Μάγκι Σμιθ (1934-2024): Η τελευταία Dame

Και σωστά, για τους δικαιολογημένα σχολαστικούς, δεν είναι βέβαια η τελευταία, όμως έχει τόσο χρόνο στο θέαμα, τέτοιο πλούτο καριέρας και αυτή την εκφραστική ποιότητα στην ερμηνεία της που ενδεχόμενα αντιπροσωπεύει την εκπνοή μιας γενιάς Βρετανίδων ηθοποιών που ισορρόπησε θαυμάσια μιαν αντίστοιχη ανδρών τους οποίους η Σμιθ πρόλαβε για τα καλά στο ξεκίνημά της.  

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Μάγκι Σμιθ (1934-2024): Η τελευταία Dame

Για την Μάγκι Σμιθ δεν αρμόζουν απλά παιάνες, αλλά και μακρά κείμενα αναφοράς σε μια κολοσσιαία καριέρα τέχνης και θεάματος. Οι Άγγλοι έχουν αναλάβει να το κάνουν, οπότε οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν ήδη κοπιάσει προς τα ανάλογα Μέσα. Μοιραία υπολειπόμενη μια απλή δημοσιογραφική αναφορά, δεν μπορεί ωστόσο παρά να πενθήσει, ομολογουμένως μέσα σε μια καθάρια ατμόσφαιρα πλήρωσης που φέρνουν οι μακρές ημέρες, μια ηθοποιό που ξεκίνησε επαγγελματικά το 1952 μια διαδρομή που έμελλε να έχει μπροστά της 70+ χρόνια, που κόσμησε το θέατρο, πέρασε από την τηλεόραση και διέπρεψε στον κινηματογράφο. Η Σμιθ έχει και τα βραβεία να περηφανευθεί – έστω να το κάνουμε εμείς για εκείνη, δεν ξέρω αν το πνεύμα της θα της επέτρεπε κομπορρημοσύνη: Δύο Όσκαρ, 4 Έμμι, 1 Τόνι (οπότε Τριπλό Στέμμα Υποκριτικής), 5 BAFTA (18 φορές προτάθηκε, κινηματογραφικά-τηλεοπτικά!) και μια σωρεία «παράπλευρων» τιμών να συνοδεύει.

Δεν είναι αντικειμενικά η τελευταία, αφού η πρεσβύτερή της Τζόαν Πλοουράιτ βρίσκεται ακόμα εν ζωή, έχει και εκείνη τα παράσημά της, ενώ και η συνομήλική της Τζούντι Ντεντς ακμάζει ακόμα. Η τελευταία, ακόμα πιο «θεατρική»…υπερτερεί της Σμιθ στα θεατρικά βραβεία Ολίβιε (έχει 7, η Σμιθ έχει έξι υποψηφιότητες), όμως η θανούσα ναι μεν διέπρεψε στο θέατρο, αλλά το σινεμά φάνηκε να την κερδίζει, η Ντεντς ανέτειλε αργότερα στο μεγάλο πανί.

Μιας και αναφερθήκαμε στον Λόρενς Ολίβιε η Μάγκι Σμιθ υπήρξε τρόπον τινά θεατρική ανακάλυψή του. Πολλοί λένε ότι ήταν κατά κάποιο τρόπο και ο… δάσκαλός του, μιας και οι αναφορές από το παρελθόν μιλούν για μια ηθοποιό που τον έπαιζε στα ίσα επί σκηνής, που άντεχε το αδιανόητο βάρος του στον χρονισμό του σανιδιού, που έτρεχε άνετα στους ρυθμούς του, που τον ζόριζε με τον συνδυασμό του κωμικού και δραματικού της ταλέντου. Ίσως δεν της φαίνεται, ίσως το αλάνθαστο φυσιογνωμικό της στυλ το καμουφλάρει, όμως η Σμιθ είχε ένα τεράστιο προσόν. Μπορούσε να λυγά είτε προς το κωμικό, είτε προς το δράμα με μια εκπληκτική άνεση, με μια πλαστικότητα που τα έκανε κυριολεκτικά όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρόσθετα, με όχημα μια θαυμαστή προηγμένη σχέση με το εγγλέζικο φλέγμα της, μπορούσε να παίζει (κωμικά, πικρά, δραματικά, ειρωνικά – διαλέγεις) την εθνική ιδιοσυγκρασία και συνάμα την κριτική της. Καθώς υπήρξε και βιολογικά ανθεκτική ώστε να προσκαλέσει την τύχη της, κατάφερε μια άνθιση σε ηλικία που σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί απολαμβάνουν (ή πενθούν) το δειλινό μιας καριέρας, που την βρίσκει στην συντροφιά ελάχιστων ομότεχνων.

