Η περίληψη αναφέρει πως η ταινία αφορά στην εξαφάνιση ενός χωριού, σε έναν απροσδιόριστο τόπο και χρόνο. Αυτό είναι ταυτόχρονα σωστό και λάθος. Σωστό διότι πρόκειται, πράγματι, για τον σταδιακό αφανισμό ενός χωριού, λάθος γιατί ο εν λόγω αφανισμός δεν σχετίζεται με τίποτα μεταφυσικό ή τρομακτικά υπερφυσικό, γεγονός που εκ των προτέρων δημιουργεί προσδοκίες οι οποίες πρόκειται να καμφθούν πανηγυρικά. Βρισκόμαστε σε ένα χωριό, άγνωστο το που και το πότε. Ως θεατές παρακολουθούμε την καθημερινότητα των χωρικών που θερίζουν τα σπαρτά τους, αρμέγουν τα ζώα, μαγειρεύουν, καθαρίζουν, χορεύουν και τραγουδούν. Το φολκ στοιχείο είναι κυρίαρχο, το ίδιο και ο τελετουργικός εορτασμός (στην καλύτερη σεκάνς της ταινίας) με αυτοσχέδιες μάσκες που συνοδεύεται από κατανάλωση παραισθησιογόνων μανιταριών και έναν οργιαστικό χορό που οδηγεί σε ένα παροξυσμικό κρεσέντο. Κανείς δεν γνωρίζει πως αυτή θα αποτελέσει την τελευταία τους κοινή πράξη παράδοσης. Γιατί ο «ξένος» έχει ήδη παρεισφρήσει στην κοινότητα. Και φτιάχνει χάρτες.
Το 2004 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα: Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση». Πρόκειται για ένα σύγγραμμα της Ιταλό-Αμερικανίδας καθηγήτριας Σίλβια Φεντερίτσι η οποία αποπειράται να ερμηνεύσει τους λόγους πίσω από το κυνήγι των μαγισσών κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Σύμφωνα με τη Φεντερίτσι το ανελέητο κυνήγι των γυναικών που κατηγορήθηκαν ως μάγισσες, υπήρξε άμεσα συνδεδεμένο με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες που είχαν ως στόχο μια πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, κάτι που με τη σειρά του βασίστηκε στις πατριαρχικά κατασκευασμένες αγροτικές κοινωνίες, ένα από τα βασικά προπύργια ανάπτυξης των εξελικτικά καπιταλιστικών σχέσεων.
Βρίσκω εξαιρετικά πιθανό η Τσαγγάρη να έχει μελετήσει το εν λόγω βιβλίο, όπως και άλλη σχετική, επί του θέματος, βιβλιογραφία γιατί εδώ επιχειρεί κάτι δύσκολο και εξαιρετικά φιλόδοξο: να οπτικοποιήσει κινηματογραφικά τη βίαιη μετάβαση από τις προκαπιταλιστικές, αγροτικές κολεκτίβες, στις κατοπινές καπιταλιστικές κοινωνίες. Χρησιμοποιώντας αφηγηματικά ένα κεφαλαιουχικό νήμα, ψήγματα του οποίου εντοπίζονται (σε αρκετά πρώιμο στάδιο) στις απαρχές των αγροτικών, αυτών, πρώτων ομάδων, η Τσαγγάρη χτίζει έναν κόσμο δίχως όνομα και χρόνο, αφενός γιατί πρόκειται για μια ιστορία διαχρονικά συνδεδεμένη με την ίδια τη γέννηση της ανθρωπότητας, αφετέρου γιατί αναζητά έναν τρόπο καλλιτεχνικά δημιουργικό προκειμένου να συνδέσει ιστορικά το παρελθόν με το παρόν.
Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς είναι πως η υλοποίηση βρίσκεται μακριά από οτιδήποτε στείρο και αυστηρά ακαδημαϊκό, με τη σκηνοθεσία της Τσαγγάρη και κυρίως τη φωτογραφία του Σον Πράις Γουίλιαμς να εκπέμπουν λυρισμό και μια ακαταμάχητη, ποιητική γοητεία, σαν να πρόκειται για κάποιον πανάρχαιο, παγανιστικό μύθο «βουτηγμένο» στο φως και τη Μητέρα Φύση, που παίρνει ξαφνικά σάρκα και οστά. Στον αντίποδα της εξαιρετικά φωτογενούς εικόνας βρίσκεται το σενάριο που θέλει να πει πολλά – είναι δύσκολο το εγχείρημα – όμως καταλήγει μπερδεμένο, άλλοτε τρομερά ελλειπτικό και άλλοτε εξαιρετικά στριφνό. Υπάρχουν πολλές ιδέες και πολλά πράγματα που πρέπει (;) να ειπωθούν, με αποτέλεσμα να μην δίνεται χώρος στην περαιτέρω ανάπτυξη των ποικίλων αυτών θεμάτων που μοιάζουν, ανά στιγμές, ατάκτως ερριμμένα, σαν να υπάρχει μια ακατανόητη βιασύνη να χωρέσουν, απαραιτήτως, όλα στο φιλμ. Κάποια δυσκολία εντοπίζεται και στον ρυθμό που, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της ταινίας, ρίχνει εντελώς ταχύτητες, καταλήγοντας σε πολλές περιπτώσεις να «σέρνεται», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην παρουσία του Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος γίνεται συχνά αφόρητος.
Το «Harvest» είναι μια κινηματογραφική πρόκληση. Δεν πρόκειται για ταινία είδους και σίγουρα δεν είναι folk horror με την έννοια της ταινίας τρόμου. Θέλει να είναι κάτι διαφορετικό και σε έναν βαθμό το πετυχαίνει. Αν το σενάριο ήταν πιο συγκροτημένο και η διάρκεια πιο μαζεμένη, η ιδέα του ανθρώπου να «θερίζει» άνθρωπο κατά το πρόσταγμα του καπιταλισμού, θα ήταν πολύ πιο λειτουργική και λιγότερο περίπλοκα αποδοσμένη.
Το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται 31 Οκτωβρίου με 10 Νοεμβρίου 2024.