Βίντεο: Το βάθος της απλότητας του σινεμά του Γιασουτζίρο Όζου

Χαμηλά τοποθετημένη κάμερα, σχεδόν πάντα ακίνητη μηχανή, αποκλειστικά 50άρης φακός, περίπου απαράλλακτη θεματολογία. Αν υπάρχει ένας απόλυτα αναγνωρίσιμος από το πρώτο καρέ σκηνοθέτης, είναι αυτός. Και συγκαταλέγεται στους μεγιστάνες αυτής της τέχνης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Βίντεο: Το βάθος της απλότητας του σινεμά του Γιασουτζίρο Όζου

Είναι δυστυχές δεδομένο πια ότι και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του Γιασουτζίρο Όζου, επιδερμικά ενήμεροι θεατές φεύγουν τάχιστα, ενώ όλοι οι υπολοιποι τον «τακτοποιούν» είτε στους (ατυχείς) «αγαπημένους των κριτικών» ή την ανόθευτη αδιαφορία.

Τι παλεύετε τότε; Διότι πέρα από επιρροές, κριτικές διαλέκτους και τεχνική επιχιερηματολογία, υπάρχει ανθρώπινη ουσία. Διότι ο άνθρωπος αυτός, που έζησε 60 χρόνια και γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα του Δεκεμβρίου, φωτογράφησε και μίλησε για την Ιαπωνία πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Πόλεμο που την ταρακούνησε συθέμελα, ίσως πιο τραυματικά από κάθε άλλη χώρα.

Η σοβαρή κριτική ομολογουμένως - και δικαιότατα - μένει εκστατική μπροστά σε έναν φαινομενικό εστέτ που με τα tatami πλάνα του (η κάμερα είναι πάντα τοποθετημένη στο ύψος ενός ενθρώπου που κάθεται κάτω), την ακινησία της μηχανής (σπανιότατα ελάχιστα τράβελινγκ), την παρόμοια εξωτερική θεματολογία και το εθιστικό (για κάποιους τουλάχιστον) καδράρισμα ανθρώπων, αντικειμένων και χώρου, κατάφερε τέτοιο έργο. Κατάφερε τόσο λεπτομερώς να περιγράψει την ιαπωνική ψυχή, τα χτυπήματα, τις αναστάσεις, τα εξελισσόμενα ήθη, τις οικογενειακές σχέσεις, το χάσμα των γενεών, την απότομη δυτικοποίηση.

Όμως αυτό που ίσως της διαφεύγει είναι πείσει και να παροτρύνει για το πόσο άνετα παρακολουθείται το σινεμά του, πόσο αβίαστα προκύπτει συναρπαστικό - ακόμα και πόσο απατηλά συγγενές είναι με τα τηλεοπτικά τοπία - ιδίως εποχών που η τηλεόραση «διέπρεψε» στην αναπαράσταση της καθημερινότητας.

Το ακόλουθο δοκίμιο ας χρησιμεύσει σαν οδηγός και εισαγωγή στην τόσο υπέροχη ίσως τελικά εξήγηση του γιατί αυτός ο άνθρωπος επέμεινε ισόβια και έμμονα να κάνει 50 ταινίες σε 35 ολόκληρα χρόνια «που μοιάζουν τόσο πολύ».