Ο Γελωτοποιός 2
The Jester 2

Η νύχτα του Χάλογουιν επιστρέφει και μαζί της και ο Γελωτοποιός, ένας διαβολικός δολοφόνος που εξοντώνει τα θύματά του υπακούοντας στη δική του, μοχθηρή ατζέντα.
Μετά τον «Γελωτοποιό» του 2023 ο Κόλιν Κράουτσουκ καταπιάνεται με τη συνέχεια μιας ταινίας που ακολουθεί τη μόδα του φθηνού slasher και όταν λέμε φθηνού το εννοούμε, δεδομένου πως το budget της πρώτης ταινίας ήταν πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια και κάτι μας λέει (τα μάτια μας όταν το είδαμε) πως το σίκουελ κυμαίνεται στο ίδιο αν όχι σε χαμηλότερο ποσό.
Ένα κείμενο κριτικής οφείλει να λαμβάνει κατά νου ένα σύνολο πραγμάτων πέρα από το εκάστοτε καλλιτεχνικό αποτύπωμα της ταινίας, για παράδειγμα το μέγεθος της παραγωγής, καθώς και τη διανομή – ανεξάρτητος διανομέας, μικρός ή μεγάλος. «Ο Γελωτοποιός 2» ας πούμε, είναι μια ταινία που δύσκολα θα κάνει επιτυχία εκτός ενός πολύ συγκεκριμένου και αυστηρού κυκλώματος διανομής, που ιδανικά θα περιλάμβανε κάποια τοπικά, κινηματογραφικά φεστιβάλ τρόμου ή θεματικές προβολές την περίοδο του Χάλογουιν. Τουτέστιν δύσκολα εξηγείται η παρουσία του στο ρόστερ των ελληνικών αιθουσών για αυτήν την εβδομάδα.
Σε περίπτωση που είχες χάσει την πρώτη ταινία, ο Γελωτοποιός είναι ένα κολάσιμο πλάσμα που εμφανίζεται το βράδυ του Χάλογουιν σπέρνοντας τον θάνατο με ποικίλους και ομολογουμένως ευφάνταστους τρόπους. Αυτήν την φορά θα εξαναγκάσει μια έφηβη ταχυδακτυλουργό, την Μαξ, να συνεργαστεί μαζί του προκειμένου να σκοτώσει, βάσει ενός τελετουργικού, τέσσερα άτομα με απώτερο σκοπό οι ψυχές τους να καταλήξουν στα χέρια του Διαβόλου.
Το πιο καλό πράγμα που οφείλει να παραδεχτεί, για τούτη την ταινία, όποιος τη δει είναι πως έχει, πράγματι, πρωτότυπους θανάτους, συνεπώς οι πολύ σκληροπυρηνικοί του είδους που δεν θέλουν να ασχοληθούν με σενάρια (τι είναι αυτά;), αφηγήσεις, χαρακτήρες και έστω υποτυπώδεις πλοκές, μάλλον θα περάσουν συμπαθητικά, αφού η ταινία μετά βίας αγγίζει τη μιάμιση ώρα και προσφέρει περιορισμένο μεν, δημιουργικό δε gore.
Κατά τα άλλα ο Κράουτσουκ και το συνεργείο του δεν τα καταφέρνουν ούτε στα απολύτως στοιχειώδη. Ο διευθυντής φωτογραφίας Κέβιν Ντάγκιν φωτίζει τα πάντα το ίδιο, με ένα μωβ φως που κανείς δεν έχει ιδέα από που έρχεται (υπάρχει σκηνή μέσα σε σπίτι που στο ένα πλάνο η ηθοποιός φωτίζεται «φυσικά» και στο αμέσως επόμενο, ναι, καλά μαντέψατε, το μωβ φως), ο Κράουτσουκ σκηνοθετεί λες και γυρίζει ταινία για να τη δουν η οικογένεια και οι φίλοι, ενώ οι ηθοποιοί ας πούμε πως το μικρότερό τους πρόβλημα είναι η έλλειψη υποκριτικού ταλέντου.
Η ταινία μπορεί να είναι τρόμου, όμως δεν είναι λίγες οι στιγμές που βγάζει αβίαστα γέλιο, κυρίως ως προς τον τρόπο που έχει στηθεί. Για παράδειγμα λόγω του περιορισμένου budget υπάρχει και ένας περιορισμένος αριθμός υποστηρικτικών ηθοποιών, με αποτέλεσμα στις περισσότερες σκηνές να μην υπάρχει κανένας άλλος πέραν των βασικών. Ο δολοφόνος κυκλοφορεί αμέριμνος τη νύχτα του Χάλογουιν και εκεί που περιμένεις παιδάκια από πόρτα σε πόρτα και στους δρόμους για το καθιερωμένο «trick or treat», οι δρόμοι είναι πιο έρημοι και από αληθινή πόλη φάντασμα, εντείνοντας ακόμη περισσότερο την αίσθηση της ερασιτεχνικής απόπειρας.
«Ο Γελωτοποιός 2» είναι μια ταινία που τουλάχιστον πετυχαίνει στον τίτλο της. Θα σε κάνει να γελάσεις, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτός ο σκοπός της.