Τα Παιδιά των Άλλων
Les enfants des autres

Μια 45χρονη γυναίκα που θέλει διακαώς, μα ανεπιτυχώς, να κάνει παιδί, δένεται συναισθηματικά με το παιδί του συντρόφου της. Όμως η ζωή κρύβει παγίδες και δυνατότητες που θα της αλλάξουν τη ζωή. Σοβαρό μεν, ασταθές δε, δράμα μητρότητας που πιστοποιεί εκ νέου την υγεία του γαλλικού σινεμά και επιβεβαιώνει την Βιρζινί Εφιρά ως go to ερμηνεύτρια γυναικείων ρόλων ειδικής απαίτησης.
Ξεπερνώντας (;) με χάρη καλλιτεχνικής πατινέζ το γεγονός ότι ένας άνδρας δεν είναι απαραίτητα ο ενσυναισθητικά καταλληλότερος για το θεματικό υλικό της ταινίας, τρεις είναι οι βασικές παρατηρήσεις πάνω στην ταινία της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι: Η σοβαρότητα που διακρίνει επιλογή και πραγματεία ενός θέματος ειδικού χειρισμού, η ανάδειξη της Βελγίδας Εφιρά σε σταρ ενός είδους σινεμά που ασθμαίνει παντού αλλά όχι στην Γαλλία και η δραματική αδυναμία που (για κάποιους) θα αποδυναμώσει την προσπάθεια στο επίπεδο μιας τυπικά γαλλικής ευπρόσωπης παραγωγής.
Η σοβαρότητα όμως είναι δεδομένη. Η Ζλοτόφσκι, επηρεασμένη λένε από μια προσωπική ιστορία αντλημένη από τον δεσμό της με τον Ζακ Οντιάρ, ασπάζεται τη γυναικεία θέση, υιοθετεί το ανάλογο βλέμμα, σε ταυτίζει με την ηρωίδα της Εφιρά, μιας δασκάλας που χαίρεται τη ζωή της μέχρι που η απαίτηση της μητρότητας της χτυπά, καθυστερημένα, την πόρτα. Υπό το πρίσμα λοιπόν ενός «θρίλερ μητρότητας» η ταινία καταφέρνει να σε κάνει κοινωνό του θέματός της. Η υπόθεση της αδιοχέτευτης στοργής και της εξ επαγωγής ευτυχίας, συνδέεται σθεναρά με τη φανερή μελαγχολία που σταδιακά καταλαμβάνει την Εφιρά θωρώντας και μόνο «τα παιδιά των άλλων».
Η ηθοποιός πρυτανεύει (και) εδώ (κατέκτησε μάλιστα και το βραβείο Lumières), προσθέτοντας παράλληλα τα «επίπεδα Εφιρά» (χειραφέτηση, κάμποσο γυμνό, αυταρέσκεια στη μελό εναλλαγή γοητείας και κατάθλιψης) και καταφέρνοντας σιγά-σιγά μια βαθύτερη επιρροή πάνω στο έργο. Αποτέλεσμα αυτού, η αμηχανία της σχέσης της ηρωίδας με το παιδί του συντρόφου της (στιβαρός Ροσντί Ζεμ) να αποκτά μια ενδιαφέρουσα, περιεκτική ένταση ανάμεσα στην συγκινητική έκφραση του μητρικού ενστίκτου και την μόλις ελεγχόμενη εμμονή.
Όλα αυτά είναι καλά, χρυσά και ενδιαφέροντα, πρόσθετα επειδή καταμαρτυρούν την γαλλική κινηματογραφική υγεία που διαθέτει a-list παραγωγές, και κοινό για αυτές, που άλλες χώρες θα έπρεπε να φθονούν που δεν βλέπουν ούτε με το κιάλι. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να κρύψει τις δραματικές αδυναμίες. Η ταινία βυθίζεται συμπονετικά μαζί με την ηρωίδα τόσο στο άλγος της μητρότητας που άργησε μια μέρα, όσο και στην, ας την πούμε, άκομψη συμπεριφορά οικειοποίησης του παιδιού μιας άλλης γυναίκας (Κιάρα Μαστρογιάννι), η οποία σε πλήρη δραματουργική και αντιδιαλεκτική βολή παραμένει ένας άνευρος ρόλος δίχως στόχευση και βάρος. Η «γαλλικότητα» διαχέεται προοδευτικά παντού, γεμίζοντας τα κενά με διάλογο, εύκολες (έως άρλεκιν) λύσεις, με στυλάτη ευελιξία αλλαγής ύφους και τόνου της ηρωίδας (Εφιρά γαρ, δεν γίνεται να με λυπάστε) που όμως δεν συνάδει με τις πράξεις και την απελπισία της. Και τέλος, σημαντικότερα ίσως, όταν ο χαρακτήρας επιτέλους αποκτά την δραματική δυναμική του κίνηση, ώστε να διαγραφεί ένα κάποιο τόξο και να μην είναι απολύτως στατικά όλα, η λύση έρχεται σαν happy end επίλογος παρά σαν μια αναγκαιότητα που γέννησε η ταινία.
Εν πάση περιπτώσει πάντως, το κοινό της ταινίας που αναγνωρίζει τον εαυτό του στην ιστορία θα βρει έναν σύμμαχο, μια πονετική συντροφιά, θα βρει ίσως και μια κάποια διέξοδο με τον τρόπο που παρόμοιο σινεμά (του είδους που δεν θέλει να δυσαρεστήσει κανέναν κι ας θέλει να τους προβληματίσει όλους) ξέρει άριστα να κάνει.