Eπικίνδυνη Αποστολή - Θανάσιμη Εκδίκηση: Μέρος Πρώτο
Mission:Impossible - Dead Reckoning Part 1

Mια φιλμική Κιβωτός που πασχίζει να διαφυλάξει όλο το αποδραστικό σινεμά που αγαπήσαμε από τον κατακλυσμό του...αλγορίθμου. Μια καθηλωτική συμφωνία δράσης, που κερδίζει με το σπαθί της τον τίτλο της καλύτερης ταινίας του είδους από την εποχή του «Mad Max: Fury Road».
Φανταζόμαστε ότι ίσως να έχετε κουραστεί λίγο να διαβάζετε κείμενα για τον τρόπο που ο Τομ Κρουζ έσωσε τις αίθουσες και, γενικά, για το πώς υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την εμπειρία της αίθουσας. Εξωκινηματογραφικά, το κάνει αναβάλλοντας πχ. το «Top Gun:Maverick» μέχρι οι πανδημικές συνθήκες να επιτρέψουν την φυσιολογική κυκλοφορία του ή πατώντας πόδι ώστε η ταινία να παραμείνει στις αίθουσες τον τετραπλάσιο (και βάλε) χρόνο από το σύνηθες προτού γίνει διαθέσιμη για streaming. Ενδοφιλμικά, το πράττει αφενός επιμένοντας αναλογικά, με το CGI να βοηθά αντί να υποκαθιστά τη σκηνογραφία, και αφετέρου επαναφέροντας τη χαμένη αίσθηση του δέους, με την αυτοπρόσωπη εκτέλεση απίθανων και άκρως επικίνδυνων stunts.
Αφού, λοιπόν, χάρη στο «Top Gun: Maverick» κερδήθηκε μια μάχη για τη σωτηρία των αιθουσών, με την καινούργια «Επικίνδυνη Αποστολή» αυτού και των συνεργατών του προχωρά στο επόμενο βήμα: στη σωτηρία του σινεμά που υπηρετεί και που αγάπησε. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η έβδομη ταινία ενός franchise τoυ οποίου κάθε μέρος έφερε το στίγμα του δημιουργού του, μέχρι που ανέλαβε ο ΜακΚουόρι και έχτισαν μαζί με τον Κρουζ μια δική τους συνταγή, λειτουργεί σαν μια Κιβωτός στην οποία οι δυο τους πασχίζουν να χωρέσουν όσα περισσότερα στοιχεία και αναφορές από το σινεμά που κρίνουν πως αξίζει να διαφυλαχθεί σαν κόρη οφθαλμού. Στο «Mission:Impossible – Dead Reckoning Part 1» θα βρεθεί λίγος χρόνος για είδη αποδραστικού σινεμά που έχουν σχεδόν αφανιστεί, από την υποβρύχια περιπέτεια και το γουέστερν, μέχρι το swashbuckler –η μονομαχία στη βενετσιάνικη γέφυρα. Θα χωρέσουν αναφορές στον Κιούμπρικ, στον Ντε Πάλμα, που είχε υπογράψει και την πρώτη ταινία, στον Σπίλμπεργκ – όλη η κορύφωση του έργου- και στον Χίτσκοκ – ο χαρακτήρας της κλέφτρας που υποδύεται με σκέρτσο και πρωγαγωνιστική στόφα η Χέιλι Άτγουελ και όλη η σεκάνς στο αεροδρόμιο. Θα ενταχθούν κλεισίματα του ματιού στον «Λόρενς της Αραβίας», στον «Τζέιμς Μποντ», στη «Ληστεία αλά Ιταλικά», στο «Μετά τα Μεσάνυχτα», στον «Δράκουλα», στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν», στις «Αποστολές» που προηγήθηκαν και στην υπόλοιπη καριέρα του Κρουζ – θα τον δεις πχ. να κυκλοφορεί με τα χαρακτηριστικά Ray-ban ή να ξεσκονίζει την ταυτότητα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Κι όλα αυτά, δοσμένα όχι με τoν συμβατικό, πια, υπερτονισμό του meta στοιχείου και τo ξεδιάντροπα έκδηλο διακινηματογραφικό παιχνίδι, αλλά καλοχωνεμένα, ενταγμένα διακριτικά στην αφήγηση και πλήρως ενσωματωμένα στο γενικότερο φιλμικό όραμα.
Διάολε, θα το γράψουμε κι ας αποτελεί μικρό spoiler, ο εχθρός του Ίθαν Χαντ αυτή τη φορά είναι… ένας αλγόριθμος. Μια τεχνητή νοημοσύνη που, για να παραμείνουμε στα περί σωτηρίας του σινεμά, πασχίζει να αλλοιώσει τη φιλμική πραγματικότητα, να τη φέρει στα μέτρα της, να τη θέσει υπό την κυριαρχία της. Αν θέλουμε να εξαντλήσουμε τα όρια της κριτικής ερμηνείας και να πατήσουμε επικίνδυνα σε εκείνα του (κάποτε καλοδεχούμενου για εμάς) wild guess, ακόμα κι αν πρόκειται για ακούσια επιλογή, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι τα ανθρώπινα τσιράκια αυτού του τεχνολογικού Σατανά είναι μια ηθοποιός που έχτισε το όνομά της μέσα από το MCU κι ένας που έγινε αναγνωρίσιμος από το streaming και την τηλεόραση. Oύτε μπορεί να είναι τυχαίο ότι στην κοψοχολιαστική τελευταία πράξη ο εχθρός αδιαφορεί για τη διατήρηση του Όριεντ Εξπρές, ενός φορέα ιστορικότητας, ενός συμβόλου της παλιάς εποχής, τόσο στην πραγματική, όσο και στην κινηματογραφική ζωή.
