Ένα Μεγάλο Όμορφο Τολμηρό Ταξίδι

Α Βig Bold Beautiful Journey

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2025
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κογκονάντα
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Σεθ Ράις
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Mάργκο Ρόμπι, Κόλιν Φάρελ, Κέβιν Κλάιν, Φίμπι Γουόλερ Μπριτζ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μπέντζαμιν Λεμπ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζο Χισαϊσι
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entertainment
    Ένα Μεγάλο Όμορφο Τολμηρό Ταξίδι

Το αγαπημένο παιδί της αμερικανικής κριτικής ρισκάρει με μια «εμπορικότερου» προσανατολισμού ρομαντική φαντασία που μοιάζει με live-action εκδοχή ασιατικού animation και κερδίζει το στοίχημα στις καρδιές όσων την χρειαστούν τώρα και, κυρίως, στα χρόνια που θα έρθουν. 

Από τον Γιάννη Βασιλείου

To 1998 o Bίνσεντ Γουόρντ, υπεύθυνος για μία από τις (πολλές) υπέροχες, άγνωστες στιγμές των ‘80s, το μυσταγωγικό «Vigil», γύρισε μια ταινία που λεγόταν «What Dreams May Come», βασισμένη σε βιβλίο του μετρ του φανταστικού Ρίτσαρντ Μάθεσον. Εκεί ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, έχοντας πεθάνει πρόσφατα και βρεθεί στον Παράδεισο, μαθαίνει ότι η αγαπημένη του, βυθισμένη στη θλίψη, αυτοκτόνησε και βρίσκεται στην κόλαση, οπότε ξεκινά ένα ταξίδι για να την σώσει. Ο Άλλος Κόσμος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις αναμνήσεις του: σημαντικές τοποθεσίες, προσωπικά αντικείμενα και πίνακες ζωγραφικής αποτελούν τον καμβά για να ζωγραφίσει ο Γουόρντ την ποιητική φαντασία του. Ήταν μια ταινία που εξαρχής δήλωνε ότι δεν θα τσιγκουνευτεί το συναίσθημα. Αντίθετα, το φορούσε περήφανα και φωναχτά στη φτιαξιά της, δεν ήταν ιμπρεσιονιστικές μόνο κάποιες από τις εικόνες της, αλλά και ο ίδιος ο τρόπος της.

Ίσως επειδή από όλα τα «αμαρτήματα» που μπορεί να διαπράξει μια ταινία, ο συναισθηματισμός είναι εκείνος που (ακατανόητα) εξάρει περισσότερο την οργή μερίδας της κριτικής, οι κριτικές που έλαβε η ταινία ήταν ως επί το πλείστον όχι απλώς αρνητικές, αλλά χολερικές. Σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο μόνο ο Ρότζερ Ίμπερτ αντιστάθηκε στο ρεύμα και την υπερασπίστηκε με σθένος. Παρά την παρουσία του Ρόμπιν Γουίλιαμς στην εμπορική ακμή του κι ένα δικαιότατο Όσκαρ για τα Οπτικά Εφέ της, η ταινία απέτυχε στα ταμεία και βασικά «τελείωσε» την καριέρα ενός κινηματογραφικού ποιητή, που θα δήλωνε συντετριμμένος από την υποδοχή της και δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.  Στο μεταξύ, με τα χρόνια αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο, με ένα νεότερο κύμα κριτικής να προκύπτει θερμότερο και κάποιους επιτιθέμενους του πρώτου κύματος να μαλακώνουν – αλλά τι να το κάνει πια ο έρμος ο Βίνσεντ Γουόρντ;

Όλα τα παραπάνω τα γράφουμε γιατί υποψιαζόμαστε ότι ακριβώς το ίδιο θα συμβεί και με το παραπλήσιο «Βig Bold Beautiful Journey». Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές υπάρχει εμπάργκο κι έτσι δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η κριτική υποδοχή της ταινίας. Επειδή όμως κάποιες συνήθειες μένουν αναλοίωτες στον χρόνο, είμαστε πεπεισμένοι ότι θα λάβει όχι απλώς αρνητικές, αλλά εξίσου χολερικές κριτικές, κι ας είναι ο Κογκονάντα από τα αγαπημένα παιδιά της σύγχρονης κριτικής.

