλίγεται, αντιλαμβάνεσαι ότι το φιλμ σχετίζεται με το τραύμα και την επούλωσή του. Πρόκειται για σταθερή θεματική του είδους τα τελευταία χρόνια και είναι επόμενο να έχει γίνει τέτοια αν σκεφτείς ότι είμαστε μια τραυματισμένη γενιά που είχε την πολυτέλεια να το αντιληφθεί. Όπως αναφέρει η ίδια η οντότητα στο έργο, βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να επιτεθεί στα θύματά της επειδή έχουν μείνει ευάλωτα από τραυματικές εμπειρίες τους. Σε ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, έχεις ένα φιλμ που γεννά φόβο μέσα από το ανοίκειο - ένα αναίτιο χαμόγελο-,  λειτουργεί ως παραβολή για το τραύμα και, τελικά, ίσως να θυσιάζει μέσω της σαδιστικής κατακλείδας του όσα έχει να καταθέσει πάνω στο τελευταίο,  στο όνομα της εξυπηρέτησης του είδους.

Υπάρχει, όμως, και το άλλο επίπεδο, εκείνο που βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές και τις σημάνσεις της πλοκής, που καιροφυλακτεί πίσω από τις λέξεις, που ξεχωρίζει τον ντεμέκ «αναβαθμισμένο» τρόμο της εστέτ καλλιγραφίας από την πραγματική αναβάθμιση της ύπαρξης μιας άλλης ταινίας, συντρέχουσας με εκείνη που παρακολουθείς, η οποία παραμονεύει ανάμεσα στα καρέ, σαν σκοτεινή φιγούρα στο βάθος του κάδρου, με στόχο να «τρομοκρατήσει» όποιον αντιληφθεί την παρουσία της. Σε αυτή την ταινία, λοιπόν, η απειλή φέρει το προσωπείο του χαμόγελου επειδή ο σατανικός ανταγωνιστής που εκπροσωπεί είναι η «τρομοκρατική οργάνωση» της ευφορίας και της θετικότητας. Είναι εκείνο το εξιδανικευμένο πρότυπο ψυχαναγκαστικής ευτυχίας, που αποκτά τρομακτικές διαστάσεις μέσω της σοσιομιντιακής διάδοσης και θεοποίησής του. Είναι αυτό το δολοφονικό «μην στεναχωριέσαι», που δαιμονοποιεί τη θλίψη, είναι η κοινωνική επιταγή καταστολής του «αρνητικού» συναισθήματος. Είναι ο δαίμων της μόνιμης ευθυμίας, της απόλυτης ευτυχίας, της άσπιλης θετικής διάθεσης που εντείνει την αίσθηση αδυναμίας και ανικανότητας σε όσα άτομα δεν μπορούν να την προσεγγίσουν και πολλαπλασιάζει τη θλίψη τους, εμποδίζει την αναμέτρησή τους με το τραύμα τους και την αρμονική συμβίωση μαζί του, η οποία ποτέ δεν θα επιτευχθεί αν όσα λογαριάζουμε για αρνητικά συναισθήματα δεν γίνουν αποδεκτά. «Smile» είναι ο αγγλικός τίτλος, μα δεν αναφέρεται στο ουσιαστικό, που σημαίνει χαμόγελο, είναι η προστακτική του ρήματος «χαμογελώ»– έκτακτη η επιλογή του εγχώριου διανομέα να αποδώσει τον τίτλο της ταινίας έτσι. Χαμογέλα, αλλιώς πέθανες. Πέθανες σοσιαλμιντιακά, πέθανες κοινωνικά, πέθανες και κυριολεκτικά ίσως, αν έχεις τάσεις αυτοχειρίας και καμιά βοήθεια σε αυτό των ωκεανό «ευτυχισμένων ανθρώπων». Και, βέβαια, αν τελικά υποκύψεις στην προσταγή του δαίμονα της θετικότητας και παραμερίσεις όσα σε ταλανίζουν, ώστε να προσεγγίσεις αυτό το ευφορικό ιδανικό, πέθανες ψυχικά, καθώς θα έχεις απωλέσει όσα σε καθιστούν άνθρωπο.  

Αυτά για όσους ενδιαφέρονται για εκείνο το σημαίνον που διαδραματίζεται στο παρασκήνιο. Όσον αφορά τον καθαρό τρόμο, o πρωτοεμφανιζόμενος Πάρκερ Φιν αντλεί έμπνευση και συμπεριλαμβάνει μικρές και μεγάλες αναφορές σε δεκάδες τίτλους του είδους, από το «The Ring» και το «It Follows», ως το «Νight of the Demon» και το «Evil Dead». Σε αντίθεση, όμως, με τις συνήθειες της εποχής, οι αναφορές του είναι καλοχωνεμένες, αποτελούν δομικά στοιχεία της πλοκής, της δραματουργίας και του τρόμου, αντί για meta κλεισίματα του ματιού. Τα παναρίσματα του φακού παραπέμπουν στο σινεμά του Σιάμαλαν, κάθε σπιθαμή του κάδρου αξιοποιείται για την πρόκληση τρόμου, υπάρχουν μερικά φοβερά εκτελεσμένα jump scares, αλλά και κάνα δυο παραπανίσια κι αχρείαστα, ενώ το score απαρτίζεται από παραμορφωμένους ήχους και ασύγχρονες μελωδίες, θυμίζοντας εκείνη τη συμφωνία τρόμου που υπέγραψε ο Κρίστοφερ Γιανγκ για το «Sinister». Απουσιάζουν η σεναριακή πρωτοτυπία, η οικονομία κι εκείνη η υφολογική ενότητα και ο απόλυτος έλεγχος πάνω στο υλικό που διακρίνει τους σπουδαίους δημιουργούς του είδους, αλλά ο Φιν είναι ένας άριστος μαθητής, που αφήνει σε σημεία την αίσθηση ότι παρακολουθείς τη γέννηση ενός πραγματικά αξιοπρόσεκτου δημιουργού είδους - από τον Μάικ Φλάναγκαν είχες να δεις τέτοιον, τουλάχιστον στο πεδίο του mainstream θεάματος. Κι αν σκεφτείς ότι αυτό το πετυχαίνει στο πλαίσιο μιας παραγωγής μουλτιπλεξάδικου τρόμου, όχι τρόμο, αλλά υπέρμετρη προσμονή γεννούν όσα φαντάζεσαι ότι μπορεί να δεις από εκείνον στη συνέχεια.