Η Σμιθ γεφυρώνει επίσης την εποχή των Ρίτσαρντσον, Ολίβιε, Γκίλγκουντ, Ρέντγκρεϊβ – Πατέρων του βρετανικού θεάματος στον 20ό αιώνα, αντέχει χρονικά και τους μνημειώδεις «πότες» επόμενους (Ο’ Τουλ, Μπέρτον, Χάρις) και ενώ ως πρωταγωνίστρια διακρίνεται λιγότερο στον κινηματογραφικό χρόνο από ότι ομόλογές της (Ρέντγκρεϊβ, Ντεντς, Άντριους, Τζάκσον, Λάνσμπερι και βέβαια Τέιλορ), παραδίδει μια καριέρα ανυπολόγιστη ως καρατερίστα, έχοντας συνάμα και μια χούφτα πρωταγωνιστικούς ρόλους που τεκμηριώνουν τις διαστάσεις της. (Μία είναι οπωσδήποτε το πρώτο της Όσκαρ Α’ Γυναικείου – «Η Δεύτερη Νιότη της Τζιν Μπρόντι» - όπου μια 35άρα Σμιθ αποκαλύπτεται ως ένα εντελώς αλλιώτικο προφίλ από αυτό που κρατάμε αυτοματικά σήμερα όσοι την προλάβαμε γηραιότερη – η ετυμηγορία βέβαια εκκρεμεί αν «έπρεπε» να χάσει το Όσκαρ τότε η Τζέιν Φόντα για το «Σκοτώνουν Τα’ Άλογα…»).

Μια άλλη ταινία σε απευθείας σύνδεση με τα θεατρικά προαναφερθέντα είναι βέβαια ο «Οθέλλος» του Ολίβιε, μια ταινία που κρατά ως σήμερα το σκήπτρο της μόνης σαιξπηρικής μεταφοράς όπου και οι τέσσερεις βασικοί ρόλοι ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ – η Σμιθ ήταν η ανάλαφρη, ευλύγιστη, καταπληκτική Δυσδαιμόνα. Για την ταινία δεν κάνει να μιλάμε σήμερα λόγω του blackface του Ολίβιε – όντως δεν μιλάμε, πρόσφατα κάποιος καθηγητής στο εξωτερικό έχασε τη δουλειά του γιατί δεν έκανε disclaimer στους φοιτητές του περί του αποτρόπαιου γεγονότος.

Δεν θα μας λείψει η Μάγκι Σμιθ. Όχι υπό την έννοια ότι χωνεύουμε κάπως κάποια στιγμή την βιο-νομοτέλεια, ή ασφαλιζόμαστε στην θαλπωρή των ρόλων. Μπορώ να παραθέσω κάμποσους, όμως χωρίς ειδική αναφορά αδειάζουν από βάρος, οπότε ας μείνω σε ελάχιστους προσωπικού τονισμού. Το «Murder By Death», ιδεώδους ζευγαρώματος με τον Ντέιβιντ Νίβεν, τα δυο της Πουαρό όπου παραδίδει δύο ρεσιτάλ, κωμικής ευγλωττίας στο «Evil Under the Sun» και διαολεμένης άνεσης στον ρόλο μιας ορντινάντσας που τραβολογάει απίθανα κοτζάμ Μπέτι Ντέιβις στο «Death on the Nile», τι να πει κανείς γι’ αυτήν στο παρέλασης ηθοποιών «California Suite», επίσης του ’78, στην παρουσία της στον Άιβορι («Quartet» αρχικά, «Δωμάτιο με Θέα» αργότερα) και μετά το σερί αναγεννήσεων στα ‘90ς, στα ‘00ς, στα ‘10ς. Προφανώς δεδομένων των Χάρι Πότερ και Ντάουντον Άμπι που της χάρισαν μια οικουμενική αναγνωρισιμότητα (όπως πάντα ενταφιαστική της πιθανότητας να…γνωριστεί στις πρότερες εποχές της), η Σμιθ συνεργάστηκε με τεράστια σκηνοθετικά ονόματα (Μάνκιεβιτς, Κιούκορ, Όλτμαν, Σπίλμπεργκ, Άιβορι) και ήταν «τυπικά» άφοβη με νεότερους δημιουργούς. Η εργασιακή ηθική σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί πυξίδα.

Δεν υπάρχει «αντίο» λοιπόν εδώ, υπάρχει μια θερμή αίσθηση συνεχιζόμενης σχέσης. Μόνο η αναπόφευκτη πικρία να μην ξέρεις πως είναι ζωντανή, πως ένα ακόμα κρούσμα λαμπρότητας μπορεί να σε βρει στα καλά καθούμενα. Θα βολευτούμε κάπου στο τεράστιο έργο, στην επανάληψη, στην γνωριμία με στιγμές που διέφυγαν. Η Μάγκι Σμιθ υποδειγματική θα είναι πάντα.

Κρις Κριστόφερσον (1936-2024): Αποχαιρετισμός σε μια σημαδιακή φυσιογνωμία του αμερικανικού 20ού αιώναΣιλικόνη και συναίσθημα: Ξαναβλέποντας όλες τις ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