«Έχω τις ενστάσεις μου, αλλά είναι μια ταινία που, έστω και στην ατελή μορφή της, μας δείχνει πώς το σινεμά μπορεί να φανταστεί το άγνωστο και να οδηγήσει τη φαντασία μας σε θαυμαστά μέρη», έγραφε ο Ίμπερτ για την ταινία του Γουόρντ τότε και φανταζόμαστε πως, αν ζούσε, κάτι αντίστοιχο θα έγραφε και για αυτήμ εδώ. Ένας άντρας και μια γυναίκα, άγνωστοι μεταξύ τους, νοικιάζουν αυτοκίνητο από την ίδια υπηρεσία για να πάνε άνευ συνοδού σε γάμο. Εκεί γνωρίζονται, φλερτάρουν, μα υπαναχωρούν, καθένας για τους λόγους του. Την επομένη μέρα αναγκάζονται να μοιραστούν ένα αυτοκίνητο γιατί χαλάει το δεύτερο κι εκείνο τους οδηγεί σε μια κυριολεκτική διαδρομή στις αναμνήσεις τους, δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία για συζητήσεις που δεν έγιναν και για παρεξηγήσεις που πρέπει να λυθούν. Και γιατί πρέπει να λυθούν; Για να μην επιστρέψουν οι ήρωες στις χωριστές τους διαδρομές, αλλά να μπορέσουν να ακολουθήσουν μια κοινή.

Γράψαμε τι γίνεται στην ταινία, αλλά σημασία έχει πώς γίνεται. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Κογκονάντα επιχειρεί μια live-action εκδοχή ασιατικού animation. Με χρώματα κορεσμένα, έντονα σαν τα συναισθήματα, με βροχή πυκνή κι ευθύβολη, με δύο ήρωες φέροντες διακριτές ενδυμασίες, χρωματικά συναφείς με την ιδιοσυγκρασία τους, το φιλμ του Κογκονάντα παίρνει από τον Μακότο Σινκάι την εισροή του στοιχείου του φανταστικού στον γήινο, σύγχρονο κόσμο -πόρτες από το παρελθόν, τοποθετημένες στη μέση του πουθενά οδηγούν απευθείας στην εκάστοτε ανάμνηση-, επιστρατεύει την τζαζ αφηγηματική λογική του Mαμόρου Χοσόντα και από τον δάσκαλο Χαγιάο Μιγιαζάκι δανείζεται ευθέως τον συνδημιουργό της φιλμογραφίας του, τον θρυλικό συνθέτη Τζο Χισαϊσι στην πρώτη του δυτική εξόρμηση, για να συνδράμει την αλαφροϊσκιωτη διάθεση, να αποτυπώσει «ιμπρεσιονιστικά» - να 'το πάλι- το συναίσθημα στις συνθέσεις του, σε ένα σάουντρακ που θα ακούμε ξανά και ξανά μέχρι να τελειώσει και το δικό μας μεγάλο, όμορφο και τολμηρό ταξίδι.

Ο σκόπελος που έχει να αντιμετωπίσει ο Κογκονάντα είναι ότι στο animation αποδεχόμαστε τους ρευστούς κανόνες λειτουργίας του σύμπαντος αδιαμαρτύρητα, λόγω της φόρμας. Εδώ χρειάζεται να επιστρατεύσει λίγο χιούμορ παραπάνω, που σχολιάζει τον «παραλογισμό» της κατάστασης, χωρίς να τον ειρωνεύεται σαρκαστικά ή να τον εκθειάζει μεταμοντέρνα, και ποντάρει τα ρέστα του στην καταλληλότητα του πρωταγωνιστικού διδύμο. Τόσο η Μάργκο Ρόμπι όσο και ο Κόλιν Φάρελ αποπνέουν μια αίσθηση χαλαρότητας, καλόβολης στάσης, ευπιστίας αλλά και σχεδόν παιδικής περιέργειας- νιώθεις πως, αν τούς παρουσιαζόταν μια ανάλογη κατάσταση στην πραγματική ζωή, θα την διαχειρίζονταν ακριβώς όπως οι χαρακτήρες τους.

