Ο Μεσολαβητής
Relay

Συνωμοσιολογικό θρίλερ τετριμμένης πλοκής και ανατροπών που ενίοτε φλερτάρουν με τη γελοιότητα, το οποίο όμως διασώζεται σε μεγάλο βαθμό χάρη στη σκηνοθεσία του έμπειρου Ντέιβιντ Μακένζι και στις ερμηνείες των Ριζ Άχμεντ, Λίλι Τζέιμς και Σαμ Γουόρθινγκτον.
Ο Ας (Ριζ Άχμεντ) δουλεύει ως «μεσολαβητής» για λογαριασμό μιας κρυφής υπηρεσίας που τα βάζει με διεφθαρμένες εταιρείες. Είναι πρώην αλκοολικός και ζει ένα μοναχικό βίο, αποτέλεσμα της δουλειάς που κάνει. Η νέα του αποστολή του ανατίθεται όταν η Σάρα (Λίλι Τζέιμς), στέλεχος μιας φαρμακευτικής, ζητά τη βοήθεια της υπηρεσίας προκειμένου να επιστρέψει στα αφεντικά της έγγραφα που έχει υποκλέψει και τα οποία αποδεικνύουν ότι το νέο της προϊόν είναι καρκινογόνο, με αντάλλαγμα να μείνει ζωντανή. Ο Ας αρχίζει να συμπαθεί τη Σάρα περισσότερο από το επιτρεπτό όριο και «σπάει» τους κανόνες της δουλειάς του, με αποτέλεσμα να τεθεί στο στόχαστρο του Ντόσον (Σαμ Γουόρθινγκτον), πράκτορα που ενεργεί για λογαριασμό της φαρμακευτικής.
Αξιόλογος σκηνοθέτης που δε διστάζει να πειραματίζεται με διαφορετικό είδος κάθε φορά, συχνά «παντρεύοντας» στοιχεία διαφορετικών ειδών στις ταινίες του, ο Ντέιβιντ Μακένζι έχει διαγράψει μια ενδιαφέρουσα, και μοιραία άνιση, πορεία εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Κορωνίδα της φιλμογραφίας του αποτελεί, πιθανότατα, το «Hell or High Water» (2016), ένα νεο-γουέστερν σε σενάριο Τέιλορ Σέρινταν, με πρωταγωνιστές τους Κρις Πάιν, Μπεν Φόστερ και Τζεφ Μπρίτζες. Αφού καταπιάστηκε με την ιπποτική περιπέτεια εποχής στο «Outlaw King» (2018) και πέρασε κι από τον θαυμαστό (;) κόσμο της τηλεόρασης σκηνοθετώντας δύο επεισόδια της σειράς «Under the Banner of Heaven» (2022) με τον Άντριου Γκάρφιλντ, ο Μακένζι επιστρέφει στα κινηματογραφικά πράγματα με το «Relay», την πρώτη του ταινία μετά από έξι χρόνια.
Σημείο αναφοράς του φιλμ είναι τα συνωμοσιολογικά θρίλερ της δεκαετίας του 1970, ταινίες όπως το «The Conversation» (1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, το «Three Days of the Condor» (1975) του Σίντνεϊ Πόλακ και το «Blow Out» (1981) του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Για να φτιαχτεί μια τέτοια ταινία που θα είναι πειστική και δε θα φαντάζει γελοία και υπερβολική είναι αναγκαίο ένα στιβαρό σενάριο, το οποίο δεν το διαθέτει ακριβώς η ταινία του Μακένζι. Υπάρχουν πολλά στοιχεία στο φιλμ που δε δένουν ή που δεν λειτουργούν εντός του ευρύτερου πλαισίου της δραματουργίας – για παράδειγμα, το πρόβλημα αλκοολισμού του Ας και η γνωριμία του με την, επίσης πρώην αλκοολική, αστυνομικό δεν οδηγούν κάπου.
Φυσικά, το πραγματικό θέμα της ταινίας δε βρίσκεται στη συνωμοσιολογική ίντριγκα καθαυτή, αλλά στους ίδιους τους χαρακτήρες. Το «Relay» είναι η ιστορία ενός άνδρα που δεν μπορεί να εμπιστευθεί κανέναν, που έχει χτίσει εντός του ένα συναισθηματικό τείχος και έχει επιλέξει μια δουλειά που, λειτουργώντας ως πρόφαση, δεν του επιτρέπει να οικοδομήσει σχέση εμπιστοσύνης με άλλους ανθρώπους. Η μυθοπλασία τίθεται σε κίνηση όταν αυτός ο άνθρωπος αρχίσει ξανά να εμπιστεύεται, μόνο που ό,τι συμβαίνει στη συνέχεια αφενός το έχουμε ξαναδεί σε πολύ καλύτερες ταινίες του παρελθόντος, αφετέρου δε λειτουργεί τόσο καλά στην οθόνη όσο στο μυαλό του σεναριογράφου, καθώς ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή είναι απολύτως σχηματικός και δεν επιτυγχάνει ποτέ την απόλυτη ταύτιση.
Ευτυχώς, η εμπειρία του Μακένζι πίσω από το φακό, η δεξιοτεχνία του στο μοντάζ, χάρη στην οποία ο μεγάλος όγκος πληροφορίας, διαλόγου και ορολογίας που περιλαμβάνει το σενάριο μπαίνουν σε σειρά και δεν αποπροσανατολίζουν το θεατή, αλλά και οι ικανές ερμηνείες των Άχμεντ, Τζέιμς και Γουόρθινγκτον, συγκρατούν το αποτέλεσμα στα επίπεδα μιας αξιοπρεπέστατης, ψυχαγωγικής, όσο και αβαρούς ταινίας δράσης. Δε χωρά αμφιβολία πως το ίδιο σενάριο, με έναν άλλο, λιγότερο ταλαντούχο σκηνοθέτη και ηθοποιούς μικρότερης κλάσης, θα είχε καταλήξει σε μια ταινία που θα φλέρταρε άγρια με τη γραφικότητα. Δεν πήραμε το νέο «Hell or High Water» που πολύ θα θέλαμε, αλλά εξασφαλίσαμε μια ταινία που, όταν την πετύχουμε να προβάλλεται στην τηλεόραση, δε θα αλλάξουμε κανάλι.