Όλα αυτά δεν θα σήμαιναν τίποτα αν δεν αποτελούσαν μια ταινία (περίπου) εγκιβωτισμένη σε μια πολυδάπανη, εξαιρετική περιπέτεια, όπου γνωρίζει την αποθέωσή της η δυνατότητα του Κρίστοφερ ΜακΚουόρι να παντρεύει την εξεζητημένη σεναριακή ίντριγκα και τους ανατρεπτικούς ελιγμούς με σκηνές δράσης περιωπής και να ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα σε μια παλιομοδίτικη αίσθηση χιούμορ και ελαφρότητας και στις «σοβαροφανείς» απαιτήσεις της μετά Νόλαν εποχής, αλλά και του εκάστοτε δραματικού (κατ)επείγοντος. Πρόκειται για μια ταινία που, στα χαρτιά έχει εξάρσεις και παύσεις, αλλά στην πράξη σε κρατά διαρκώς στην τσίτα, χάρη σε μια αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού και διαχείρισης του διαλόγου και, κυρίως, χάρη σε μια σειρά από εκτεταμένες σεκάνς δράσης, που έρχονται να υπενθυμίσουν για ποιον λόγο αξίζει να δουλεύεις επί μήνες, να σκαρφίζεσαι ευρήματα, να σκαρώνεις προσεκτικά και εξονυχιστικά τη χορογραφία της δράσης και να την ξεδιπλώνεις εντός του φακού στα γυρίσματα, αντί να αφήνεσαι στην (ολέθρια) προχειρότητα των καιρών μας, που συνοψίζεται στη φράση «θα το φτιάξουμε στο post». Και, πραγματικά, πάρτε την αναλογική, αιτιοκρατικά μονταρισμένη, ανεξάντλητα ευρηματική και λεπτοδουλεμένα χορογραφημένη σεκάνς αυτοκινητιστικής καταδίωξης στη Ρώμη αυτής της ταινίας και κάντε τη σύγκριση με το ψηφιακό πανηγύρι και το μονταζιακό χάος του «Fast X» στην αντίστοιχη σκηνή του. Βγάζει μάτι η διαφορά μεταξύ του μερακλίδικου ΣΙΝΕΜΑ απόδρασης, για το οποίο δαπανήθηκαν ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας και δουλειάς και οκάδες φαντασίας πριν ο δημιουργός φωνάξει action, και της CGI παρέκβασής του. Προσέξτε, επίσης, και πώς χρησιμοποιείται η (έκτακτη) μουσική του Λορν Μπαλφ για δραματική έμφαση, αντί να ακούγεται απλά στο background, κατά τις προδιαγραφές της σύγχρονης κατασκευαστικής λογικής που αντιμετωπίζει το κινηματογραφικό score όπως τα σούπερμαρκετ τη μουσική τους υπόκρουσή. Προειδοποιούμε, βέβαια, ότι ενίοτε ζιμερίζει νολανικά, ίσως να μην απολαύσουν εξίσου αυτά της τα τμήματα όσοι αντιπαθούν τη μουσική ενίσχυση του ρυθμού σε βάρος της κινηματογραφικής μελωδίας που διακρίνει την ύστερη δισκογραφία του Χανς Ζίμερ.
Έχουμε αποκαλύψει ήδη περισσότερα από όσα έπρεπε, αν και το φιλμ ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τον κανόνα «άλλο να στο λέμε κι άλλο να το δεις». Ειλικρινά, είχαμε να δούμε τόσο καθηλωτική, τόσο ανεξάντλητα ενεργητική συμφωνία δράσης από την εποχή του «Mad Max: Fury Road» - έχουν περάσει οχτώ χρόνια, δηλαδή. Κι αν χαρακτηρισμοί τύπου «η καλύτερη ταινία δράσης της δεκαετίας» μοιάζουν μεγαλόστομοι και ανήκουν περισσότερο σε σοσιομιντιακά ποστ που ψαρεύουν likes ή στα quotes ενός πόστερ και λιγότερο σε ένα κείμενο σοβαρής κριτικής που συντάχθηκε ταυτόχρονα με την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες, το αποτέλεσμα στο πανί μιλάει από μόνο του και μπορεί να τους δώσει όχι απλά επαρκή, αλλά πλήρη αιτιολόγηση.
Το κλείσιμο με cliffhanger, αν και όχι τόσο απότομο, όσο εκείνα του «Spiderman:Into the Spider-verse» και του «Fast X», είναι το μοναδικό ψεγάδι που μπορέσαμε να εντοπίσουμε στην ταινία. Στα μάτια μας ο Κρουζ κέρδισε τη μάχη για τη σωτηρία του σινεμά απόδρασης που αγαπήσαμε. Ευχόμαστε στο τέλος να κερδίσει και τον πόλεμο, ώστε το παράδειγμα αυτής της ταινίας να (ξανα)βρει μιμητές.
Καλή προβολή, αν επιλέξετε να αποδεχτείτε την «Αποστολή». Aυτό το κείμενο θα αυτοκαταστραφεί σε πέντε δευτερόλεπτα.