Επίσης, υιοθετεί τα διδάγματα των καλύτερων εκπροσώπων του μαγικού ρεαλισμού και της ποιητικής φαντασίας. Δεν μπαίνει ποτέ στον κόπο να εξηγήσει τι ακριβώς είναι αυτή η υπηρεσία, πώς λειτουργεί το σύστημα με τις πόρτες, ποιος κρύβεται πίσω από αυτή τη μυστική συνωμοσία του σύμπαντος. Είναι, ασφαλώς, ένα ρίσκο σε καιρούς ψυχαναγκαστικά ορθολογικούς, αλλά αν υπάρχει έστω και ένας που πιστεύει ότι η «Μέρα της Μαρμότας» θα γινόταν καλύτερη ταινία αν στο φινάλε ο Μπιλ Μάρεϊ είχε μια συζήτηση με τον Θεό και ο δεύτερος τού εξηγούσε ότι έστησε αυτή τη λούπα για να γίνει καλύτερος άνθρωπος και για να μάθει να ζει (σ)το παρόν του, να σηκώσει το χέρι – κι έπειτα να ανοίξει την πόρτα και να σηκωθεί και να φύγει.

Φυσικά και έχει αδυναμίες η ταινία.  Μπορεί να μην αποκαλύπτει τα μυστικά της μαγείας της, αλλά επεξηγεί σχολαστικά τα προβλήματα και τα συναισθήματα των δύο ηρώων της, προσφεύγοντας σε ψυχολογισμούς με προδιάθεση … «αυτοβελτίωσης» – ποτέ, όμως, διατυπωμένους με ανάλογη εκφορά ή στόμφο. Κι όταν συμβαίνει αυτό, δυστυχώς καταλαγιάζει η περιρρέουσα φαντασία. Νιώθει, επίσης, την ανάγκη να ντύσει «τηλεοπτικά» κάποιες σκηνές της με επεξηγηματική της περίστασης (μα κατά τα άλλα εκλεκτή) tracklist, για να φέρει πιο κοντά το θέαμα στην comfort zone του επιδιωκέμενου κοινού της. Φυλάει, όμως, για το τέλος έναν φαινομενικά μικρό, μα καίριο σεναριακό ελιγμό: μπορεί η ταινία να επιστρατεύει τη φαντασία, αλλά θέλει να βρει εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο κι έτσι (SPOILER ALERT) αφαιρεί από την ερωτική εξίσωση των δυο ηρώων το σκέλος της «αδερφής ψυχής». Μπορεί να γίνει τέτοια οποιοσδήποτε, μάς λέει  Κογκονάντα, φτάνει να υπάρχει διάθεση να ανοίξουν όλες οι πόρτες και να έχει τακτοποιηθεί ό,τι κρύβουν μέσα τους.   

Επικαλούμενοι τον Ρότζερ Ίμπερτ, θα κλείσουμε γράφοντας ότι, έστω και στην ατελή μορφή της, αυτή η ταινία μάς πηγαίνει εκείνο το όμορφο και τολμηρό κινηματογραφικό ταξίδι που υποσχέθηκε, και γι΄ αυτό θα την στηρίξουμε. Κι ομολογούμε πως αυτή η στήριξή μας έχει μια μικρή δόση (καλοπροαίρετης) ιδιοτέλειας : δεν θέλουμε δέκα χρόνια μετά να κουβαλάμε τη ρετσινιά (αλλά και την ενοχή) εκείνου του κριτικού που πότισε με χολή το αντίστοιχο «What Dreams May Come» της εποχής του.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ένα Μεγάλο Όμορφο Τολμηρό Ταξίδι
  • Ένα Μεγάλο Όμορφο Τολμηρό Ταξίδι