Ξύπνα
Wake Up
Σε ένα γιγαντιαίο κατάστημα ειδών σπιτιού εισβάλουν 6 νεαροί περιβαλλοντικοί ακτιβιστές με σκοπό μια διανυκτέρευση βανδαλισμών οικολογικής αφύπνισης. Τα πράγματα όμως θα πάνε εντελώς στραβά λόγω ενός κοινωνιοπαθή σεκιουριτά που τους αντιμετωπίζει σαν ανθρώπινα θηράματα. Θα ζήσουν να το θυμούνται;
Ξεκινάει και έχεις όλη την καλή διάθεση. Έξι νεαροί, περιορισμένα συμπαθείς, μπαίνουν στο κατάστημα, κρύβονται με χαρακτηριστική άνεση στους αχανείς χώρους του HOUSE IDEA (…) μέχρι να σβήσουν τα φώτα και μετά εκτυλίσσουν ένα καλά οργανωμένο paintball βανδαλισμού των προϊόντων του καταστήματος. Στο κάτω-κάτω ζώα υποφέρουν και δέντρα κόβονται για να καταναλώσουμε εμείς λάμπες, ντουλάπες και ντιβανοκασέλες.
Καλά οργανωμένο;
Όπως σύντομα θα μάθουμε η δημιουργική κολεκτίβα RKSS (Road Kill Superstars) των Φρανσουά Σιμάρ και Ανούκ και Γιόαν-Καρλ Γουίσελ έχει προαποφασίσει να μετατρέψει την χορταστικών προεκτάσεων πρώτη ύλη (Gen Z, «οικολογικός» καπιταλισμός, βανδαλοακτιβισμός κι «εμείς» θεατές-καταναλωτές) σε slasher εορτασμό. Κάπως έτσι η ιδεολογία θα φάει πολλή μπογιά στη μούρη και θα μετατραπεί σε θέαμα. Τα σημεία δεν λείπουν, όμως η στάση, κατά τον υπογράφοντα, απουσιάζει. Κρίμα, θα μπορούσε να γίνει μια ωραία σάτιρα - και τρόμου αν χρειαζόταν.
Αν ο σκηνοθέτης ήταν ένας, αντί για τρεις, η ταινία θα είχε ίσως λίγο παραπάνω χαρακτήρα στις λεπτομέρειές της, πιο ενιαίο στιλ και παραπάνω διασκεδαστικές σκηνές, αν όχι ανθολογίας
Ως έχει δεν χρειάζεται παρά να παρακάμψεις ένα πλήθος από πραγματολογικές ποιητικές άδειες και να παρακολουθήσεις κατά πόσον, έστω, η κολεκτίβα μας μπορεί να στήσει την αφήγηση μιας σειράς φόνων. Φόνων που παραπέμπουν στο κλασικό “The Most Dangerous Game” (το διήγημα του Ρίτσαρντ Κόνελ, αλλά και την αγαπητή μας ταινία της RKO από το 1932) και διατηρούν ένα ενδιαφέρον στο γενικό γκροτέσκ τους, καθώς συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται αν η ταινία ηθελημένα παίζει με τις αντιλήψεις σου. Αν το δεις από τη μια μεριά «ο ακτιβισμός πληρώνεται», αν το δεις από την άλλη, την οποία μπορείς να προτιμήσεις, ιδίως αν το φονικά δεν συνάδουν της κοσμοθεωρίας σου, σημειώνεται η στυγνή απάντηση του Συστήματος στις «αναρχικές» θωπείες. (Ωστόσο, οι Gen Z πρωταγωνιστές μας χάνουν το αναρχικό τους έρμα όταν η πρώτη σκέψη τους για άμυνα προς τον ψυχοπαθή είναι «να καλέσουν την Αστυνομία». Κάτι τέτοια σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι οι δημιουργοί χαίρονται το αντιδραστικό τους πόνημα.)
Τέλος καλό, όλα καλά; Για όσους την έβγαλαν καθαρή, ναι. Αν ο σκηνοθέτης ήταν ένας, αντί για τρεις, η ταινία θα είχε ίσως λίγο παραπάνω χαρακτήρα στις λεπτομέρειές της, πιο ενιαίο στιλ και παραπάνω διασκεδαστικές σκηνές, αν όχι ανθολογίας. Τώρα μετά βίας έχει μία – και περιλαμβάνει φωσφοριζέ μπογιά. Είναι όμως οικονομική στα 80 λεπτά της (τα σωστά λεπτά ενός slasher, 10 λεπτά εισαγωγή, 66 σφαγές, 4 ζενερίκ τέλους, Αριστοτέλης), όχι αναλογικά σφιχτοδεμένη (μια ιδέα «παιχνιδιού» με τον δολοφόνο κοιλώνει επικίνδυνα και είναι εμφανώς filler) κι έχει electronica σάουντρακ σπουδαίο για το 1993. Αν έλειπε η παγιωμένη πια κακοήθεια των ταινιών του είδους, ενδεικτική και αυτή της εποχής μας, θα το παίρναμε και λίγο ζεστότερα.